Της Παναγιώτας Κλεφτόγιαννη,
Ανέκαθεν, ένα ζήτημα μείζονος σημασίας ήταν τα θαλάσσια σύνορα και κατά πόσο υφίστανται. Με βάση αποφάσεις των τελευταίων ετών, τα θαλάσσια σύνορα είναι σαφώς οριοθετημένα. Ωστόσο, το γεγονός ότι είναι οριοθετημένα δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν παραβιάσεις, οδηγώντας σε αύξηση της προστασίας των συνόρων μας, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες που η κίνηση στη θάλασσα είναι σαφώς αυξημένη και είναι ευκολότερη η παραβίαση από ξένο εισβολέα. Ταυτόχρονα, αξίζει να αναφερθούμε στη σημασία που δίνει η Κυβέρνηση στην προστασία των συνόρων, αλλά και στην αξία της αύξησης της τουριστικής δραστηριότητας, ειδικά στα νησιά που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από άλλες χώρες και δη την Τουρκία.
Σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις της Κυβέρνησης αναφορικά με τα θαλάσσια σύνορα, ειδικά στο τμήμα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας οι αποφάσεις είναι ευθείς. Τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι σαφώς οριοθετημένα και οποιαδήποτε αμφισβήτηση από πλευράς της Τουρκίας είναι αβάσιμη. Τα υδάτινα σύνορα, μεταξύ των δυο χωρών, είναι τα εξής: πρώτα απ’ όλα, στη θαλάσσια περιοχή στις εκβολές του Έβρου αυτά είναι οριοθετημένα βάσει του Πρωτοκόλλου των Αθηνών της 26ης Νοεμβρίου 1926.
Έπειτα, στη θαλάσσια περιοχή του Έβρου μέχρι τη Σάμο και την Ικαρία, ελλείψει σχετικών συμβατικών ρυθμίσεων με την Τουρκία, όπου εφαρμόζεται η αρχή της ίσης απόστασης/γραμμής, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο. Όπως αναφέρεται και στο άρθρο 15 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, το οποίο ενσωματώνει εθιμικό δίκαιο, σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία οριοθέτησης, κανένα κράτος δεν δικαιούται να επεκτείνει την αιγιαλίτιδά του ζώνη πέραν της μέσης γραμμής. Η διάταξη αυτή, η οποία επαναλαμβάνει, με μικρές μόνο φραστικές αλλαγές, τη ρύθμιση του άρθρου 12 (1) της Σύμβασης της Γενεύης για την Αιγιαλίτιδα Ζώνη και τη Συνορεύουσα Ζώνη, ενσωματώνει τον εθιμικό κανόνα δικαίου.
Τέλος, νοτίως της Σάμου, μεταξύ της Δωδεκανήσου και των τουρκικών ακτών, τα θαλάσσια σύνορα είναι οριοθετημένα βάσει της Συμφωνίας της 4ης Ιανουαρίου 1932 και του Πρωτοκόλλου της 28ης Δεκεμβρίου 1932, μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας. Η Ελλάδα υπεισήλθε ως διάδοχο κράτος στις σχετικές ρυθμίσεις των συμφωνιών αυτών, βάσει του άρθρου 14 (1) της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, που εκχωρεί την κυριαρχία των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Οι συμφωνίες και οι οριοθετήσεις μεταξύ των χωρών υπόκεινται στο διεθνές δίκαιο και για τον λόγο αυτόν προστατεύονται και συγχρόνως δεσμεύονται και οι δυο χώρες. Ωστόσο, κατά την τουριστική καλοκαιρινή περίοδο η κίνηση των πλοίων στη θάλασσα είναι αυξημένη, καθιστώντας αναγκαία την ανάλογη αύξηση της προστασίας των συνόρων, μιας και η πρόσβαση στο υδάτινο μέρος είναι ευκολότερη και συχνότερη.
Η Kυβέρνηση ανέκαθεν έδινε ιδιαίτερη βάση στην προστασία κάθε είδους συνόρων. Όμως, αν και η Ελλάδα φημίζεται για τον αυξημένο τουρισμό της, τα νησιά και τα χερσαία εδάφη που βρίσκονται κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα έχουν κάθε χρόνο και λιγότερους επισκέπτες. Τη λύση στο ζήτημα αυτό ήρθε να δώσει η Κυβέρνηση με το επίδομα του κοινωνικού τουρισμού. Το συγκεκριμένο επίδομα αναφέρεται σε άτομα περιορισμένης οικονομικής δραστηριότητας, στα οποία προσφέρεται η δυνατότητα πολυήμερων διακοπών σε άκρως χαμηλό κόστος και προσιτές τιμές.
Στις τελευταίες του δηλώσεις, ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Χρήστος Στυλιανίδης, αναφέρθηκε σε ποικίλους τομείς. Συγκεκριμένα, ευχαρίστησε τον Πρωθυπουργό για την εμπιστοσύνη που δείχνει προς το πρόσωπό του τα τελευταία τρία χρόνια, αναφέρθηκε στις επιδιώξεις του Υπουργείου, καθ’ όσον ο ίδιος εκτελεί τη συγκεκριμένη θητεία. Βελτίωση της ζωής των νησιωτών, αποτελεσματική προστασία των θαλάσσιων συνόρων μας, στήριξη των ναυτικών, δημιουργία σύγχρονου πλαισίου ναυτιλίας, αξιοποίηση των λιμανιών και δημιουργία προοπτικών στον τομέα του θαλάσσιου τουρισμού είναι μερικοί από τους τομείς που το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής επιδιώκει να βελτιώσει, καταβάλλοντας έναν άξιο αγώνα καθημερινής προσπάθειας.
Το συμπέρασμα απ’ όλα όσα προαναφέρθηκαν είναι ότι το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής έρχεται καθημερινά αντιμέτωπο με ποικίλα ζητήματα που οφείλει να φέρει εις πέρας, με αποτέλεσμα να μην είναι όλοι οι τομείς βελτιωμένοι. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη το περιθώριο βελτίωσης και τα μέλη του Υπουργείου έχουν αποδείξει ότι καθημερινά παλεύουν και επιδιώκουν το καλύτερο.
Πάντως, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το μέτρο του κοινωνικού τουρισμού και η αύξηση της προστασίας των θαλάσσιων συνόρων έχει μειώσει σημαντικά την απειλή και τον κίνδυνο του εχθρού, ενώ, συγχρόνως, έχουν δοθεί νέες ευκαιρίες στον τουριστικό τομέα, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον πολλών τουριστών. Εξάλλου, το επίδομα του κοινωνικού τουρισμού είναι τόσο προσιτό που θα άξιζε κανείς να το εκμεταλλευτεί. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και το συγκεκριμένο Υπουργείο έχει δυνατότητες βελτίωσης και ευελπιστούμε μελλοντικά να έχουν αλλάξει ριζικά οι λάθος επιλογές και οι τομείς που υπόκεινται στην εργασία του Υπουργείου να είναι σαφώς βελτιωμένοι.