Του Βάιου Πολύζου,
Σε ολόκληρη την ιστορία του σύμπαντος υπάρχουν δύο βασικά φαινόμενα τα οποία είναι παρόντα οπουδήποτε κανείς κοιτάξει. Από το μικρότερο σωματίδιο μέχρι τους πιο μακρινούς γαλαξίες, οτιδήποτε υπάρχει μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως είχε μια αρχή και θα έχει ένα τέλος. Στην περίπτωση των έμβιων όντων έχουμε τις διαδικασίες της γέννησης και του θανάτου. Ενώ η γέννηση γίνεται γενικά αντιληπτή ως κάτι θετικό από τους ανθρώπινους πολιτισμούς, ο θάνατος αντιμετωπίζονταν σχεδόν πάντα με αρνητικό τρόπο. Το μεγάλο ταξίδι προς το άγνωστο που πρέπει κάθε άνθρωπος να πραγματοποιήσει μόνος, χωρίς καμία πραγματική γνώση του τι επέρχεται, είναι λογικό να αντιμετωπίζεται με φόβο και αποστροφή. Ο θάνατος, ως πανανθρώπινο βίωμα, βρίσκεται στο επίκεντρο της πλειονότητας των θρησκειών, των λαϊκών δοξασιών και των μυθικών κοσμολογιών, οι οποίες προσπάθησαν να μετατρέψουν τον φόβο του θανάτου σε ελπίδα μιας μεταθανάτιας ύπαρξης. Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι Σκανδιναβοί παγανιστές είχαν σχηματίσει τις δικές τους δοξασίες γύρω από το θέμα του θανάτου.
Πριν την αφήγηση των μύθων είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως τα ζητήματα του θανάτου και της μεταθανάτιας ζωής αποτελούν δύο από τα πιο περίπλοκα ζητήματα για τους ερευνητές της σκανδιναβικής μυθολογίας. Η πιο διαδεδομένη άποψη είναι αυτή που χωρίζει τους νεκρούς σε δύο κατηγορίες. Όσοι πέθαιναν γενναία στη μάχη μεταφέρονταν στη Βάλχολλ (Valhǫll, περισσότερο γνωστή με το αγγλοποιημένο όνομα Βαλχάλλα), όπου γλεντούσαν και μονομαχούσαν μέχρι το τέλος του κόσμου, οπότε και θα επάνδρωναν τον στρατό του βασιλιά των θεών και ανθρώπων Όντιν (Odin). Αντιθέτως, οι ψυχές όσων πέθαιναν με δειλό τρόπο, από αρρώστιες ή γεράματα, μεταφέρονταν και βασανίζονταν αιώνια στο ψυχρό βασίλειο της Χελ (Hel). Η εικόνα αυτή, ωστόσο, μας δίνεται από τους χριστιανούς χρονικογράφους, οι οποίοι κατέγραψαν τους σκανδιναβικούς μύθους έντονα επηρεασμένοι από τη χριστιανική διδασκαλία, τουλάχιστον δύο αιώνες μετά τον εκχριστιανισμό της Σκανδιναβίας. Έτσι, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε σχετικά με τις πραγματικές πεποιθήσεις των αρχαίων παγανιστών. Είναι γενικά αποδεκτό πως η Βάλχολλ γινόταν αντιληπτή περίπου με τον ίδιο τρόπο και στους πρώιμους παγανιστικούς αιώνες, ενώ η Χελ θεωρούνταν ως ένας τόπος ύπαρξης των ψυχών των ασήμαντων ανθρώπων, αλλά όχι ως ένας τόπος τιμωρίας, όπως η αντίστοιχη χριστιανική Κόλαση. Για χάρη μιας συνεκτικής αφήγησης, ωστόσο, θα χρησιμοποιήσουμε στοιχεία τόσο των αρχαίων ποιημάτων όσο και των μεταγενέστερων χρονικογράφων.
Η Χελ ήταν η μοναχοκόρη του θεού Λόκι (Loki). Μαζί με την μητέρα της, την γιγάντισσα Άνγκρμποδα (Angrboða), και τους αδερφούς της, τον λύκο Φένριρ (Fenrir) και το ερπετό Γιόρμουνγκαντρ (Jǫrmungandr), κατοικούσαν στο μακρινό Γιότουνχεϊμρ (Jǫtunheimr), τον κόσμο των γιγάντων. Η ξέγνοιαστη ζωή της Χελ και των αδερφών της, ωστόσο, γνώρισε απότομο τέλος, όταν κυκλοφόρησαν προφητείες που προέβλεπαν πως τα τέκνα του Λόκι θα προκαλούσαν μεγάλα κακά στον κόσμο. Οι θεοί έλαβαν αμέσως δράση. Αφού απήγαγαν τα παιδιά από την μητέρα τους, έδεσαν τον Φένριρ με μαγικά δεσμά και πέταξαν τον Γιόρμουνγκαντρ στα βάθη του ωκεανού. Την Χελ εξόρισε ο Όντιν στον παγωμένο κόσμο Νίβλχεϊμρ (Niflheimr), όπου την έθεσε υπεύθυνη να συλλέγει τις ψυχές των ανάξιων, των δειλών καθώς και όσων πεθαίνουν από αρρώστιες και γηρατειά.
Βαθιά στα έγκατα του Νίβλχεϊμρ βρίσκεται η Χελ και το βασίλειό της, γνωστό επίσης ως Χελ ή αλλιώς Νίβλχελ (Niflhel). «Εκεί έχει [η Χελ] την πελώρια κατοικία της, με τείχη τεράστιου ύψους και μεγάλες πύλες. Η σάλα της ονομάζεται Έλγιουδνιρ (Éljúðnir = χτυπημένη από χιονοθύελλες), το πιάτο της Χουνγκρ (Hungr = πείνα), το μαχαίρι της Σουλτρ (Sultr = λιμός), ο δούλος της είναι ο Γκάνγκλατι (Ganglati = οκνηρός) και η παραδουλεύτρα της η Γκάνγκλοτ (Ganglǫt = οκνηρή). Το κατώφλι της, από όπου εισέρχεται ο κόσμος, ονομάζεται Απύθμενο Κενό, το κρεβάτι της λέγεται Κορ (Kǫr = νεκροκρέβατο) και η ταπισερί που κρέμεται πάνω από αυτό ονομάζεται Απαστράπτουσα Κακοτυχία». Όσον αφορά την ίδια την θεά, η Χελ παρουσιάζεται σκληρή και γεμάτη κακία, ενώ εξωτερικά είναι τόσο αποκρουστική όσο και το παλάτι της, καθώς το μισό της σώμα έχει τη μορφή νεαρής γυναίκας και το άλλο μισό τη μορφή πτώματος σε αποσύνθεση.
Η Χελ, τόσο ο τόπος όσο και το πρόσωπο, αναφέρεται αρκετά συχνά στα επικά ποιήματα, σε πολλά από τα οποία οι μάχες και οι σκοτωμοί έχουν κεντρικό θέμα. Οι πιο εκτενείς περιγραφές της Χελ, ωστόσο, βρίσκονται στον μύθο του θανάτου του θεού Μπαλντρ (Baldr). Ο Μπαλντρ ήταν γιος του Όντιν, μέλος της θεϊκής φατρίας των Εσίρ (Æsir), και ο πιο αγαπητός ανάμεσα στους θεούς. Όλοι οι θεοί ήταν πανευτυχείς, μέχρι που ζοφεροί εφιάλτες άρχισαν να στοιχειώνουν τα όνειρα του Μπαλντρ. Ανήσυχος για τον γιο του, ο Όντιν αποφάσισε να κατέβει στη Χελ, όπου βρίσκονταν θαμμένη μια ισχυρή μάντισσα, και να αναζητήσει την αιτία για τους εφιάλτες του Μπαλντρ. Ο Όντιν καβαλά το άλογό του μέχρι που φτάνει στην είσοδο της Χελ, όπου βρίσκεται δεμένος ο Γκαρμρ (Garmr), ο φοβερός σκύλος (ή λύκος) που φυλά την είσοδο του κάτω κόσμου. «Υπήρχε πολύ αίμα στο μπροστά μέρος του θηρίου | και αυτό αλυχτούσε δυνατά στον πατέρα της μαγείας. | Μπροστά προχώρησε ο Όντιν, η γη σείστηκε, | και έφτασε στη μεγάλη σάλα της Χελ». Ο Όντιν τελικά βρίσκει την μάντισσα που αναζητεί, την οποία ανασταίνει και μαθαίνει το τραγικό τέλος του γιου του.
Ο Μπαλντρ θα δολοφονηθεί από τον τυφλό αδερφό του Χόδρ (Hǫðr), μετά από δόλιο τέχνασμα του πανούργου θεού Λόκι. Ο θεός Χέρμοδρ (Hermóðr) θα σταλεί από τους Εσίρ για να ζητήσει από την Χελ την επιστροφή του αγαπητού Μπαλντρ. «Για εννέα νύχτες ταξίδευε ο Χέρμοδρ πάνω στο άλογό του μέσα από κοιλάδες τόσο βαθιές και σκοτεινές που τίποτα δεν μπορούσε να δει, μέχρι που έφτασε στον ποταμό Γκιολ (Gjǫll)». Ο Γκιολ ρέει μπροστά από την είσοδο της Χελ. Ο Χέρμοδρ περνά τον ποταμό και πηδά πάνω από τις πύλες της Χελ, αφού ως ζωντανός δεν μπορεί να εισέλθει αλλιώς. Η βασίλισσα των νεκρών δέχεται να ελευθερώσει τον Μπαλντρ εάν όλοι θρηνήσουν τον χαμό του. Και πράγματι όλοι θρήνησαν, εκτός από την γριά γιγάντισσα Θωκ (Þǫkk), που δεν ήταν άλλη παρά ο Λόκι μεταμφιεσμένος.
«Αδέρφια θα πολεμήσουν μεταξύ τους και θα αλληλοσφαχτούν, | ξαδέρφια θα σπάσουν κάθε συγγενικό δεσμό. | Υπάρχει δυσκολία στον κόσμο, μεγάλη πορνεία. | Η εποχή του πέλεκυ, η εποχή του ξίφους – οι ασπίδες διαλύονται – | η εποχή του ανέμου, η εποχή του λύκου, προτού ο κόσμος καταρρεύσει | κανείς δεν θα δείξει οίκτο σε κανέναν». Μεγάλες καταστροφές, πόλεμοι και δυστυχία θα προμηνήσουν το τέλος του κόσμου, το Ράγκναροκ (Ragnarǫk). «Τώρα ο Γκαρμρ ουρλιάζει δυνατά μπροστά στο Γκνίπαχελλιρ (Gnipahellir), | τα δεσμά θα σπάσουν και ο λύκος θα ελευθερωθεί. | Πολλά γνωρίζω και ακόμα περισσότερα μπορώ να δω | για τον μεγάλο χαμό των δυνάμεων, των νικηφόρων θεών». Ο Λόκι και οι δύο γιοι του, ο Γκαρμρ και ένας στρατός γιγάντων και πολλών άλλων τεράτων, όλοι τους θα πολεμήσουν εναντίον των θεών. Αν και απούσα από την μάχη, η Χελ θα στείλει τον στρατό των νεκρών να ενισχύσει τον πατέρα της. Πάνω σε ένα πλοίο κατασκευασμένο από τα νύχια των νεκρών, το τρομερό Νάγκλφαρ (Naglfar), θα καταφθάσουν οι στρατιώτες της Χελ για να πολεμήσουν τους θεούς αυτούς που τους είχαν καταδικάσει σε αιώνια τιμωρία στο ψυχρό Νίβλχεϊμρ. Μεγάλη σφαγή θα ακολουθήσει και οι φλόγες θα καταπιούν το σύμπαν.
Το τέλος, ωστόσο, δεν είναι οριστικό. Ο Μπαλντρ θα ξεφύγει από το βασίλειο της Χελ και μαζί με τους ελάχιστους θεούς που θα επιβιώσουν θα ανοικοδομήσει τον κόσμο. «Τώρα βλέπω να αναδύεται για δεύτερη φορά | από την θάλασσα, η γη, καταπράσινη ξανά. | Οι καταρράκτες κυλούν, ένας αετός πετά ψηλά, | αυτός που ψάρια κυνηγά κάτω από τους γκρεμούς». Δύο θνητοί άνθρωποι, κρυμμένοι στην κουφάλα ενός δέντρου κατά την διάρκεια του Ράγκναροκ, θα γίνουν η νέα αρχή για το ανθρώπινο γένος. Ένας νέος, καλύτερος κόσμος θα κτιστεί πάνω στα ερείπια του παλιού.
Ο φόβος του θανάτου και η ελπίδα μιας μεταθανάτιας ύπαρξης είναι βασικό στοιχείο σχεδόν κάθε προνεωτερικού πολιτισμού και θρησκείας. Ακόμα και οι Σκανδιναβοί παγανιστές, οι οποίοι φαντάζονταν τους ίδιους τους θεούς τρωτούς και αδύναμους απέναντι στον θάνατο, ήλπιζαν σε μία συνέχεια της ζωής μετά το τέλος του κόσμου. Η μεταθανάτια επιβράβευση, η Βάλχολλ, προορίζονταν για όσους γέμιζαν τη ζωή τους με περιπέτειες και ηρωικά κατορθώματα. Για τους υπόλοιπους προβλέπονταν μία ανιαρή ύπαρξη (ή μία αιώνια τιμωρία αν πιστέψουμε τους χριστιανούς χρονικογράφους), η οποία διαρκούσε ως το τέλος του κόσμου. Αντίστοιχα και οι θεοί, μολονότι όλοι γνώριζαν τη μοίρα του θανάτου τους, δεν σταματούσαν ποτέ να ζουν στο έπακρο. Αυτό είναι, άλλωστε, το πιο σημαντικό που μπορούμε να κρατήσουμε. Ο θάνατος είναι μια βεβαιότητα που κάθε άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει μόνος του. Οποιαδήποτε προσπάθεια αποτροπής του φαίνεται να είναι ανούσια. Ο μόνος, όμως, που τελικά πραγματικά πεθαίνει, είναι αυτός που δεν έζησε ποτέ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- John Lindow (2001), Norse Mythology: A Guide to the Gods, Heroes, Rituals, and Beliefs, Oxford University Press: New York
- Snorri Sturluson (2005), Edda, Εκδόσεις Penguin
- Rudolph Simek (1996), Dictionary of Northern Mythology, Boydell & Brewer: Martlesham
- Edward Pettit (2023), The Poetic Edda: A Dual-Language Edition, Open Book Publishers: Cambridge