Της Μαρίας Σαράφη,
Κυριακή απόγευμα, σε ένα πεζούλι μιας παλιάς γειτονιάς, δυο άνθρωποι:
-Μαύρο, ένα ατελείωτο μαύρο, τόσο έντονο που σε ζαλίζει, σε ξεγελάει, σου δίνει την ψευδαίσθηση πως ίσως κάποια εικόνα θα φανεί. Άγχος και ανάσες βαριές που ακούγονται περισσότερο, όταν τα μάτια είναι κλειστά. Ένα ρίγος και ένα σφίξιμο πιο έντονο στους μύες του προσώπου. Περιέργεια για τον κόσμο και ανυπομονησία να ξεκολλήσουν τα βλέφαρα, να μπει φως. Μαντήλι δεμένο στο κεφάλι και γύρω από τα μάτια, φτιαγμένο από ύφασμα χοντρό και τυλιγμένο καλά, ώστε να εμποδίζει την όραση. Παντζούρια χαμηλωμένα, πόρτες και παράθυρα κλειστά, τέσσερεις τοίχοι και ένας διακόπτης κατεβασμένος. Χέρια από εδώ και από εκεί σαν καράβια χαμένα στο ωκεανό χωρίς πυξίδα. Άγνωστο. Ήχοι χαμηλοί, υψηλοί, συνεχείς, διακοπτόμενοι, ενοχλητικοί, τρομακτικοί, απότομοι. Φιγούρες από έναν άλλο κόσμο, με σώματα μακρόστενα ή πλατιά, πρόσωπα παραμορφωμένα, χωρίς μάτια ή δόντια, και χέρια μακριά που εκτείνονται μέχρι τον λαιμό σου για να σε πνίξουν. Φόβος, πολύς φόβος για το τι υπάρχει τριγύρω, για το πώς πρέπει να κινηθείς και ποια λάθη πρέπει να αποφύγεις. Κίνδυνος που παραμονεύει και πόνος που περιμένει να τον αισθανθείς. Ένα λάθος βήμα θα σε οδηγήσει στα δίχτυα τους.
Έπειτα είναι και εκείνο το σκοτάδι, που δε χρειάζεται να κλείσεις τα μάτια για να το δεις, ούτε μαντήλι να εμποδίζει την όρασή σου. Αυτό το σκοτάδι ζει μέσα σου και παίρνει σχήμα και μορφή με κάθε σκέψη μαύρη. Ούτε το φως είναι ικανό να διαπεράσει αυτό το σκοτάδι, η ισχύς της δύναμης του αντλείται από την θέληση και την ελπίδα που έχουν πια χαθεί. Ένα σκοτάδι φτιαγμένο από τσιμέντο και τούβλα στοιβαγμένα στο στήθος σου, δυσκολεύοντας την αναπνοή σου, μαθαίνοντας στα πνευμόνια σου να προσπαθούν λιγότερο. Ένα σκοτάδι βαρύ, τυλιγμένο σε ένα σάκο, που σέρνεις ξοπίσω σου ή κουβαλάς χρόνους ολόκληρους στην πλάτη, καμπουριάζοντας και παραλύοντας το σώμα σου. Ένα σκοτάδι που σου κλείνει τα αυτιά και το στόμα, σου θολώνει την όραση, σε αρρωσταίνει και σιγά σιγά σε καταστρέφει, ξεκινώντας από μέσα.
Εσύ; Τι σημαίνει για εσένα το σκοτάδι;
-Το δικό μου σκοτάδι είναι πολύ διαφορετικό, είναι η διαδρομή προς το φως. Πάντα κάπου στο βάθος υπάρχει διέξοδος, αρκεί να βαδίζεις γρήγορα και να θέλεις να τη βρεις. Το σκοτάδι μου είναι και αυτό μαύρο, άλλα όχι πάντα το ίδιο έντονο. Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις του, αναλόγως την απόσταση από μια φωτεινή πηγή ένα παράθυρο, μια πόρτα, μια λάμπα, τον ίδιο τον ήλιο, ακόμη και έναν άνθρωπο. Είναι ένας καμβάς, αχρησιμοποίητος, κενός. Ένας μαύρος καμβάς, άδειος, έτοιμος να δεχτεί το πινέλο της φαντασίας μου. Και τότε το σκοτάδι μου χρωματίζεται, ζωντανεύει, δίνει μορφή στον κόσμο γύρω μου και στον κόσμο μέσα μου. Το πινέλο μου χαϊδεύει την επιφάνειά του, διαγράφοντας ευθείες και καμπύλες γραμμές που άλλοτε συναντώνται σχηματίζοντας τοπία, πρόσωπα, και αντικείμενα και άλλοτε, απλά αυξάνονται, χαράσσοντας για παράδειγμα τον ορίζοντα. Χέρια, υπάρχουν και στο δικό μου σκοτάδι, χέρια χαμένα, αδέσποτα, γεμάτα περιέργεια για το πώς θα μπορούσα να αισθανθώ εκείνο το πρόσωπο, εκείνη την εικόνα, εκείνο το άγνωστο. Ένα άγνωστο επικίνδυνο, ναι, αλλά ταυτόχρονα μαγικό, καλά κρυμμένο από την επιφάνεια, υπομονετικό και πρόθυμο να το ανακαλύψεις. Φωνές, πολλές φωνές ήρεμες, βαριές, τρομακτικές και μη. Μοναδικές φωνές που σε ταξιδεύουν σε μια άλλη υπόσταση αυτού του κόσμου, γράφουν στο κεφάλι σου μια ιστορία, όπως εσύ τη θες. Και αυτή η ιστορία μεγαλώνει, καθώς περνάνε τα χρόνια και μαζί τους αλλάζεις και εσύ, το σώμα σου ωριμάζει μαζί με το μυαλό. Τα μάτια, μόνο τα μάτια δε γερνάνε, παραμένουν τα ίδια από τη πρώτη στιγμή της παρουσία σου σε αυτόν τον πλανήτη. Το σχήμα, το χρώμα, οι λεπτομέρειες στο εσωτερικό, όλα παραμένουν τα ίδια μέχρι και εκείνη την τελευταία πνοή. Και σκέψου, εγώ δε κατάφερα ποτέ να τα χρησιμοποιήσω. Για εμένα το σκοτάδι είναι όλη μου η ζωή, είναι η βάση μου για δημιουργία.
Κυριακή απόγευμα, σε ένα πεζούλι μιας παλιάς γειτονιάς, δυο άνθρωποι και σκοτάδι. Μάλλον σκοτάδια, ένα σκοτάδι μαύρο, ένα βαθύτερο, εσωτερικό, ένα πολύχρωμο και φωτεινό και ένα σκοτάδι σαν πέπλο που σκέπαζε ολόκληρη την πόλη. Η ώρα είχε περάσει, η συζήτηση είχε φτάσει στο τέλος της, μια λέξη, εφτά γράμματα είχαν τσαλακωθεί και είχαν κατρακυλήσει επάνω και γύρω από δύο ανθρώπους. Είχαν πλαστεί και παραμορφωθεί, είχαν αποκτήσει την μορφή που εκείνοι επέλεξαν να τους δώσουν. Εσένα πώς μοιάζει το σκοτάδι σου;