Του Βασίλη Γκουρή,
Κατά την κλασική περίοδο, η Ελλάδα φτάνει στο ζενίθ της καλλιτεχνικής της δημιουργικότητας, από τον χώρο της τραγωδίας μέχρι και την κεραμική. Σχεδόν σε κάθε τομέα παρατηρούμε και μια εξέλιξη σε σχέση με τα προγενέστερα έργα, μια καλλιτεχνική πρωτοτυπία (με επιρροές και από αλλού) απ’ όπου πηγάζει και η ονομασία της περιόδου ως «κλασική», δηλαδή κάτι που δεν χάνει την αξία του στο πέρασμα του χρόνου αλλά κάτι διαχρονικό, της υψηλότερης ποιότητας.
Θα εξετάσουμε, όμως, μια από αυτές τις περιπτώσεις, έναν από τους μεγαλύτερους γλύπτες της αρχαιότητας, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους τρείς σπουδαιότερους της κλασικής περιόδου, αναφερόμενος στον Φειδία, τον Πραξιτέλη και τον Λύσιππο, τον τελευταίο μεγάλο γλύπτη της εποχής αυτής.
Ο Λύσιππος γεννήθηκε γύρω στο 390 π.Χ. στη Σικυώνα, ήταν αυτοδίδακτος της γλυπτικής τέχνης, αρχίζοντας από μικρός να ασχολείται με το χαλκό, όντας θεατής και παρατηρητής της φύσης και μαθαίνοντας από τους προγενέστερούς του, όπως τον Πολύκλειτο, κατάφερε να δημιουργήσει ένα δικό του στιλ. Τα πρωιμότερα του έργα χρονολογούνται μετά το 372 π.Χ., από εκεί και στο εξής καταφέρνει και γίνεται η ηγετική μορφή της σχολής του Άργους και της Σικυώνας, τις σημαντικότερες μετά την Αθήνα σχολές. Ο ίδιος έδρασε σε περιόδους μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στον ελλαδικό χώρο, κατά τη βασιλεία του Φίλιππου και σημαντικότερα κατά την διακυβέρνηση του Αλεξάνδρου. Έτσι, αποτελεί την κατεξοχήν μορφή που αντιπροσωπεύει τη δύση ενός παλιού κόσμου και παράλληλα λειτουργεί και ως ένας προάγγελος του νέου, των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, όπου η τέχνη του θα διαμορφώσει σε ένα μεγάλο βαθμό και τις περιόδους αυτές.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ο γλύπτης είχε δημιουργήσει γύρω στα 1500 γλυπτά, σχεδόν όλα από χαλκό. Σήμερα, όμως, δεν μας σώζεται κανένα από αυτά, παρά μόνο ρωμαϊκά αντίγραφα τα οποία δισταχτικά ταυτίζουμε με τα έργα του Λυσίππου, καθώς δεν κατέχουμε πολλές πηγές που να μας βεβαιώνουν για την περιγραφή τους. Οι σημαντικότερες έρχονται κυρίως από τον Παυσανία και τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, οι οποίοι έζησαν αιώνες μετά τον Λύσιππο. Αυτό που διαχωρίζει τον γλύπτη από τους υπόλοιπους είναι οι νέες και λεπτές αναλογίες των μορφών του καθώς και ο ρεαλιστικός νατουραλισμό τους. Επιπλέον, εντυπωσιάζει η χάρη και η κομψότητα με την οποία απεικονίζονται οι μορφές αλλά και η συμμετρία και συνεκτική ισορροπία τους.
Ένα από τα γνωστότερά του έργα είναι, «ο Αποξυόμενος», ένα γλυπτό ενός νεαρού αθλητή που ξύνει και καθαρίζει το λαδωμένο δέρμα του με στλεγγίδα. Ενσωματώνει κυρίαρχα στοιχεία της τεχνοτροπίας του, όπως το μικρό κεφάλι, το λεπτό σώμα, τα μακριά πόδια και την προσεγμένη απόδοση των μαλλιών του γλυπτού. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, το γλυπτό ενθουσίασε τόσο πολύ τον αυτοκράτορα Τιβέριο ο οποίος πήρε το πρωτότυπο έργο και το τοποθέτησε στο παλάτι του πριν από τις θέρμες του Αγρίππα.
Το επόμενο έργο του Λυσίππου αποτελεί «ο Αγίας των Δελφών», που ενσαρκώνει τα κύρια χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του Μεγάλου γλύπτη με εντυπωσιακό τρόπο. Παρουσιάζει τον Αγία, πρόγονο του Δαόχου Β΄, με την ιδιότητα του αθλητή καθώς όπως μαθαίνουμε είχε καταφέρει αρκετές φορές να νικήσει στο παγκράτιον, ένα άθλημα που συνδυάζει στοιχεία πυγμαχίας, πάλης και λακτισμάτων. Ο Αγίας ζούσε σχεδόν έναν αιώνα πριν από τον Λύσιππο, το οποίο σημαίνει πως η συγκεκριμένη απεικόνιση είναι μάλλον ωραιοποιημένη και αρκετά ιδεαλιστική. Φαίνεται πως το γλυπτό των Δελφών είναι πιθανό αντίγραφο από το πρωτότυπο έργο του Λυσίππου, το οποίο βρισκόταν στο Φάρσαλο απ’ όπου καταγόταν ο αθλητής και οι μετέπειτα απόγονοί του και χρονολογείται στα μέσα του 4ου αι π.Χ.
Καθώς ανέλαβε ο Αλέξανδρος τη διοίκηση της βασιλείας, ο Λύσιππος έγινε ο κατεξοχήν προσωπικός γλύπτης του. Μόνο αυτόν δέχτηκε ο Αλέξανδρος να τον απεικονίσει καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Το πιο αξιοσημείωτο έργο αποτελεί η προτομή του Αλεξάνδρου, σήμερα μας σώζεται ως ρωμαϊκό αντίγραφο και στεγάζεται στο μουσείο του Λούβρου. Είναι μια ξεκάθαρη απεικόνισή του, όπως μαρτυρεί η επιγραφή αλλά και τα χαρακτηριστικά που ταυτίζονται με τον μεγάλο στρατηγό. Η συνηθισμένη κόμμωση, το εντυπωσιακό βλέμμα που κοιτά μπροστά και αποφασισμένα, καθώς και το ελάχιστα γερμένο κεφάλι αποτελούν χαρακτηριστικά που μας κάνουν γνώριμο τον Αλέξανδρο.
Πέραν από αυτά υπάρχουν και άλλα έργα που αποδίδονται στον Λύσιππο χωρίς άμεσα στοιχεία παρά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά που φέρουν ομοιότητες με αυτά του μεγάλου γλύπτη. Τέτοια έργα αποτελούν ο Ηρακλής Φαρνέζε, που μας σώζεται ως ρωμαϊκό αντίγραφο τον 3ο αι μ.Χ. με την υπογραφή του Γλύκωνα. Ήταν αντίγραφο ενός παλαιότερου έργου, πιθανότατα φιλοτεχνημένο από τον Λύσιππο ή κάποιον από τον κύκλο του. Το πρωτότυπο το έλιωσαν οι σταυροφόροι κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ένα άλλο έργο του γλύπτη είναι και «Ο Έρως τεντώνει το τόξο του» αντίγραφο του 2ου αι. π.Χ. Επιπλέον, έργα που αποδίδονται στον Λύσιππο είναι τα άλογα του Αγίου Μάρκου, και ο Χυτής Λαδιού.
Παρατηρούμε πως ο γλύπτης αφοσιωνόταν κυρίως σε ανθρώπινες μορφές, προτιμώντας να απεικονίζει αθλητές και στρατηγούς. Οι μορφές του είναι στιβαρές και ρεαλιστικές, με μια δόση απαλότητας καταφέρνει και απεικονίζει τη στιγμή, την κίνηση, καθώς δίνει βάση και στην πιο μικρή λεπτομέρεια. Όπως αναφέρει και ο αρχαιολόγος Paolo Moreno στο βιβλίο του για τον γλύπτη:
«Οι ακτές της Ακαρνανίας ήταν ο τελευταίος σταθμός του στην πορεία προς τη Δύση και εκεί κάτοικοι του Τάραντα, που είχαν στενές επαφές με τη γειτονική Ήπειρο, πλησίασαν τον Λύσιππο και του πρότειναν να δημιουργήσει στην πόλη τους αγάλματα πρωτοφανούς μεγέθους. Στον Τάραντα οι κολοσσοί του Δία και του Ηρακλή είναι τα τελευταία έργα του Λυσίππου και συγχρόνως η αρχή του ελληνιστικού μπαρόκ που θα διαδοθεί στην Ανατολή από τους μαθητές του. Ο Χάρης θα “επαναλάβει” τον Δία στον Κολοσσό της Ρόδου, και ο Ευτυχίδης θα δημιουργήσει την Τύχη της Αντιόχειας στις διαστάσεις του Σκεπτόμενου Ηρακλή».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Paolo Moreno (2017), Λύσιππος ο Σικυώνιος, Μετάφραση Κ. Δημήτρης, L. Ilias, ΚΑΤΑΓΡΑΜΜΑ, Αθήνα.
- Lysippus, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ