8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΥποκλοπές και Κυβέρνηση Μητσοτάκη: Ένα σκοτεινό χρονικό που σκιάζει τη Δημοκρατία

Υποκλοπές και Κυβέρνηση Μητσοτάκη: Ένα σκοτεινό χρονικό που σκιάζει τη Δημοκρατία


Της Βαΐας Σταυρίδου,

Το ζήτημα των υποκλοπών στην Ελλάδα, με πρωταγωνίστρια την Κυβέρνηση Μητσοτάκη, αποτελεί, ίσως, την πιο μελανή σελίδα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της χώρας. Το σκάνδαλο αυτό, που έχει πλέον αγγίξει κορυφαία στελέχη και θεσμούς, αποκαλύπτει μια συστηματική προσπάθεια παρακολούθησης πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων, η οποία εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ποιότητα της Δημοκρατίας και το κράτος Δικαίου στην Ελλάδα. Ακολουθεί μια λεπτομερής ανασκόπηση των γεγονότων, των θέσεων που διατυπώθηκαν από τα κύρια πολιτικά στρατόπεδα και οι βαθύτερες πολιτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν την υπόθεση.

Οι πρώτες αποκαλύψεις για τις υποκλοπές ήρθαν στο φως το καλοκαίρι του 2022, όταν οι ερευνητικοί δημοσιογράφοι και οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου άρχισαν να εντοπίζουν κρούσματα παρακολούθησης τηλεφωνικών συνομιλιών πολιτικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων, μέσω του κακόβουλου λογισμικού Predator. Αυτό το εργαλείο, που αναπτύχθηκε από ιδιωτική εταιρεία με σκοπό την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, φέρεται να χρησιμοποιήθηκε από κρατικούς φορείς για παράνομους σκοπούς.

Η αποκάλυψη ότι το λογισμικό Predator εντοπίστηκε σε συσκευές επικοινωνίας υψηλά ιστάμενων πολιτικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένων και στελεχών της Αντιπολίτευσης, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Η Κυβέρνηση αρχικά επιχείρησε να αποδώσει το ζήτημα σε «εξωτερικές επιθέσεις» και «ξένες δυνάμεις», ενώ αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή της Ε.Υ.Π. ή άλλων κρατικών φορέων.

Ωστόσο, καθώς η έρευνα προχωρούσε, τα στοιχεία που ήρθαν στο φως υποδείκνυαν μια πιο άμεση εμπλοκή των κρατικών μηχανισμών. Οι μαρτυρίες πρώην στελεχών της Ε.Υ.Π. και οι αναλύσεις εμπειρογνωμόνων απέδειξαν ότι η παρακολούθηση πραγματοποιούνταν με τη γνώση και την καθοδήγηση ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων. Σε αυτό το πλαίσιο, η παραίτηση του επικεφαλής της Ε.Υ.Π., Παναγιώτη Κοντολέοντα, τον Αύγουστο του 2022, φάνηκε ως μια προσπάθεια αποφυγής περαιτέρω πολιτικής ζημιάς.

Ακολούθησαν μήνες έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης και δημοσιογραφικής έρευνας, κατά τους οποίους αποκαλύφθηκαν οι παρακολουθήσεις και άλλων σημαντικών προσώπων, όπως του προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ.-ΚΙΝ.ΑΛ., Νίκου Ανδρουλάκη, και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη. Το γεγονός αυτό ενέτεινε τη δημόσια ανησυχία και δημιούργησε κλίμα δυσπιστίας απέναντι στους κυβερνώντες.

Στην καρδιά αυτής της πολιτικής κρίσης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπάθησε να αποσείσει τις ευθύνες, επιμένοντας στη θέση ότι δεν υπήρξε ποτέ πολιτική εντολή για παρακολουθήσεις και ότι όλες οι ενέργειες της Ε.Υ.Π. ήταν νόμιμες και εντός του θεσμικού πλαισίου. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για το σκάνδαλο, χωρίς ωστόσο, να προχωρήσει σε ουσιαστικές αλλαγές ή να επιτρέψει τη διαλεύκανση της υπόθεσης σε βάθος.

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Π.Σ., ως η κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης, κατήγγειλε με δριμύτητα την Κυβέρνηση για αυταρχικές πρακτικές και κατάφωρη παραβίαση των δημοκρατικών αρχών. Ο τότε αρχηγός του κόμματος, Αλέξης Τσίπρας, σε δημόσιες δηλώσεις του τόνισε ότι η χρήση κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης αποτελεί σοβαρό πλήγμα στη λειτουργία των θεσμών και υποσκάπτει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος.

To ΠΑ.ΣΟ.Κ.-ΚΙΝ.ΑΛ., αν και αρχικά προσπάθησε να κρατήσει πιο μετριοπαθή στάση, αναγκάστηκε από τις αποκαλύψεις να ανεβάσει τους τόνους. Ο Πρόεδρος του κόμματος, Νίκος Ανδρουλάκης, μάλιστα, κατέθεσε μήνυση κατά αγνώστων για την παρακολούθησή του, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση είχε γνώση και, ενδεχομένως, ευθύνη για τις παρακολουθήσεις.

Οι αριστερές δυνάμεις, όπως το Κ.Κ.Ε. και το ΜέΡΑ25, καταδίκασαν επίσης, την Κυβέρνηση για τις πρακτικές παρακολούθησης, ενώ έκαναν λόγο για μια ευρύτερη επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Το Κ.Κ.Ε., μάλιστα, θυμίζοντας την ιστορία των παρακολουθήσεων του τηλεφωνικού του κέντρου από την περίοδο 2016-2017, εξέφρασε τις ανησυχίες του για την εκτεταμένη χρήση των παρακολουθήσεων και τη δυνατότητα ελέγχου των πολιτικών αντιπάλων.

Πηγή εικόνας: CNN Greece / Φωτογράφος και δικαιώματα χρήσης: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISS

Η διερεύνηση του σκανδάλου υποκλοπών έφερε στο φως μια σειρά από κρίσιμα στοιχεία που δείχνουν την έκταση και τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Ο ρόλος της Ε.Υ.Π. και η σύνδεση της με το πρωθυπουργικό γραφείο ήταν ένα από τα κύρια σημεία αντιπαράθεσης. Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να θέσει την Ε.Υ.Π. υπό την άμεση εποπτεία του, λίγο μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας του το 2019, θεωρήθηκε από πολλούς ως μια κίνηση ελέγχου των πληροφοριών και των μηχανισμών ασφαλείας της χώρας.

Ταυτόχρονα, η στάση του Άδωνι Γεωργιάδη, ενός από τα κορυφαία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, υπήρξε ιδιαίτερα προκλητική. Ο Γεωργιάδης κατηγορήθηκε για υποκριτική σιωπή και αποφυγή να σχολιάσει τις αποκαλύψεις, ενώ οι κατηγορίες που τον αφορούν υποδηλώνουν πιθανή εμπλοκή του στο σκάνδαλο, ή τουλάχιστον, γνώση αυτού.

Οι δηλώσεις του Στέφανου Κασσελάκη, νέου ηγέτη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., επεσήμαναν την απροθυμία της Κυβέρνησης να διαλευκάνει την υπόθεση και τη διαρκή προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης με τη βοήθεια φιλικών Μ.Μ.Ε.. Ο Κασσελάκης υποστήριξε ότι το πόρισμα της έρευνας για τις υποκλοπές ήταν μια «προσβολή στη νοημοσύνη του κόσμου», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η όλη διαδικασία ήταν προμελετημένα αδιαφανής και χειραγωγημένη.

Το σκάνδαλο των υποκλοπών στην Κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι περισσότερο από μια απλή πολιτική υπόθεση. Είναι μια σοβαρή πρόκληση για τη Δημοκρατία, την ανεξαρτησία των θεσμών και την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος. Οι παρακολουθήσεις αποκαλύπτουν μια εξαιρετικά ανησυχητική τάση προς τον αυταρχισμό και την παραβίαση των δικαιωμάτων στην Ελλάδα.

Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της και να προχωρήσει σε ουσιαστικές αλλαγές, αν θέλει να αποδείξει ότι σέβεται πραγματικά τις δημοκρατικές αρχές. Ο χρόνος της πολιτικής αποκατάστασης και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι τώρα. Κάθε καθυστέρηση ή υπεκφυγή θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση του πολιτικού κλίματος και σε βαθιά τραυματισμένη Δημοκρατία.

Σε τελική ανάλυση, η υπόθεση των υποκλοπών δεν αφορά μόνο το ποιος παρακολουθούσε ποιον. Αφορά το τι είδους χώρα θέλουμε να είμαστε. Μια χώρα που σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών της και διασφαλίζει τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη; Ή μια χώρα όπου οι θεσμοί χειραγωγούνται για να εξυπηρετήσουν πολιτικά συμφέροντα, εις βάρος της Δημοκρατίας και της εμπιστοσύνης του λαού;

Αυτό το σκάνδαλο είναι μια δοκιμασία για το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Εάν η Ελλάδα θέλει να διατηρήσει την υπόσταση της, ως μια σύγχρονη Δημοκρατία, με ισχυρούς θεσμούς και κοινωνική δικαιοσύνη, πρέπει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις αυτές με θάρρος, αποφασιστικότητα και αίσθημα ευθύνης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Υποκλοπές: Στο μικροσκόπιο το πόρισμα, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ
  • ΣΥΡΙΖΑ: Ποινικά ελεγκτέα η συμπεριφορά Γεωργιάδη για τις υποκλοπές, efsyn.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Le Monde για υποκλοπές / Οι παρακολουθήσεις εκτοξεύτηκαν με το που ανέλαβε ο Μητσοτάκης την ΕΥΠ, avgi.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Υποκλοπές: «Στόχος» του Predator ο Αδ. Γεωργιάδης – Η προκλητική «αφωνία» του υπουργού και τα ερωτηματικά, imerodromos.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Κασσελάκης: Το πόρισμα για τις υποκλοπές προσβάλλει τη νοημοσύνη του κόσμου, news247.gr, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βαΐα Σταυρίδου
Βαΐα Σταυρίδου
Γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 2000. Αποφοίτησε από το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ το 2022 και ολοκλήρωσε το μονοετές μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Democracy, Citizenship, and Change" στο Dalarna University. Επιδιώκει ένα δεύτερο μεταπτυχιακό στη Διακυβέρνηση και Περιφερειακή Ανάπτυξη στο ΑΠΘ. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τη δημόσια διοίκηση και τις δημόσιες πολιτικές. Στον ελεύθερο χρόνο της, αγαπά να διαβάζει ποίηση και να μαθαίνει νέες γλώσσες.