Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Σήμερα συμπληρώνονται 50 χρόνια από την ολοκλήρωση της επιχείρησης του Αττίλα ΙΙ, με την οποία καταλήφθηκε το 36% των εδαφών της Κύπρου από τις τουρκικές δυνάμεις. Η Κυπριακή τραγωδία έχει μπει στο επίκεντρο πολλών ερευνητών από διάφορους κλάδους, με σκοπό τη σκιαγράφηση των δραματικών γεγονότων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν της εισβολής στη μεγαλόνησο.
Μια νέα συμβολή που έρχεται να φωτίσει τον ρόλο των ιθυνόντων και τα πεπραγμένα τους αποτελεί το βιβλίο του Βασίλη Κ. Φούσκα Το Μελάνωμα της Κύπρου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο. Ο συγγραφέας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου, ενώ κατέχει και τη θέση του Διευθυντή του ερευνητικού κέντρου για τη μελέτη των Κρατών, Αγορών και Λαών. Επίσης, κατά το 1998 ίδρυσε το ακαδημαϊκό περιοδικό για τη μελέτη των σύγχρονων διεθνών σχέσεων και της ιστορίας “Journal of Balkan and Near Eastern Studies”, το οποίο και διευθύνει. Διαθέτει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, το οποίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (ανάμεσα στα άλλα σε κινέζικα, ιαπωνικά, τουρκικά κ.ά.) και τέλος είναι μέλος του δικτύου «Πανελλήνιοι Διάλογοι».
Η μελέτη, λοιπόν, του Βασίλη Φούσκα στρέφεται στο ακανθώδες ζήτημα του Κυπριακού, παρέχοντας μια νέα οπτική για τον τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση ο πολιτικός κόσμος της εποχής. Αρχικά, όμως, παρέχεται μια ουσιώδης και χρήσιμη αφήγηση γύρω από τα γεγονότα που προηγήθηκαν της εισβολής, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη μια σφαιρική εικόνα για την εξέλιξη που είχε μέσα στον χρόνο η ιστορία. Για αυτόν τον λόγο γυρίζουμε πίσω στην εποχή της Συνθήκης της Λωζάνης, βάσει της οποίος στο άρθρο 16 η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα πάνω στην Κύπρο, για να φτάσουμε αργότερα στη σταδιακή αύξηση των απαιτήσεων επί της νήσου, ειδικότερα κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1950, όπου βλέπουμε την τουρκική στρατηγική που αναπτύσσεται.
Έπειτα, επικεντρώνεται στις διαβουλεύσεις που άρχισαν να πραγματοποιούνται κατά τη δεκαετία του 1960, οπότε αρχίζουν να εμπλέκονται και οι ΗΠΑ μέσω του Υπουργού Εξωτερικών τους, Τζωρτζ Μπωλ. Τότε επιδιωκόταν να βρεθεί μια λύση για την επίλυση του Κυπριακού μέσω της Νατοϊκής Συμμαχίας, μια τέτοια παρέμβαση, ωστόσο, έβρισκε αντίθετο τον Πρόεδρο της Κύπρου Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύονται οι διπλωματικές διεργασίες –μυστικές και μη– ανάμεσα στις εμπλεκόμενες χώρες (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία και ΗΠΑ). Τα πράγματα επιδεινώθηκαν όταν στην Ελλάδα καταλύθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα και επιβλήθηκε δικτατορίκο καθεστώς τον Απρίλιο του ΄67 από Έλληνες στρατιωτικούς.
Μέσα στα πρώτα χρόνια, ο επικεφαλής του πραξικοπήματος, Γεώργιος Παπαδόπουλος, θέλησε να ανατρέψει τον Μακάριο τουλάχιστον δύο φορές, αλλά τελικά δεν το πέτυχε. Η κατάσταση θα εκτραχυνθεί όταν τα ηνία θα αναλάβει ο Δημήτρης Ιωαννίδης, επιχειρώντας κι αυτός να αποτρέψει τον Πρόεδρο της Κύπρου, με αποτέλεσμα να δοθεί η πρόφαση στην τουρκική πλευρά να ισχυριστεί πως θίγονται τα δικαιώματα της μειονότητας των Τουρκοκυπρίων, οδηγώντας στην εκτέλεση του καταστροφικού για το νησί σχεδίου «Αττίλας Ι», με την απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων. Το γεγονός αυτό θα σημάνει την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, με την έλευση των πολιτικών δυνάμεων.
Έπειτα, παρουσιάζονται οι προσπάθειες διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις εμπλεκόμενες χώρες για την εύρεση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης. Οι συνομιλίες θα μεταφερθούν στη Γενεύη της Ελβετίας και θα πραγματοποιηθούν σε δύο φάσεις (Γενεύη Ι και ΙΙ), αλλά τελικά θα καταρρεύσουν και σχεδόν 20 μέρες μετά από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα θα μπει σε εφαρμογή μια δεύτερη επίθεση στην Κύπρο μέσω του «Αττίλα ΙΙ», με αποτέλεσμα την κατάληψη του 37% του εδάφους της νήσου, μια κατάσταση που ισχύει μέχρι τις μέρες μας.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε πως το βιβλίο εξετάζει και τις πολιτικές που ακολούθησε η ελληνική πλευρά σχετικά με τα γεγονότα, προσφέροντας μια νέα ερμηνεία για τις ευθύνες των ιθυνόντων της εποχής, μέσα από μια συστηματική και τεκμηριωμένη μελέτη σε βρετανικά, αμερικάνικα, τουρκικά, σοβιετικά και φυσικά ελληνικά αρχεία.