Του Θανάση Λέφα,
Όπως είναι γνωστό, η μετάβαση στον δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό πραγματώνεται με το ένδικο μέσο της εφέσεως. Έφεση είναι εκείνο το τακτικό ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος που έχει έννομο συμφέρον προσβάλλει την πρωτοβάθμια απόφαση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Μέσω της εφέσεως επιτυγχάνεται πλήρης επανέλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τόσο πραγματικός όσο και νομικός. Με την άσκηση της εφέσεως συνδέονται τρία πολύ σημαντικά αποτελέσματα: 1) το ανασταλτικό, 2) το μεταβιβαστικό και 3) το επικοινωτικό. Παρακάτω, θα εξετάσουμε αναλυτικά το κάθε ένα από αυτά.
Ανασταλτικό αποτέλεσμα
Ανασταλτικό αποτέλεσμα σημαίνει ότι τόσο η άσκηση της εφέσεως όσο και η προθεσμία άσκησής της συνεπάγονται αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως και επέλευσης οποιασδήποτε άλλης έννομης συνέπειας (δεδικασμένο, διαπλαστική ενέργεια). Απαραίτητη προϋπόθεση επέλευσης του αποτελέσματος αυτού είναι η προσήκουσα και εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα αποτελεί συνακόλουθο του μεταβιβαστικού, δηλαδή εμποδίζεται καταρχήν η εκτέλεση μόνο των κεφαλαίων που μεταβιβάστηκαν στο εφετείο. Επομένως, μη προσβληθέντα κεφάλαια μπορούν να εκτελεστούν κανονικά εκτός αν πρόκειται για κεφάλαια που συνέχονται αναγκαίως με τα προσβληθέντα. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της εφέσεως άλλως έως την περάτωση της δευτεροβάθμιας δίκης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (521 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα
Κατά το 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο εφετείο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Επομένως, κατά την ειδική εκδήλωση της αρχής της διαθέσεως που ισχύει και στην πρωτοβάθμια δίκη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να εξαφανίσει την πρωτοβάθμια απόφαση μόνο ως προς εκείνες τις διατάξεις, την εξαφάνιση των οποίων ζήτησε ο εκκαλών. Οριοθετείται, έτσι, το αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης. Καθοριστικός παράγοντας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος είναι το αίτημα της εφέσεως, καθώς από αυτό εξαρτάται η έκταση προσβολής της αποφάσεως. Επίσης, η απόφαση μπορεί να εξαφανισθεί, μόνο για τους λόγους στους οποίους στήριξε το αίτημά του ο εκκαλών.
Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα έχουμε όταν εξετάζεται το νόμω βάσιμο της αγωγής. Εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως –όπως ακριβώς και το πρωτοβάθμιο– το νόμω βάσιμο της αγωγής, εφόσον βεβαίως η απόρριψή της ζητείται για άλλο λόγο. Επί περισσότερων κεφαλαίων, προκειμένου να εξεταστούν όλα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, πρέπει η έφεση να στρέφεται εναντίον όλων. Άλλως, ως προς τα μη προσβληθέντα κεφάλαια, η πρωτόδικη απόφαση τελεσιδικεί, ενώ και στην περίπτωση της απλής ομοδικίας, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα περιορίζεται μόνο στον απλό ομόδικο που άσκησε έφεση σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην αναγκαία ομοδικία.
Γενική αρχή αποτελεί το γεγονός, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τα συμφέροντα του εκκαλούντος παρά μόνο αν ασκήθηκε από τον εφεσίβλητο αντίθετη έφεση ή αντέφεση (536 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η εν λόγω, όμως, αρχή κάμπτεται όταν το εφετείο παραδεχθεί έναν λόγο εφέσεως ως βάσιμο, εξαφανίσει την απόφαση και επανεκδικάσει την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Τέλος, ένα ενδιαφέρον ζήτημα αναφύεται όταν το αίτημα της αγωγής στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις ή σε μια κύρια και μια επικουρική.
Έτσι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτή τη μια και απορρίψει τις υπόλοιπες, το εφετείο που θα απορρίψει την αγωγή κατά τη βάση που έγινε δεκτή, δεν έχει εξουσία να εξετάσει και τις υπόλοιπες. Αν, τώρα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την κύρια βάση και έκανε δεκτή την επικουρική, η έφεση του ηττημένου εναγομένου δεν μεταβιβάζει και την απορριφθείσα κύρια βάση στο εφετείο. Η μεταβίβαση αυτή θα γίνει, μόνο αν ασκηθεί επικουρική έφεση ή αντέφεση από την πλευρά του νικητή ενάγοντος. Ανάλογα ισχύουν και επί απορρίψεως της επικουρικής.
Επικοινωτικό αποτέλεσμα
Το τρίτο αυτό αποτέλεσμα της έφεσης δίνει τη δυνατότητα στον εφεσίβλητο να ζητήσει τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως υπέρ αυτού. Το ιδιόμορφο αυτό ένδικο βοήθημα άμυνας, όπως το χαρακτηρίζει η Ολομέλεια του Ακυρωτικού, προϋποθέτει: 1) προηγούμενη παραδεκτή άσκηση εφέσεως, 2) νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον, 3) νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση και 4) προσβολή μόνο των κεφαλαίων που προσβάλλονται με την έφεση και των αναγκαίως συνεχόμενων με αυτά (523 ΚΠολΔ).
Σημαντικό είναι να αναφερθεί, ότι η αντέφεση είναι παρεπόμενο της εφέσεως διαδικαστικό μόρφωμα, καθώς είναι απαραίτητη η άσκηση εφέσεως, ενώ και η απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης συνεπάγεται και την απόρριψη της αντεφέσεως. Επιπρόσθετα, πέρα από τον εφεσίβλητο, νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει αντέφεση και ο προσθέτως παρεμβαίνων υπέρ αυτού. Ο τρόπος ασκήσεως της αντεφέσεως προβλέπεται στο άρθρο 523 ΚΠολΔ, όπου αναφέρεται πως απαιτείται ιδιαίτερο δικόγραφο, ενώ υποχρεωτική είναι και η συνεκδίκαση έφεσης και αντέφεσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018.