12.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ θρησκευτική ελευθερία υπό το πρίσμα του άρθρου 13 του Συντάγματος

Η θρησκευτική ελευθερία υπό το πρίσμα του άρθρου 13 του Συντάγματος


Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,

Στο άρθρο 13 παράγραφος 1 εδάφιο α’ κατοχυρώνεται ρητά η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Με αυτή την κατοχύρωση προσδίδεται έμφαση σε μια πτυχή της γενικότερης αρχής της ελευθερίας της συνείδησης που απορρέει από τον συνδυασμό των άρθρων 2 παράγραφος 1 και 14 παράγραφος 1. Ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να πρεσβεύει ό,τι θέλει σχετικά με το «θείο» ή και να μη πρεσβεύει τίποτα, να μεταβάλλει τις πεποιθήσεις του, να τις διακηρύσσει χρησιμοποιώντας τα ατομικά του δικαιώματα για το σκοπό αυτό ή να μην τις παρουσιάζει. Εντούτοις, η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου αναφέρει με σαφήνεια πως κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις για να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του προς το κράτος ή να μην συμμορφωθεί προς τους θεσπιζόμενους νόμους. Αν αυτό επιτρεπόταν, θα οδηγούμασταν σε αναρχία και αυθαιρεσία καθώς και σε συμμόρφωση στις κρατικές επιταγές κατ’ επιλογή.

Από την άλλη πλευρά, απαγορεύεται να θεσπιστεί νόμος που να υποχρεώνει το άτομο να πιστεύει μια συγκεκριμένη θρησκεία ή να μην πιστεύει, να αποκαλύπτει ή όχι την πίστη του. Πρόκειται για την αρνητική ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Με βάση την απόφαση ΣτΕ 2281/2001 είναι πρόδηλα αντίθετη στη συγκεκριμένη διάταξη η αναγραφή στη ταυτότητα του θρησκεύματος είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνική στηλίτευση. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 αναφορικά με το καθήκον ορκοδοσίας γίνεται δεκτό από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι υποχρέωση ορκοδοσίας φέρουν όσοι την δέχονται, ενώ δεν υπάρχει παραβίαση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης για όσους δε δίνουν όρκο επικαλούμενοι τη θρησκεία τους. Οι τελευταίοι σε αυτή την περίπτωση δίνουν σχετική διαβεβαίωση κάνοντας επίκληση στην τιμή και τη συνείδησή τους (ΣτΕ 2601/1998).

Επιπλέον, ως απόρροια της θρησκευτικής συνείδησης προκύπτει ότι το κράτος οφείλει να είναι θρησκευτικά ουδέτερο. Δηλαδή το κράτος απαγορεύεται όχι μόνο άμεσα αλλά και έμμεσα να υποχρεώνει τα άτομα να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν σε μια θρησκεία ή να είναι άθρησκοι ή αθεϊστές. Έμμεση προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής συνείδησης υπάρχει όταν ευνοούνται ή δεν ευνοούνται αντίστοιχα οι οπαδοί ορισμένου θρησκεύματος ή όταν διευκολύνεται ή δεν διευκολύνεται η διάδοση της σχετικής ιδεολογίας και όταν οι οπαδοί μιας θρησκείας ή όχι υφίστανται δυσμενείς έννομες συνέπειες.

Παράλληλα, μια ακόμη συνέπεια της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης είναι η θρησκευτική ισότητα που βρίσκει έρεισμα και στο εδάφιο β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος. Η απόλαυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των ατόμων, που προβλέπονται ρητά στους νόμους και στο Σύνταγμα, δεν εξαρτώνται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ενδιαφερομένων. Η θρησκευτική ισότητα έχει αριθμητικό χαρακτήρα σε σχέση με τη γενική αρχή της ισότητας εφόσον δεν προκύπτουν διαφορετικές καταστάσεις από την ύπαρξη διαφορετικών θρησκευτικών δοξασιών.

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: jcomp

Σχετικά με το ζήτημα της πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις, δεν μπορεί να αποτελέσει κώλυμα αλλά ούτε όρο η ιδιότητα ορισμένου οπαδού ή λειτουργού κάποιας γνωστής θρησκείας κατά κανόνα. Εξαίρεση υφίσταται όταν για την εκπλήρωση των καθηκόντων της συγκεκριμένης δημόσιας θέσης χρειάζεται το άτομο να φέρει την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού ή του οπαδού ή αντίστροφα αν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις δεν συμβαδίζουν με αυτά τα καθήκοντα, π.χ. προσωπικό στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Επίσης, στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης βρίσκουν έρεισμα η ελευθερία της συνένωσης και συνάθροισης για θρησκευτικούς σκοπούς. Πρόκειται για συναθροίσεις και συνενώσεις για σκοπούς θρησκευτικής λατρείας καθώς η θρησκευτική συνείδηση είναι το υπόβαθρο για τα παραπάνω δικαιώματα συλλογικής δράσης, π.χ. άσκηση λατρείας. Παράλληλα, η αναφορά στη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσα στην Ελλάδα στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του Συντάγματος δεν περιορίζει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, αφού διαφορετικά θα υπήρχε αναίρεση του ουδέτερου θρησκευτικού χαρακτήρα του Κράτους, ούτε συνάγεται από αυτή την αναφορά η προνομιακή μεταχείριση των πιστών της συγκεκριμένης έναντι άλλων άθρησκων, αλλόθρησκων ή άθεων.

Φορείς του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας είναι ο καθένας είτε πρόκειται για αλλοδαπό είτε για Έλληνα, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν προβαίνει σε κάποια διάκριση. Το δικαίωμα αυτό το φέρουν και τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα κυρίως αναφορικά με την αυτοδιοίκησή τους, καθώς ο τρόπος διοίκησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις πεποιθήσεις της εκάστοτε θρησκευτικής κοινότητας. Αποδέκτης του δικαιώματος είναι σαφέστατα η κρατική εξουσία, ενώ οι ίδιοι οι θρησκευτικοί οργανισμοί δεν δεσμεύονται από τη θρησκευτική ελευθερία δεδομένου ότι το προσωπικό τους έχει τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Οι ιδιώτες απολαμβάνουν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας ειδικά σε σχέση με τις αυθαίρετες αποφάσεις του εργοδότη τους. Έναντι δηλαδή του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμά του χρησιμοποιώντας ως μηχανισμό ελέγχου και περιορισμού το άρθρο 281 ΑΚ για κατάχρηση δικαιώματος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Κώστας Χ. Χρυσόγονος – Σπύρος Β. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πετρούλα Λεοναρδοπούλου
Πετρούλα Λεοναρδοπούλου
Είναι 23 χρονών. Έχει καταγωγή από την Ορεινή Αρκαδία, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στην Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση της αγγλικής, γαλλικής και τουρκικής γλώσσας. Ενδιαφέρεται κυρίως για το Εμπορικό και Ποινικό Δίκαιο.