14.4 C
Athens
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι συνέπειες της άσκησης της αγωγής

Οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής


Της Αλίκης Κωστή,

Η έγερση της αγωγής, πέρα από την έναρξη του δικαστικού αγώνα εν ευρεία έννοια, συνεπάγεται συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, τόσο δικονομικού όσο και ουσιαστικού δικαίου, που παρουσιάζουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Κεντρικό άξονα του παρόντος θα αποτελέσουν οι δικονομικές συνέπειες αλλά μνεία θα γίνει και στην διακοπή της παραγραφής. Τέλος, η ανάλυση θα αφορά αποκλειστικά την τακτική διαδικασία.

Υπενθυμίζεται ότι η αγωγή ασκείται με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, και με επίδοση στον εναγόμενο (Αρ. 215 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Αγωγή που δεν έχει επιδοθεί ή δεν έχει επιδοθεί εμπροθέσμως στον εναγόμενο θεωρείται μη ασκηθείσα. Προϋπόθεση, λοιπόν, για την επέλευση όλων των συνεπειών που θα αναλυθούν κατωτέρω είναι ότι η αγωγή όχι μόνο κατατέθηκε, αλλά και επιδόθηκε εμπροθέσμως. Εκεί που υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ συνεπειών δικονομικού δικαίου και ουσιαστικού δικαίου είναι ότι, εφόσον έγινε η επίδοση, η ενέργεια των πρώτων (των δικονομικών συνεπειών) ανατρέχει στον χρόνο κατάθεσης της αγωγής.

Σε επίπεδο δικονομικού δικαίου οι συνέπειες άσκησης της αγωγής αναλύονται στα αρ. 221 επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ στο εξής). Πρώτη και λίαν σημαντική συνέπεια είναι η εκκρεμοδικία, που κατά κανόνα απασχολεί όταν ανοίγεται μια δεύτερη δίκη με το ίδιο αντικείμενο και τους ίδιους διαδίκους όσο εκκρεμεί η πρώτη, οπότε γεννιέται η λεγόμενη ένσταση εκκεμοδικίας η οποία εφόσον ευδοκιμήσει, οδηγεί στην αναστολή της δεύτερης δίκης (Αρ. 222 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ως προς την ένσταση εκκρεμοδικίας, «εκκρεμής» θεωρείται μια δίκη, από το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αγωγής, εφόσον βέβαια έγινε κι επίδοση (όπως αναφέρθηκε, υπάρχει αναδρομική ενέργεια των δικονομικών συνεπειών).

Η «εκκρεμότητα» της δίκης λήγει προσωρινά με την έκδοση οριστικής απόφασης, ενώ αναβιώνει με την άσκηση ενδίκων μέσων. Στο μεσοδιάστημα, μεταξύ οριστικής απόφασης και άσκησης ενδίκων μέσων, υπάρχει το ενδεχόμενο να ασκηθεί δεύτερη αγωγή με το ίδιο αντικείμενο και τους ίδιους διαδίκους. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει το δικαστήριο της δεύτερης αγωγής να διατάξει αναβολή σύμφωνα με το αρ. 249 του ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της πρώτης αγωγής. Ειδάλλως, εφόσον ασκηθούν ένδικα μέσα, η αναβιώσασα εκκρεμοδικία της πρώτης αγωγής θα θεμελιώσει την ένσταση εκκρεμοδικίας, με την ευδοκίμηση της οποίας θα ανασταλεί η δίκη της δεύτερης αγωγής.

Περαιτέρω, η ευδοκίμηση της ένστασης εκκρεμοδικίας προϋποθέτει ταυτότητα διαφοράς. Η διαφορά, το αντικείμενο δηλαδή μιας δίκης, προσδιορίζεται από το αίτημα της αγωγής και την ιστορική βάση που το θεμελιώνει. Για να υπάρχει ταυτότητα διαφοράς μεταξύ δύο δικών, θα πρέπει να υπάρχει ταυτότητα αιτήματος και ιστορικής βάσης. Πάντως, ένσταση εκκρεμοδικίας θεμελιώνεται και όταν το αίτημα της δεύτερης αγωγής είναι στενότερο του αιτήματος της πρώτης (έχουν πάντως την ίδια ιστορική βάση), ενώ δεν ισχύει το ίδιο στην αντίστροφη περίπτωση.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Τέλος, εκτός από τα παραπάνω, απαιτείται οι διάδικοι στη δεύτερη δίκη να είναι οι ίδιοι με τους διαδίκους της πρώτης δίκης, και μάλιστα υπό την αυτή ιδιότητα. Όμως, λόγω της λειτουργικής συνάφειας εκκρεμοδικίας και δεδικασμένου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια του διάδικου της πρώτης δίκης θα πρέπει να ερμηνευτεί εν ευρεία εννοία, κι άρα εννοούνται και όσα πρόσωπα καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο. (Αρ. 325 επ. ΚΠολΔ).

Πέρα από την εκκρεμοδικία, η άσκηση της αγωγής έχει, σύμφωνα με το αρ. 221, ως συνέπεια και την αποκρυστάλλωση της δικαιοδοσίας και της αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Αποκρυστάλλωση της δικαιοδοσίας και της αρμοδιότητας σημαίνει ότι το ποιο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, και καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα, καθορίζεται κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής και δεν μεταβάλλεται στο εξής, ακόμη κι αν π.χ. αλλάξει η κατοικία του εναγομένου. Τέλος, η άσκηση της αγωγής συνεπάγεται και την προτίμηση ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια, δηλαδή ο ενάγων δε μπορεί να μεταφέρει την ανοιγείσα διαφορά σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο.

Όπως αναφέρθηκε όμως, η άσκηση της αγωγής έχει συνέπειες και ουσιαστικού δικαίου, με σπουδαιότερη τη διακοπή της παραγραφής. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρο 261 του Αστικού Κώδικα, «την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης». Διακοπή της παραγραφής σημαίνει «μηδενισμός» του χρόνου παραγραφής που έχει διανυθεί μέχρι τότε και εκ νέου εκκίνηση της προθεσμίας παραγραφής με το πέρας του διακοπτικού γεγονότος.

Στην περίπτωση του αρ. 261, νέα προθεσμία παραγραφής ξεκινά με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή με την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης που σημαίνει κατάργηση της δίκης, π.χ. λόγω δικαστικού συμβιβασμού. Αν η δίκη δεν καταργείται απλά, αλλά η αγωγή θεωρείται μη ασκηθείσα, ή απορριφθεί τελεσίδικα ως απαράδεκτη, τότε θεωρείται ότι δεν επήλθε ποτέ το αποτέλεσμα της διακοπής της παραγραφής (αρ. 263 παρ. 1 ΑΚ). Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που ο δικαιούχος ασκήσει δεύτερη αγωγή μέσα σε 6 μήνες από την τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης, οπότε η διακοπή της παραγραφής που εκκινεί με την άσκηση της δεύτερης αγωγής θεωρείται ότι επήλθε με την έγερση της πρώτης (αρ. 263 ΑΚ).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλίκη Κωστή
Αλίκη Κωστή
Είμαι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής σχολής του Α.Π.Θ. με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο Δημόσιο και Αστικό Δίκαιο. Γνωρίζω αγγλικά και γαλλικά. Στον ελεύθερό μου χρόνο ασχολούμαι με την ψυχολογία και την ανάγνωση λογοτεχνίας.