Της Έλενας Μπασατή,
Οι Μαργαρίτες της Βέρας Χιτίλοβα αποτελούν ένα επαναστατικό κάλεσμα που αναστάτωσε την Τσεχοσλοβακία της δεκαετίας του 1960, προκαλώντας «θύελλα» αντιδράσεων στο αυταρχικό κομμουνιστικό καθεστώς της εποχής. Η ταινία, που κυκλοφόρησε το 1966, αναγνωρίζεται σήμερα ως κλασικό δείγμα του Τσέχικου Νέου Κύματος, αλλά και ως ένα τολμηρό εγχείρημα που αντέτεινε το κατεστημένο με τα αντιπατριαρχικά της μηνύματα, τις σουρεαλιστικές σκηνές και το καυστικό χιούμορ.
Ο τίτλος της ταινίας, αν και αντλημένος από το λουλούδι που συμβολίζει την αγνότητα, την αθωότητα και την παιδικότητα, παραμένει άλλο ένα ειρωνικό στοιχείο, καθώς οι πρωταγωνίστριες είναι οτιδήποτε άλλο παρά αθώες. Οι δύο Μαρί μοιράζονται το ίδιο όνομα και μια κοινή επιθυμία να προκαλέσουν χάος και να διαταράξουν το περιβάλλον γύρω τους. Υιοθετούν μια στάση ζωής που συνοψίζεται στην απλή, αλλά διαπεραστική ερώτηση «Αν όλος ο κόσμος είναι κακός, γιατί να μην είμαστε κι εμείς;». Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειές τους, όπου οι Μαρί αναλαμβάνουν δράσεις που αποκαλύπτουν μια αταξία και αναρχία σχεδόν επαναστατική. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, οι δύο γυναίκες συμμετέχουν σε δραστηριότητες που εκφράζουν την πλήρη αποδοχή της αναρχίας και της ανατροπής των κοινωνικών κανόνων.
Η Χιτίλοβα χρησιμοποιεί τη μεταφορά της «μαριονέττας», για να αναδείξει τα στερεότυπα που περιορίζουν το γυναικείο φύλο σε έναν παθητικό και σιωπηλό ρόλο. Οι πρωταγωνίστριες, ελευθερωμένες από τα «σχοινιά» του πατριαρχικού καθεστώτος, επιδίδονται σε παράλογες και αναρχικές δραστηριότητες. Η αίσθηση της ελευθερίας τους εκδηλώνεται μέσα από σκηνές που συνδυάζουν το σουρεαλισμό με την κοινωνική κριτική.
Στις εμβληματικές σκηνές της ταινίας, οι Μαρί βγαίνουν για δείπνο με ευκατάστατους άνδρες και αφού απολαμβάνουν με λαιμαργία μεγάλες ποσότητες φαγητού, τους εγκαταλείπουν στο τρένο, δραπετεύοντας από αυτό με πανηγυρισμούς. Δεν περιορίζονται μόνο στην εξαπάτηση των ραντεβού τους, αλλά δημιουργούν πανικό σε δημόσιους χώρους, βάζουν φωτιές και περί ορέξεως καταναλώνουν χαρτί που απεικονίζει φαγητό, όσο ένας ακόμη άνδρας κάνει σε μία από αυτές ερωτική εξομολόγηση μέσω τηλεφώνου – μια σκηνή που αποτυπώνει την πλήρη αδιαφορία τους για τις κοινωνικές προσδοκίες και την υποτιθέμενη σοβαρότητα των αρσενικών εξομολογήσεων.
Η Χιτίλοβα, με μια ανεπανάληπτη ικανότητα να συνδυάζει το χιούμορ με τη σάτιρα, ανατρέπει τις κοινωνικές και ηθικές αξίες. Η ταινία Μαργαρίτες δεν αρκείται μόνο στην καταγραφή των ενεργειών των πρωταγωνιστριών, αλλά προχωρά σε μια συστηματική διάλυση της γραμμικής αφήγησης, χρησιμοποιώντας την καταστροφή ως μορφή δημιουργικής έκφρασης. Η εναλλαγή των χρωμάτων και η αποδόμηση της συνεκτικότητας της εικόνας τονίζουν τη διάθεση της Χιτίλοβα να αμφισβητήσει το καθιερωμένο.
Η τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου οι Μαρί εισβάλλουν σε ένα πολυτελές τραπέζι που έχει προετοιμαστεί για υψηλόβαθμους αξιωματικούς του στρατού πιθανότατα, καταλήγει να είναι το αποκορύφωμα της επαναστατικής τους διάθεσης. Η σκηνή αποτυπώνει μια αντισυμβατική και σαρκαστική προσέγγιση στην κοινωνική ευπρέπεια και τη διαχείριση της εξουσίας. Μετά την απολαυστική καταστροφή του γεύματος, οι Μαρί αναλαμβάνουν να «διορθώσουν» το χάος που προκάλεσαν με μια σειρά από ανατρεπτικές ενέργειες. Φορώντας εφημερίδες και αναπαριστώντας με επιτηδευμένη αθωότητα τη «συντήρηση» της τάξης, οι Μαρί ανατρέπουν την έννοια της οργάνωσης και της ευπρέπειας με μια παρωδιακή τελετουργία.
Η τελική αυτή σκηνή δεν είναι απλώς μια επιβεβαίωση της αναρχικής τους φιλοσοφίας αλλά και μια καυστική κριτική προς την υψηλή στρατιωτική και κοινωνική ιεραρχία, που συχνά συνδέεται με την τυπικότητα και την αυστηρότητα. Η εικόνα του αναρχικού και καταστροφικού παιχνιδιού τους, που εκτυλίσσεται πάνω στο τραπέζι των αξιωματικών, αντιπαρατίθεται με την αυστηρότητα του στρατιωτικού κόσμου, δημιουργώντας ένα σχόλιο για τη διαφθορά και την απολυταρχία. Το έργο της Χιτίλοβα υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ της αυστηρής και απολυταρχικής κοινωνίας και της επαναστατικής ελευθερίας των ηδονικών ηρωίδων της.
Η ταινία κλείνει με μια αίσθηση γελοιοποίησης της έννοιας της παραγωγικότητας και της κοινωνικής ευπρέπειας. Οι Μαρί, επιδεικνύοντας μια σχεδόν αυτοσαρκαστική ευχαρίστηση για την εργασία τους, τελικά καταλήγουν ξαπλωμένες πάνω στο τραπέζι, κάτω από έναν τεράστιο πολυέλαιο. Η διαβεβαίωση της ευτυχίας τους μέσω της ψευδούς ευχαρίστησης αναδεικνύει την αποδοχή της αταξίας και της ελευθερίας ως μέσου αντίστασης στις κοινωνικές επιταγές. Το φινάλε της ταινίας δεν είναι απλώς η ολοκλήρωση της αναρχικής περιπέτειας, αλλά και μια δυναμική δήλωση για την αξία της προσωπικής ελευθερίας και της επαναστατικής χαράς απέναντι στην καταπιεστική εξουσία. Οι Μαρί αναδεικνύουν την αποδοχή της ελευθερίας και της αναρχίας ως ένα εργαλείο αντίστασης απέναντι στις καταπιεστικές κοινωνικές δομές, προσφέροντας μια προοδευτική, φεμινιστική και αντισυμβατική αναπαράσταση της γυναικείας ταυτότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Daisies»: Το αντιεξουσιαστικό αριστούργημα της Βέρα Χιτίλοβα που προκάλεσε και πολεμήθηκε όσο λίγα, cinobo.com, διαθέσιμο εδώ
- PERFECT CHAOS: VERA CHYTILOVÁ’S SEDMIKRÁSKY (DAISIES), artforum.com, διαθέσιμο εδώ