Της Σοφίας Μάντη,
Το σύνδρομο Alagille αποτελεί μία σπάνια γενετική διαταραχή, η οποία προσβάλλει περίπου 1 στις 30.000 με 45.000 γεννήσεις. Θεωρητικά κληρονομείται με τον αυτοσωμικό επικρατή τύπο, που σημαίνει πως επαρκεί η κληρονόμηση ενός μεταλλαγμένου γονιδίου από τον ένα εκ των δύο γονέων για να εμφανιστεί η νόσος. Πρακτικά, η ασθένεια προκύπτει τις περισσότερες φορές de novo, προκαλείται, δηλαδή, από μια νέα μετάλλαξη στο έμβρυο που δεν υπήρχε στα γονεϊκά γονίδια.
Αιτιολογικά παρουσιάζεται γονοτυπική ετερογένεια, καθώς έχουν βρεθεί παραπάνω από ένα γονίδια που σχετίζονται με την εκδήλωση του συνδρόμου. Συνηθέστερα, η μετάλλαξη παρουσιάζεται στο γονίδιο της πρωτεΐνης Jagged-1 (JAG1) ή στο γονίδιο του υποδοχέα της Jagged-1 στα κύτταρα (NOTCH2), τα οποία συμμετέχουν σε μονοπάτια σηματοδότησης μεταξύ των κυττάρων. Βέβαια, υπάρχει και μεγάλη φαινοτυπική ετερογένεια, καθώς η διαταραχή μπορεί να παρουσιαστεί πολύ διαφορετικά μεταξύ των ασθενών, χωρίς αυτό να σχετίζεται με την εκάστοτε μετάλλαξη.
Συμπτώματα του συνδρόμου Alagille εμφανίζονται συνήθως στα πρώτα δύο έτη της ζωής. Η προσβολή είναι πολυοργανική, με συμμετοχή κυρίως του ήπατος, της καρδιάς, των νεφρών, των οστών και των ματιών -το σύνδρομο ονομάζεται εναλλακτικά και αρτηριοηπατική δυσπλασία. Το συνηθέστερο πρόβλημα προκύπτει λόγω της διαταραχής στα χοληφόρα αγγεία και της, κατά συνέπεια, αδυναμίας παροχέτευσης της χολής, με αποτέλεσμα την συσσώρευση της στο ήπαρ και την σταδιακή καταστροφή των ηπατικών κυττάρων.
Πιο συγκεκριμένα, οι συνηθέστερες εκδηλώσεις της νόσου είναι οι εξής:
- Ηπατική προσβολή: η στάση της χολής ενδοηπατικά εμφανίζεται με αύξηση των τιμών χοληστερόλης στο αίμα, ίκτερο (κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρου χιτώνα των οφθαλμών και των βλεννογόνων), κνησμό ή ξανθώματα (εναπόθεση κυττάρων γεμάτων λίπος κυρίως στο δέρμα). Η έκθεση των ηπατικών κυττάρων στη συσσωρευμένη χολή οδηγεί στην καταστροφή τους, με συνέπεια την πρόκληση κίρρωσης και την εκδήλωση ηπατικής ανεπάρκειας.
- Καρδιακές διαταραχές: εμφανίζονται στην πλειονότητα των ασθενών και περιλαμβάνουν την στένωση της πνευμονικής αρτηρίας (έως και την πλήρη εκδήλωση της τετραλογίας του Fallot), το μεσοκολπικό ή μεσοκοιλιακό έλλειμμα, τη στένωση της αορτικής βαλβίδας και τη στένωση του ισθμού της αορτής. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να γίνονται κλινικά αντιληπτές λόγω πρόκλησης φυσημάτων.
- Νεφρικές διαταραχές: εκδηλώνονται, μεταξύ άλλων, ως νεφρική σωληναριακή οξέωση ή παρουσιάζονται δομικές ανωμαλίες, όπως κύστες ή δυσπλασία. Μπορεί να παρατηρηθεί και έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας διαφόρου βαθμού.
- Σκελετικές ανωμαλίες: συχνότερα εμφανίζονται διαταραχές στους σπονδύλους ή παθολογικά κατάγματα στα μακρά οστά.
- Οφθαλμική προσβολή: μπορεί να παρατηρηθεί μια διαταραχή ονόματι «οπίσθιο εμβρυότοξο».
- Δυσμορφίες του προσώπου: χαρακτηριστικό θεωρείται το προσωπείο με τριγωνικό σχήμα και μυτερό πηγούνι, ευρύ μέτωπο, ευρεία ρινική βάση και μεγάλο μέγεθος των ώτων.
- Νευροαγγειακές διαταραχές: παρατηρούνται περιστασιακά ανευρύσματα στα εγκεφαλικά αγγεία, που μπορεί να προδιαθέτουν σε εγκεφαλικά επεισόδια.
Στις εκδηλώσεις του συνδρόμου ανήκουν και τα αποτελέσματα της απουσίας της χολής από τη διαδικασία της απορρόφησης θρεπτικών συστατικών, καθώς παρεμποδίζεται η παροχέτευση της στο έντερο. Φυσιολογικά, η χολή συμμετέχει στην απορρόφηση του λίπους και των βιταμινών Α,D,E και K. Στο σύνδρομο, επομένως, μπορεί να παρατηρηθούν οι επιπτώσεις των ελλείψεων τους, με εμφάνιση νυκταλωπίας, αιμορραγικής διάθεσης, στεατόρροιας και οστεομαλακίας ή και μιας γενικότερης καθυστέρησης στη σωματική αύξηση.
Στη διάγνωση του συνδρόμου συμμετέχουν πολλές ειδικότητες και επιστρατεύονται διάφορα μέσα, όπως η ηπατική βιοψία, καρδιολογικές και οφθαλμολογικές εξετάσεις, ακτινογραφίες της σπονδυλικής στήλης, υπερηχογράφημα κοιλίας, έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας και γενετικός έλεγχος. Εφόσον δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για τη νόσο, ο προγεννητικός έλεγχος θα βοηθούσε στον οικογενειακό προγραμματισμό, αφού οι γονείς μπορούν να ενημερωθούν εγκαίρως και να λάβουν τις αντίστοιχες αποφάσεις.
Η επιλογή των μέσων αντιμετώπισης προσαρμόζεται ανάλογα με τον ασθενή, την ηλικία του, τις συννοσηρότητες του, το προσδόκιμο επιβίωσης και τις επιθυμίες του. Ανάλογα με το πάσχον όργανο και την σοβαρότητα της προσβολής, η θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική ή χειρουργική. Σε περίπτωση οργανικής ανεπάρκειας, πιθανή εναλλακτική είναι και η μεταμόσχευση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Alagille syndrome, Johns Hopkins Medicine. Διαθέσιμο εδώ
- Alagille syndrome, NIH. Διαθέσιμο εδώ
- Alagille syndrome, NORD. Διαθέσιμο εδώ