Της Μαρίας Αλευρομαγείρου,
1908: Γεννήθηκε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του περασμένου αιώνα, που με την υποκριτική του δεινότητα σφράγισε το ελληνικό θέατρο και τα πρώτα βήματα του κινηματογράφου, ενώ συνεργάστηκε και με εφάμιλλος καλλιτέχνες της εποχής του. Το πρόσωπο αυτό άκουγε στο όνομα Μάνος Κατράκης, ένα από τα ιερά τέρατα της υποκριτικής τέχνης.
Ήρθε στη ζωή μια μέρα σαν σήμερα πριν από 116 χρόνια στο Καστέλι Κισσάμου, στην Κρήτη, και ήταν γιος του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης και το μικρότερο από τα πέντε παιδιά τους. Οι δυσκολίες της ζωής ανάγκασαν την οικογένεια να εγκαταλείψει τον τόπο τους –πριν ακόμη ο νεαρός Μάνος κλείσει τα 10 του χρόνια– και να μεταβούν στην πρωτεύουσα προς αναζήτηση καλύτερης επαγγελματικής διεξόδου για τον σκληρά εργαζόμενο πατέρα. Από μικρός είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για το ποδόσφαιρο, παίζοντας στις ομάδες του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό», αλλά από νωρίς χρειάστηκε να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, μιας που ο πατέρας του πραγματοποιούσε όλο και πιο συχνά μακρινά ταξίδια, ενώ ο μεγάλος του αδελφός είχε ξενιτευτεί στην Αμερική.
Ωστόσο, όπως έδειξε η ιστορία, ο χώρος του θεάτρου έμελλε να τον σαγηνεύσει και έτσι πραγματοποίησε τα πρώτα του βήματα στη σκηνή το 1927, δίχως να έχει παρακολουθήσει κάποια σχολή, αλλά εκπέμποντας απλά το πηγαίο του ταλέντο. Σύντομα θα έρθει και η αναγνώριση, όταν ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα τον ανακαλύψει και θα του δώσει έναν ρόλο στη βουβή ταινία Το λάβαρο του ´21, που προβλήθηκε το 1928. Παράλληλα, κάνει και τα πρώτα του βήματα στο θέατρο μέσω διαφόρων θιάσων, με βασικότερους αυτούς του Ανδρέα Παντόπουλου που έφερε το όνομα «Θίασος Νέων», καθώς και στον «Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής» της Μαρίκας Κοτοπούλη. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄30 καταφέρνει να μπει και στο νεοϊδρυθέν Εθνικό Θέατρο.
Την ίδια περίοδο αρχίζουν οι μεγάλοι ρόλοι για το θέατρο και η αναγνώριση από το κοινό και τους συναδέλφους του, με τις παραστάσεις να ακολουθούν η μια την άλλη. Ωστόσο, οι μαύρες σελίδες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέστειλαν προσωρινά την πορεία του, με τον ίδιο να πολεμάει στο μέτωπο, ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Μέσα στο 1943 καταφέρνει να αναδειχθεί Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και με τη δράση του θα συμβάλλει στη δημιουργία του του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης. Τα βάσανά του, όμως, δεν τελείωσαν εδώ. Αργότερα, όταν του ζητήθηκε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών» αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να υποστεί σκληρά βασανιστήρια και να εξοριστεί στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη για περίπου μια επταετία. Η επιστροφή του, όμως, στην Αθήνα δεν θα σημάνει το τέλος των δυσκολιών, καθώς λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων θα βρεθεί στο περιθώριο και με μικρούς ρόλος.
Σταδιακά αρχίζει να επανέρχεται στο προσκήνιο και το 1952 πρωταγωνιστεί στην παράσταση του «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον θίασο του Λίνου Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα. Στα μέσα της δεκαετίας, μάλιστα, καταφέρνει να θεμελιώσει τον δικό του θίασο. Αλλά η τέχνη κυλούσε μέσα του και αυτό φαίνεται και από τις άλλες ενασχολήσεις του, καθώς καταπιάστηκε τόσο με το σκίτσο όσο και με την ποίηση.
Σε προσωπικό επίπεδο παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη ήταν σε ηλικία 25 ετών με την ηθοποιό Άννα Λώρη, αλλά η σχέση τους δεν θα μακροημερεύσει. Αργότερα, κατά την Κατοχή παντρεύεται τη Νένα Βρακοτσώλη, η οποία θα μείνει έγκυος, αλλά, δυστυχώς, δεν θα γεννήσει τα δίδυμα που κυοφορούσε, καθώς στον όγδοο μήνα της κύησης θα τα χάσει. Έπειτα, η τελευταία του σύζυγος ήταν η Λίντα Άλμα, με την οποία θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το τέλος του θα έρθει λίγο μετά από την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας του ταινίας, Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Έπειτα από μια μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα, έχασε τη ζωή του στις 2 Σεπτεμβρίου 1984 σε ηλικία 76 ετών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ