Του Μάνου Πατρινιού,
Δίπλα στους «πρωτοκλασάτους» στοχαστές της Γαλλικής Επανάστασης, και γενικώς του Γαλλικού Διαφωτισμού, τον Ρουσσώ, τον Μοντεσκιέ, και τον Ντιντερό, ο Σιεγές βρίσκεται σε φανερά πιο μειονεκτική θέση, έστω όσον αφορά μονάχα τη φήμη του. Πάντως, παραμένει ένας από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς της περιόδου και ως εκ τούτου της παγκόσμιας ιστορίας έκτοτε. Ας τον γνωρίσουμε.
Ο Εμμανυέλ Ζοζέφ Σιεγές γεννήθηκε το 1748 στην πόλη Φρεζύς, της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Ήταν το πέμπτο παιδί σε οικογένεια ταπεινής καταγωγής και μεσαίου εισοδήματος, ενώ ο πατέρας του ήταν φοροεισπράκτορας. Ο μικρός Σιεγές έλαβε την πρώτη μόρφωσή του από ιδιωτικούς διδασκάλους και Ιησουίτες.
Το όνειρό του ήταν να γίνει ανώτερος στρατιωτικός, αλλά η εύθραυστη υγεία του μαζί με την ταπεινή καταγωγή του τον έστρεψαν σε μια ιερατική καριέρα, την οποία δεν πολυσυμπαθούσε. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, όπου και γνώρισε και επηρεάστηκε από στοχαστές όπως ο Χιουμ, ο Λοκ, ο Βολταίρος, ο Ρουσσώ. Εξαρχής, είχε επιδείξει περιφρόνηση για την κατεστημένη και συμβατική καθολική θεολογία, και ένα ενδιαφέρον για τα νέα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του. Στα 22 του, το 1770, απέκτησε το πρώτο του δίπλωμα θεολογίας, αποφοιτώντας τελευταίος στην τάξη του, αποδεικνύοντας το περιορισμένο ενδιαφέρον του για το αντικείμενο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1772 χειροτονήθηκε ιερέας· δύο ακόμα χρόνια αργότερα, το 1774, έλαβε δίπλωμα καθηγητή θεολογίας· το 1780 αναδείχθηκε μέγας βικάριος (βοηθός επισκόπου), ενώ το 1788 καγκελάριος της επισκοπής του Σαρτρ. Μετά από αυτά τα επιτεύγματα είχε βαλτώσει, καθότι η ανέλιξη για μη αριστοκράτες ή λοιπούς ευγενείς ήταν γεμάτη εμπόδια, κατά το Παλαιό Καθεστώς στην Γαλλία.
Όμως, κάτι πιο συνταρακτικό συνέβη το 1788: ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο ΙΣΤ’ πρότεινε την σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των Τάξεων. Τόσο αυτό το γεγονός, όσο και η πρόσκληση του Υπουργού Οικονομικών του Βασιλιά, Ζακ Νεκέρ, σε Γάλλους συγγραφείς να δημοσιεύσουν κείμενα γνώμης σχετικά με την οργάνωση της γαλλικής κοινωνίας στις τρεις κατεστημένες τάξεις και πώς αυτή η διαστρωμάτωση μπορεί να βελτιωθεί, οδήγησαν τον 40χρονο Σιεγές να δημοσιεύσει το πασίγνωστο πολιτικό του φυλλάδιο, ονόματι «Τι είναι η Τρίτη Τάξη;».
Ο φιλόσοφος μάς εισάγει εξαρχής στο θέμα της φυλλάδας: «Η δομή αυτού του κειμένου είναι αρκετά απλή. Θα διατυπώσουμε τρία ερωτήματα:
- Τι είναι η Τρίτη Τάξη; Το πάν.
- Τι ήταν μέχρι σήμερα στην πολιτική τάξη; Τίποτα.
- Τι απαιτεί; Να γίνει κάτι»
Κάθε ερώτημα είναι κι ένα κεφάλαιο, ωστόσο θα σταθώ μόνο στο πρώτο και κατ’ εμέ πιο διαχρονικό και ουσιαστικό μέχρι και σήμερα. Στο πρώτο, λοιπόν, κεφάλαιο, ο ριζοσπάστης κληρικός επιχειρηματολογεί υπέρ της θέσης ότι η Τρίτη Τάξη μόνη αποτελεί ένα “nation complète”, δηλαδή ένα πλήρες έθνος. Τα επιχειρήματά του είναι καταρχήν δύο και βασίζονται σε δύο διαφορετικούς ορισμούς του έθνους και της ευημερίας του.
Σύμφωνα με τον πρώτο, ορίζει ως προϋποθέσεις για την ευημερία του έθνους την ύπαρξη ιδιωτικών δραστηριοτήτων και δημόσιων λειτουργιών. Οι ιδιωτικές δραστηριότητες αναλύονται περαιτέρω σε κατ’ ουσίαν αυτά που ονομάζουμε σήμερα πρωτογενή και δευτερογενή τομέα παραγωγής, τομέα εμπόρων, και τριτογενή τομέα. Ο Σιεγές παρατηρεί ότι υπεύθυνη για την εκπλήρωση αυτών των απαραίτητων ιδιωτικών εργασιών είναι η Τρίτη Τάξη και αυτή μοναχά· οι αριστοκράτες δε λερώνουν τα χέρια τους με τέτοιες ποταπές ασχολίες.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και στα δημόσια λειτουργήματα (τον στρατό, την εκκλησία, την διοίκηση, και την δικαστική εξουσία) με την εξής διαφορά: δεκαεννιά στους είκοσι, όπως ο ίδιος γράφει, είναι μέλη της Τρίτης Τάξης και ασκούν όλα αυτά τα καθήκοντα που η αριστοκρατία θεωρεί υποδεέστερά της. Η άρχουσα τάξη, αν και μη παραγωγική αληθινά σε αυτούς τους τομείς, κρατά ως λάφυρά της τις υψηλότερες, τις πιο τιμητικές, τις πιο προσοδοφόρους θέσεις για την ίδια, αποκλείοντας τους πιο άξιους, πιο ικανούς, πιο αναγνωρισμένους για το έργο τους πολίτες εις βάρος του έθνους και του συμφέροντός του.
Συνεπώς, η Τρίτη Τάξη είναι σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό ένα πλήρες έθνος, που μπορεί και μόνο του, καθώς αυτό ασκεί κάθε απαραίτητο έργο της πολιτείας: είναι το Παν, αλλά ένα «δέσμιο» Παν. Χωρίς τις περιττές τάξεις θα ήταν και πάλι το Παν, αλλά το Παν ελεύθερο και ακμαίο. «Τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την Τρίτη Τάξη· τα πάντα, όμως, θα ήταν απείρως καλύτερα χωρίς τις άλλες δύο τάξεις».
Σύμφωνα με τον δεύτερο ορισμό, έθνος είναι «ένα σώμα κοινωνών οι οποίοι υπόκεινται σε κοινούς νόμους και εκπροσωπούνται από το ίδιο νομοθετικό σώμα». Ωστόσο, οι ευγενείς απολαμβάνουν προνόμια και παροχές από τα οποία αποκλείεται η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Έχοντας ως σημείο αναφοράς τον προαναφερθέντα ορισμό, οι ευγενείς δεν εντάσσονται στο ίδιο έθνος με τον πολύ λαό, αλλά συγκροτούν ένα δικό τους φαύλο, κίβδηλο, και παρασιτικό «έθνος» μέσα στο κατεξοχήν: λειτουργούν ως κράτος εν κράτει. Ως εκ τούτου, εξ ορισμού δεν μπορούν να ανήκουν στο έθνος και εντάσσονται μόνο αν χάσουν τα άδικα προνόμια.
Το σχετικά σύντομο αυτό δημοσίευμα των 127 σελίδων στάλθηκε στο τυπογραφείο τον Δεκέμβρη του 1788. Δημοσιεύθηκε, αρχικά ανώνυμο, στις αρχές του 1789, όμως ο ίδιος ο Σιεγές αποκάλυψε μερικούς μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα τον Μάη του ίδιου έτους, ότι ήταν ο ίδιος πράγματι ο συγγραφέας. Η φυλλάδα του τον έκανε ιδιαίτερα γνωστό και δημοφιλή, τυπώνοντας περισσότερα από 300.000 αντίτυπα. Η επιτυχία που γνώρισε το έργο του τον οδήγησε ακόμα στην Γενική Συνέλευση των Τάξεων ως εικοστό και τελευταίο αντιπρόσωπο της Τρίτης Τάξης, μολονότι η ιερατική του ιδιότητα του άφηνε περιθώριο να εκπροσωπήσει την Πρώτη Τάξη, τον Κλήρο.
Ο Σιεγές κατόρθωσε με το έργο αυτό να ριζοσπαστικοποιήσει πολιτικά έτι περαιτέρω την δυσαρέσκεια της Τρίτης Τάξης. Αρχικά, μέσω της φυλλάδας προπαγάνδισε πολύ προωθημένες αντιλήψεις για την αντιπροσώπευση. Συγκεκριμένα, απαίτησε —περίπου— αναλογική αντιπροσώπευση με γνώμονα τον πληθυσμό της κάθε Τάξης (στην ουσία ζήτησε οι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης να είναι ίσοι με τον αριθμό των άλλων δύο Τάξεων αθροιστικά, όχι ακριβώς αναλογική λοιπόν), και την ψήφο όχι κατά Τάξη —όπως πρωτύτερα συνέβαινε— αλλά κατά κεφαλή.
Ο Σιεγές, αναλύοντας τις αδικίες στην αντιπροσώπευση της Τρίτης Τάξης, κατάφερε να δημιουργήσει ενωτικό κλίμα και ομόνοια μεταξύ των εκπροσώπων της και τρομερή οργή προς την αριστοκρατία. Η συμβολή του στην Γαλλική Επανάσταση όμως δεν τελείωσε αμέσως μετά την δημοσίευση του φυλλαδίου. Τα αιτήματα για τα οποία μίλησε τέθηκαν στην Γενική Συνέλευση, αλλά δεν υπήρχε διάθεση —ίσως ούτε και τρόπος— να υλοποιηθούν πλήρως. Παραχωρήθηκε στην Τρίτη Τάξη το αίτημά της να διαθέτει ίσο αριθμό αντιπροσώπων με τις άλλες δύο Τάξεις συνολικά, αλλά διατηρήθηκε η ψήφος ανά Τάξεις, όχι ανά κεφαλή. Επομένως, η αυξημένη αντιπροσώπηση της Τρίτης Τάξης δεν ανταποκρίνονταν σε καμία πραγματική αλλαγή των δεδομένων ή της κατανομής ισχύος, κι έτσι η ενιαία Γενική Συνέλευση «έσπασε».
Η Τρίτη Τάξη αποχώρησε και άρχισε να συνεδριάζει μόνη της. Ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος της Τρίτης Τάξης τότε ο Σιεγές, απέστειλε κάλεσμα στους αντιπροσώπους των άλλων δύο Τάξεων να ενωθούν με την Τρίτη Τάξη και να συγκροτήσουν μαζί ένα σώμα που θα αντιπροσώπευε ένα ενωμένο και ενισχυμένο έθνος, του οποίου όλες οι δυνάμεις θα συνεισέφεραν στην ευημερία του. Το κάλεσμα ήταν συμβολικό, αλλά ο Σιεγές άφησε το υπονοούμενο πως όσοι αρνούνταν την πρόσκληση θα θεωρούνταν ότι δεν τηρούσαν πλήρως τις ευθύνες τους προς το έθνος. Κάμποσοι αριστοκράτες ευγενείς και κληρικοί, αλλά και απλοί χωρικοί ενώθηκαν με την Συνέλευση της Τρίτης Τάξης, η οποία δέχτηκε την πρόταση και πάλι του Σιεγές να μετονομαστεί σε “Assemblée Nationale”, τουτέστιν Εθνική Συνέλευση, η Συνέλευση όλου του Έθνους. Τα λοιπά είναι γνωστά για το ξέσπασμα της Επανάσταση.
Η Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να εκλέξει τον Σιεγές στην Συντακτική Επιτροπή της Επαναστάσεως. Υπηρετώντας σε αυτήν, υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν χρειάζεται να αναζητά την βασιλική συμφωνία σε όσα ψηφίζει. Μίλησε για ισότητα στην εκλογική δύναμη μεταξύ των πολιτών, μονοκαμεραλισμό (δηλαδή ένα νομοθετικό σώμα να ασκεί όλη την νομοθετική εξουσία), και την κατάργηση του βασιλικού βέτο στις αποφάσεις του νομοθετικού σώματος. Πίστευε ότι οι αντιπρόσωποι έπρεπε να είναι ανεξάρτητοι και ανεπηρέαστοι τόσο από τον Βασιλιά, όσο και από τους εκλογείς: εκλέγονται ως πληρεξούσιοι του έθνους και πρέπει να υπηρετούν τα συμφέροντά του σύμφωνα με την κρίση τους, ενώ δεν λογοδοτούν στον λαό.
Ο Σιεγές δεν σταμάτησε την πολιτική και νομοθετική του σταδιοδρομία εδώ. Υπηρέτησε ως Πρόεδρος της Συντακτικής Επιτροπής, στάλθηκε σε διπλωματική αποστολή στην Χάγη, έγινε Πρόεδρος του Διευθυντηρίου μέχρι να ανατραπεί από τον Ναπολέοντα. Μετά, ο Ναπολέων τον έκανε Δεύτερο Ύπατο της Γαλλικής Πολιτείας, με τον ίδιο Πρώτο και τον Πιέρ-Ροζέ Ντυκό Τρίτο.
Παρά το ενδιαφέρον του για τα δημόσια πράγματα και την ισότητα των πολιτών, υπήρξε ένας άνθρωπος ψυχρός και ματαιόδοξος σύμφωνα με τους σύγχρονούς του. Δεν βρήκε γυναίκα, δεν απέκτησε παιδιά. Πέθανε μόνος στο Παρίσι το 1836 σε ηλικία 88 ετών. Μένει όμως ζωντανό ακόμα το πάθος του για ελευθερία και ισότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Emmanuel Joseph Sieyès (2016), «Τι είναι η Τρίτη Τάξη», Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση.
- Emmanuel-Joseph Sieyès, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ.
- Η πτώση του Παλαιού Καθεστώτος στη Γαλλία του 18ου αιώνα, offlinepost.gr, Διαθέσιμο εδώ