Του Αντώνη Δεληολάνη,
Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα διαδεχτεί μια εποχή όπου η Σοβιετική Ένωση και οι ΗΠΑ θα ανταγωνίζονται σε οποιονδήποτε τομέα είχαν τη δυνατότητα, είτε μιλάμε για ιδεολογία, οικονομία, πολιτική είτε για πυρηνικά όπλα, στρατηγικούς συμμάχους και για «τη μάχη στο διάστημα». Ο Τζόζεφ Ρέιμοντ Μακάρθυ, γεννημένος στις 14 Νοεμβρίου του 1908, εξελέγη Γερουσιαστής της Πολιτείας Ουισκόνσιν το 1947 και έως και το 1950 θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελούσε έναν Αμερικανό πολιτικό που απλώς θα χάνονταν στα βιβλία της αμερικανικής ιστορίας και θα μνημονευόταν κυρίως με μια απλή αναφορά του ονόματός του και του τίτλου, του Γερουσιαστή. Πώς, όμως, αυτός ο πολιτικός κατάφερε κατά τη δεκαετία του 1950 να θεωρηθεί «ο πιο επίφοβος άνθρωπος των ΗΠΑ» και να αφήσει πίσω του τον όρο του «μακαρθισμού» που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα σε πολιτικές ομιλίες;
Από τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου ένα κλίμα φόβου και απέχθειας κατά του κομμουνισμού είχε δημιουργηθεί στις ΗΠΑ. Η εποχή του «Μεγάλου Κόκκινου Τρόμου» (“Great Red Scare”) φόβιζε τους Αμερικανούς πολίτες. Η συνεχώς αναπτυσσόμενη Σοβιετική Ένωση στον τομέα των πυρηνικών κυρίως, οι κομμουνιστές του Μάο που κατέλαβαν την εξουσία το 1949 και οι διαστάσεις που έπαιρνε ο πόλεμος της Κορέας μεγάλωναν τον φόβο κατά του κομμουνισμού μέσα στην Αμερική. Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το κλίμα ο Τζόζεφ Μακάρθυ αποφασίζει να ξεκινήσει το «μεγαλύτερο κυνήγι μαγισσών του 20ου αιώνα». Στις 9 Φεβρουαρίου του 1950 εκφωνεί μια ομιλία στο ξενοδοχείο «Μακλούρ» στη Δυτική Βιρτζίνια και ισχυρίζεται ότι κατέχει μια λίστα με 205 ονόματα τα οποία αποτελούν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται ως υπάλληλοι στο Υπουργείο Εξωτερικών. Προφανώς αυτή η δήλωση αναστάτωσε το μεγαλύτερο μέρος του λαού στην Αμερική αλλά και πολλά υψηλά στελέχη της πολιτικής σκηνής και του στρατού. Όταν κλήθηκε να αποδείξει τα λεγόμενά του μετά από πιέσεις, ο Μακάρθυ δεν μπορούσε να το κάνει και απλώς εξαπέλυε νέες κατηγορίες. Πολύ λίγο, όμως, τον ενδιέφερε. Την περίοδο εκείνη πάνω από 2000 κυβερνητικοί υπάλληλοι έχασαν αναίτια τη δουλειά τους από τις αβάσιμες κατηγορίες του Μακάρθυ.
Πλέον είχε γίνει αρκετά διάσημος, συγκέντρωσε μεγάλη υποστήριξη από ψηφοφόρους και συνέχιζε το έργο της καταπολέμησης του φαντάσματος του κομμουνισμού στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Στις εκλογές του 1952 οι Ρεπουμπλικανοί (όπου βρισκόταν ο Μακάρθυ) κερδίζουν τις εκλογές και ο Αϊζενχάουερ εκλέγεται Πρόεδρος. Ο «Μακαρθισμός» είχε πλέον καθιερωθεί στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ.
Τον Ιανουάριο του 1953 αναλάμβανε ως Πρόεδρος την Μόνιμη Υποεπιτροπή Ερευνών της Γερουσίας των ΗΠΑ. Κάπου εκεί ξεκινάει εξετάσεις σε υπηρεσίες, πρεσβείες και βιβλιοθήκες προκειμένου να εντοπίσει οτιδήποτε κομμουνιστικό, είτε αυτό ήταν κάποιο βιβλίο είτε κάποιος υπάλληλος. Οι ανακρίσεις του Μακάρθυ ήταν αρκετά σκληρές και με το πέρασμα των μηνών όλο και περισσότερες. Κανένας υπάλληλος των αμερικανικών υπηρεσιών δε θα μπορούσε να κοιμάται ήσυχος. Οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να του απαγγείλει αβάσιμες κατηγορίες, οι οποίες όμως θα του έκαναν μεγάλο κακό.
Από το «κυνήγι» του Μακάρθυ δεν θα ξέφευγαν ούτε οι προσωπικότητες των τεχνών και της διανόησης. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Ζιλ Ντασέν αποτελούσαν μερικά ονόματα τα οποία ήταν καταχωρημένα στη μαύρη λίστα της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων ως ύποπτοι κομμουνιστές. Με λίγα λόγια κυρίως από το 1952 έως το 1954 ο Τζόζεφ Μακάρθυ αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο στην αμερικανική κοινωνία. Μια απλή αναφορά στα δικαιώματα των εργατών ή μια απλή διαφωνία ενός πολιτικού στα λεγόμενα του Μακάρθυ θα τον καταστούσαν προδότη και θα έπρεπε να ανακριθεί ακόμα και να απολυθεί. Εκμεταλλευόμενος τον φόβο των πολιτών κατά του κομμουνισμού μπορούσε κατηγορήσει οποιονδήποτε άνθρωπο από τον Πρόεδρο μέχρι και έναν απλό υπάλληλο χωρίς ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο. Η δύναμη που είχε κερδίσει επηρέαζε ακόμα και τη βουλή των αντιπροσώπων.
Στα μέσα, όμως, του 1954 και αφού μυστικές υπηρεσίας είχαν ανακαλύψει όντως περιπτώσεις κομμουνιστικής διείσδυσης, ο Μακάρθυ φαινόταν όλο ένα πιο αχρείαστος και επικίνδυνος. Τον Απρίλιο με Ιούνιο του 1954 η ακροαματική διαδικασία στη Γερουσία στις κατηγορίες του Μακάρθυ για κομμουνιστές μέσα στον στρατό αποτέλεσε την αρχή του τέλους του. Εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούσαν την αποκαθήλωση του Μακάρθυ. Ο επικεφαλής σύμβουλος του στρατού, Τζόζεφ Γουέλτς, απάντησε στις κατηγορίες με τα εξής λόγια: «Δεν έχετε καμία αίσθηση αξιοπρέπειας, κύριε». Στις 2 Δεκεμβρίου του 1954 η Γερουσία καταδικάζει τον Μακάρθυ για απρεπή συμπεριφορά με τον τελευταίο να κατηγορεί ακόμα και τον πρώην Πρόεδρο της Αμερικής, Αϊζενχάουερ, για προδοσία.
Μετά από τρία χρόνια, ο Μακάρθυ θα φύγει από τη ζωή λόγω οξείας ηπατίτιδας που προκλήθηκε από τον αλκοολισμό του. Το κεφάλαιο του πιο επίφοβου ανθρώπου στην Αμερική του 1950 θα κλείσει. Ο «μακαρθισμός» της δεκαετίας εκείνης θα επηρεάσει καταλυτικά εκατομμύρια ανθρώπους, ΜΜΕ και πολιτικές. Σήμερα ο όρος αυτός ακούγεται σε ομιλίες πολιτικών και αναφέρεται στην πρακτική μαζικής απαγγελίας αβάσιμων κατηγοριών και πολιτικών διώξεων εναντίον ατόμων που θεωρείται ότι υπονομεύουν τα αγαθά του έθνους και τις περισσότερες φορές αποτελεί έναν όρο αρνητικά φορτισμένο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παύλος Δρανδάκης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τομ. Γ, Αθήνα
- Συλλογικό έργο, Ιστορία του 20ου αιώνα, τομ. 6ος, «Ο Μακάρθυ και ο διωγμός των κομμουνιστών», Εκδοτικός: Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα