Της Ευτυχίας Δανίδου,
Η αρχή της καλής πίστης προβλέπεται στο άρθρο 288 του Αστικού Κώδικα και συνιστά θεμελιώδη αρχή όχι μόνο του αστικού, αλλά όλου του δικαίου, ιδιωτικού και δημόσιου. Η καλή πίστη αποτελεί γενική ρήτρα, κρίνεται κατά περίπτωση από τον δικαστή με αντικειμενικά κριτήρια κι όχι με βάση το αίσθημα δικαίου του, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκεί διαπλαστικό έργο, διαμορφώνει κανόνα δικαίου. Συνήθως με την έννοια της καλής πίστης εννοείται «ένα ελάχιστο μέτρο σεβασμού, εντιμότητας και ευπρέπειας στις συναλλαγές».
Η καλή πίστη έχει αμφιμερή ενέργεια, πρέπει, δηλαδή, να λαμβάνονται υπόψη τόσο τα συμφέροντα του δανειστή όσο και του οφειλέτη, προκειμένου να επιτυγχάνεται μία εξισορρόπηση και να αποφεύγονται υπέρμετρες αδικίες. Ακόμη, είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου, δεν μπορεί να συμφωνηθεί ο αποκλεισμός ή η παραίτηση από τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν.
Η λειτουργία της διάταξης της καλής πίστης (ΑΚ 288) παρέχει, συνήθως, την δυνατότητα άσκησης καταχρηστικής ένστασης. Το βάρος αποδείξεως έχει όποιος την επικαλείται, ενώ μπορεί και το δικαστήριο να την λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως. Η καλή πίστη χρησιμοποιείται κυρίως για τον περιορισμό δικαιωμάτων που προβλέπονται στον νόμο ή σε σύμβαση, δεν θεμελιώνει συνήθως αξίωση που δεν υπήρχε ήδη. Μπορεί να οδηγήσει σε διεύρυνση των υποχρεώσεων του οφειλέτη ή σε περιορισμό των εξουσιών του δανειστή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διεύρυνσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη είναι η παρεπόμενη υποχρέωση για παροχή πληροφοριών. Η λειτουργία της ΑΚ 288 μπορεί να εμφανιστεί στην πράξη με την εξής μορφή, όπως όταν ο πωλητής ενός περίπλοκου μηχανήματος οφείλει να παράσχει οδηγίες χρήσης στον αγοραστή.
Στην παραπάνω διάταξη του Αστικού Κώδικα (288) αναφέρονται και τα συναλλακτικά ήθη, εννοώντας τις συνήθειες και τους επαναλαμβανόμενους τρόπους συμπεριφοράς σε ορισμένη επαγγελματική ή και τοπική κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσόμενων. Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η καλή πίστη υπερισχύει των συναλλακτικών ηθών.
Όσον αφορά τις ενοχικές συμβάσεις ειδικότερα, η καλή πίστη διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στα περισσότερα στάδια της σύναψης και της εκτέλεσής τους. Η καλή πίστη λαμβάνεται υπόψη στο στάδιο της διαπραγμάτευσης και της σύναψης, περιορίζοντας την άσκηση της συμβατικής ελευθερίας και σε εξαιρετικές περιπτώσεις την αρχή της τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων. Ενδέχεται να επιτελεί «συμπληρωματική» λειτουργία, επιβάλλοντας πρόσθετες (επικουρικές, παρεπόμενες) υποχρεώσεις ή «διορθωτική» λειτουργία, τροποποιώντας κάποια ρύθμιση της ενοχικής σύμβασης, όπως το μέγεθος της παροχής ή τον τρόπο εκπλήρωσης, εφόσον βέβαια υπάρχει σοβαρός λόγος.
Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, μάλιστα, όπου συνήθως υπάρχει μεταβολή των συνθηκών και η εκπλήρωση της παροχής καθίσταται υπέρμετρα επαχθής, η καλή πίστη μπορεί να οδηγήσει στην κατάργηση της ενοχής. Τέλος, η εφαρμογή αυτής της αρχής μπορεί να οδηγήσει και σε μετενέργεια της ενοχής, επιβάλλοντας υποχρεώσεις ακόμη και μετά την λήξη της ενοχικής σχέσης, όπως υποχρέωση του πωλητή αυτοκινήτου προς παροχή ανταλλακτικών ή παροχή πληροφοριών σχετικά με την σύμβαση που έληξε.
Αξίζει, επιπροσθέτως, να αναφερθούν ορισμένες παρεπόμενες υποχρεώσεις που πηγάζουν από την καλή πίστη. Μία ιδιαίτερης σημασίας παρεπόμενη υποχρέωση είναι η υποχρέωση πίστης, η οποία καθορίζεται από την φύση της κάθε φοράς σύμβασης και αφορά κυρίως διαρκείς συμβάσεις, όπως σύμβαση εργασίας. Εφαρμογή της υποχρέωσης πίστης συνιστά η παράλειψη του εργαζομένου να βλάψει τα εύλογα συμφέροντα της επιχείρησης ή να αποκαλύψει εμπιστευτικές πληροφορίες γι’ αυτήν.
Επιπλέον, από την διάταξη ΑΚ 288 απορρέει η υποχρέωση εξασφάλισης της παροχής, η οποία αφορά και τα δύο μέρη, τον οφειλέτη και τον δανειστή, και αποσκοπεί στην καλόπιστη και επιτυχής εκπλήρωση του σκοπού της ενοχής. Ακόμη, δημιουργείται και υποχρέωση προστασίας του αντισυμβαλλόμενου σε σχέση με τα αγαθά, όπως π.χ. η ενημέρωση από έναν εργολάβο για επικίνδυνο δάπεδο. Καταλήγοντας, μία παρεπόμενη υποχρέωση που εδραιώνεται από την αρχή της καλής πίστης είναι η υποχρέωση αποδοχής της παροχής εκ μέρους του δανειστή ή η σύμπραξη για την εκπλήρωσή της, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου προκύπτει ιδιαίτερη δέσμευση/ενδιαφέρον του οφειλέτη, όπως για παράδειγμα η αποδοχή της καθοδήγησης ενός ζωγράφου προκειμένου να δημιουργήσει την προσωπογραφία του πελάτη του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2015.