Του Δημήτρη Κυριαζή,
Συζητήσεις επί συζητήσεων, ρήξεις επί ρήξεων, αντιπαραθέσεις επί αντιπαραθέσεων μπορούν να αποτυπώσουν και να σχηματίσουν μια πολύ γλαφυρή εικόνα στο μυαλό του καθενός μας, μεταξύ των πολιτικών –και κοινωνικών κατ’ επέκταση– στρατοπέδων. Άτυπος νόμος σε κάθε οικογενειακό τραπέζι να ανοίγονται θεματικές της mainstream πολιτικής ατζέντας που ακόμη και σήμερα αντλεί έμπνευση σε κάποιο βαθμό από τον εμφύλιο, την κατοχή, τον δωσιλογισμό, τη δικτατορία κ.α.. Οι συζητήσεις διεξάγονται με τέτοιους όρους που, ακόμη και τα επιχειρήματα που οικοδομούνται, τόσο στις επίσημες όσο και στις ανεπίσημες πολιτικές διαμάχες, ριζώνουν στο παρελθόν, που για κάποιους είναι ένδοξο και για κάποιους άλλους, πάλι, όχι. Ένας κόσμος χωρισμένος σε επιμέρους κόσμους κι αφηγήματα.
Χωρισμένος ο κόσμος καταρχάς στους «πολιτικοποιημένους» και τους «απολιτίκ», και δευτερευόντως σε «δεξιούς», «αριστερούς» και «κεντρώους», συμπεριλαμβανομένων και όλων των περαιτέρω εκφάνσεών τους. Μια απολιτική συμπεριφορά που συγκαταλέγεται στις πολιτικές, δεδομένου ότι η απάθεια, είτε ενσυνείδητη είτε όχι, από μόνη της παράγει ένα πολιτικό και εκλογικό αποτέλεσμα. Και αυτό φαίνεται με τρομερή ευκρίνεια στα ποσοστά αποχής από τις εκλογές, που κρίνουν από το αποτέλεσμα των τελευταίων, μέχρι και τους συσχετισμούς δυνάμεων μέσα στο Κοινοβούλιο με την κατανομή των εδρών.
Οι μεγάλες μάχες δίνονται, επίσης, πάντα σε επίπεδο διακηρύξεων της εκάστοτε πλευράς. Αυτή είναι, ίσως, και η αιτία που και οι πολιτικές συμμετοχικές συμπεριφορές –που συμμετοχικές, εννοούμε απλώς τη συνέπεια της παρουσίας στην κάλπη κάθε τέσσερα χρόνια και για τους πιο συνεπείς τις συγκεντρώσεις του κόμματος– υιοθετούν έναν λόγο κενού περιεχομένου, από τη στιγμή που δεν υπάρχει εμπειρικό αντίκρισμα που να αποδεικνύει το αντίθετο. Τα μεγάλα λόγια δεν συνοδεύονται από μεγάλες πράξεις. Εξού και το φανφαρώδες «θα σκίσω τα μνημόνια».
Εντούτοις, οι ταυτίσεις και οι επιλογές νομιμοποιούνται ηθικά από τα στερεότυπα που πλαισιώνουν τα κόμματα και τους πολιτικούς πόλους. Έτσι, ένας απλός ψηφοφόρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θεωρεί τον εαυτό του αριστερό, επειδή ακριβώς το εν λόγω κόμμα έχει ταυτιστεί με την Αριστερά, κι ας του διαφεύγει το γεγονός ότι η στάση του συγκεκριμένου συνασπισμού ως αντιπολιτευτικού στο ζήτημα των μη κρατικών πανεπιστημίων δεν έχει αισθητές διαφορές από την κυβερνητική.
Ειλικρινά, τρανταχτές και «καραμπινάτες» διαφορές μεταξύ των κυρίως ιδεολογικών αφηγημάτων, που μεταφράζονται στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τη Ν.Δ. είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Τα πολιτικά ακροατήρια εκείνο που τα σαγηνεύει είναι τα αφηγήματα, πάνω στα οποία έχουν χτιστεί και συγκροτηθεί οι πολιτικές ταυτότητες και τα συναισθήματα που παράγονται από τις αφηγήσεις των γεγονότων μισού αιώνα πριν. Οι βαθιές συγκινήσεις και τα αισθήματα πολιτικής ευθύνης και αυστηρότητας που διακατέχουν τα άτομα κινούν και τις ταυτίσεις και τις δράσεις τους. Η ψήφος, πέρα από δήλωση προθέσεων και φρονημάτων, αποτελεί και τρόπο έκφρασης και εκδήλωσης μιας ταυτότητας. Αποτελεί το κοινό σημείο αναφοράς που μας εντάσσει στον κοινωνικό και ταυτοτικό μας πυρήνα και παράλληλα, ίσως, μας συνδέει με την κοινότητα και την οικογένειά μας.
Το παρελθόν, από τη στιγμή που δεν φαντάζει και τόσο μακρινό, η αμεσότητα της παραχθείσας συγκίνησης του είναι πολύ μεγάλη και οι μνήμες ζωντανές και πλήρως βιωματικές. Οι μεν σε μια κατάσταση διαρκούς θυματοποίησης και οι δε σε μια κατάσταση σωτηριολογικού χαρακτήρα, που χάρη στις πολιτικές που λήφθηκαν προηγουμένως, η χώρα βρίσκεται στη σωστή μεριά της Ιστορίας και έχει δρόμους και το τελευταίο της χωριό. Αφηγήματα που έχουν ταυτίσει κάθε ιδεολογία με έναν συγκεκριμένο χώρο, κι αυτό γιατί κάποτε η πολιτική μεταφραζόταν με τέτοιους όρους. Ήταν πιο στέρεα και ξεκάθαρα τα θεμέλια της κάθε πολιτικής δεξαμενής ψηφοφόρων, εν αντιθέσει με σήμερα, που είναι πιο ρευστά και δεν υπάρχει ξεκάθαρος εκλογικός «νόμος». Σήμερα, βλέπουμε έναν Κασσελάκη να πολιτικοποιεί τη στρατιωτική του θητεία, την ίδια στιγμή που τα Μ.Μ.Ε. υπερτονίζουν τη συμμετοχή του στην εθνική παρέλαση και να γίνεται λόγος για τη βόρειο Ήπειρο και την ελληνική μειονότητα εκεί. Από την άλλη, συναντάμε μια Νέα Δημοκρατία να ψηφίζει Νομοσχέδιο που καθιστά νόμιμο τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Το διακύβευμα, επομένως, είναι η έλξη ακροατηρίων, προκειμένου να κερδηθούν οι εκλογές.
Κάτι τέτοιο, για κάποιες γενιές πίσω, θα φάνταζε παράδοξο αν όχι και παράταιρο. Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι τα όρια γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ουσιαστικά καταλήγουμε στο να μην υπάρχουν και όρια πλέον. Να είναι κάτι το ψευδεπίγραφο και φαντασιακό, επειδή απλώς βολεύει να υπάρχουν ανύπαρκτες διαφορές μεταξύ των συνασπισμών, προκειμένου μέσα από μια λογική αντίθεσης, να προλάβει να ιδιοποιηθεί ο κάθε χώρος ένα συγκεκριμένο κοινό. Για αυτό και ο μεγάλος αριθμός των «αναποφάσιστων» ψηφοφόρων μεταπηδά χωρίς κανέναν ενδοιασμό από κόμμα σε κόμμα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τα πολιτικά θέλγητρα. Για αυτό και οι πολιτικές συζητήσεις ακόμη, από τη μια μεριά, πλαισιώνονται με όρους εμφυλίου και δικτατορίας, και από την άλλη, βασίζονται στην αποτελεσματικότητα των επικοινωνιολόγων να πουλήσουν την εκάστοτε ατζέντα, αφού σε τελική ανάλυση στο σήμερα δεν διακρίνουμε έναν λόγο με στέρεο περιεχόμενο.
Αυτή είναι η σκηνή της Ελλάδας σε μεγάλο βαθμό και με τέτοιους όρους διεξάγεται η πολιτική της κάθε δύναμης. Τη στιγμή που μια μεγάλη γκάμα βασικών θεμάτων είναι κοινή, πραγματικά αμφιβάλλω αν έχει διαφορά αν κάποιος από Νέα Δημοκρατία μπερδευτεί και ψηφίσει ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Το εμπειρικό αποτέλεσμα δείχνει ότι τελικά, δεν υπάρχει και λόγος να μπερδευτεί γιατί μιλάμε για το ένα και το αυτό σύστημα αξιών, αφού πάνω σε αυτό θεμελιώνονται τα τωρινά αφηγήματα. Όλοι οι κυρίαρχοι εγχώριοι παίκτες θεωρούν την Ελλάδα κομμάτι της Ε.Ε., της ατλαντικής συμμαχίας, της Δύσης εν γένει, κάτι που δεν ίσχυε ούτε στο ελάχιστο παλαιότερες εποχές. Οι κοινές βάσεις και θεμέλια συνεπάγονται την αδιακρισία διακριτών πολιτικών κατευθύνσεων…