Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Η οικονομική κρίση, τα διακυβεύματα και τα αποτελέσματά της για την Ελλάδα, έχουν συζητηθεί έντονα τόσο σε επιστημονικούς κύκλους όσο και στα πιο καθημερινά μέρη, καθώς η επιστημονική γνώση αλληλεπιδρά με τις ανθρώπινες εμπειρίες. Η περίοδος της κρίσης δημιούργησε διχασμούς σε πολλά επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και μια μελέτη περίπτωσης για ερευνητές των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, που έχουν τα τελευταία χρόνια μελετήσει εις βάθος το φαινόμενο της ελληνικής κρίσης. Το έργο που παρουσιάζουμε σήμερα αποτελεί μια συλλογική προσπάθεια για μια ανθρωπολογική προσέγγιση της κρίσης που συνδυάζει την εθνολογική προσέγγιση της ελληνικής κοινωνίας με τη συζήτηση για την κρίση.
Το συλλογικό πόνημα που αποτελεί θέμα του σημερινού άρθρου τιτλοφορείται Μια ανθρωπολογία της κρίσης: Εθνογραφικές προσεγγίσεις μιας δεκαετίας και κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2024 από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Την επιμέλεια του βιβλίου υπογράφουν οι Γ. Αγγελόπουλος και Δ. Δαλάκογλου. Μαζί με αυτούς, στον τόμο συνεισφέρουν με κείμενα οι David Sutton, Roland S. Moore, Sarah Green, Αθηνά Αθανασίου, Ανδρέας Χατζηδάκης, Άννα Αποστολίδου, Γιάννης Καλλιάνος, Γιώργος Αγγελόπουλος, Γιώργος Πουλημενάκος, Γιώργος Τσιμουρής, Δημήτρης Δαλάκογλου, Ελένη Παπαγαρουφάλη, Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, Θοδωρής Ρακόπουλος, Κατερίνα Ροζάκου, Νένη Πανουργιά και Τρύφων Μπαμπίλης.
Τα συνολικά δεκατέσσερα κείμενα – κεφάλαια του βιβλίου προσεγγίζουν την κρίση από διάφορους δρόμους, συνεισφέροντας στην κατανόηση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών μετασχηματισμών που συνέβησαν στην Ελλάδα. Στα πρώτα δύο κεφάλαια, τα κείμενα της Α. Αθανασίου και του Γ. Καλλιάνου, εξετάζεται η κρίση στα πλαίσια της διακυβέρνησης, η οποία με όχημα την ανάγκη εξόδου από την κρίση οδήγησε ουσιαστικά στη νομιμοποίηση ακόμη και της άσκησης βίας από το κράτος στους φτωχοποιημένους πολίτες. Στο κείμενο της Αθανασίου αναδεικνύεται η ανάγκη της αλληλεγγύης και συλλογικής δράσης μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ενώ ο Καλλιάνος σχολιάζει τη διαδικασία συμβολοποίησης της εξόδου από την κρίση ως νομιμοποιητικού παράγοντα για μια άνευ ορίων κρατική παρέμβαση.
Στα επόμενα τέσσερα κεφάλαια, υπογραμμίζονται οι παρατηρήσεις που αφορούν το έθνος. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εθνογραφικής φύσεως κατανόηση της περιόδου. Στο κείμενο του Μπαμπίλη, παρουσιάζεται το φαινόμενο των δράσεων της Χρυσής Αυγής στον δημόσιο χώρο της πρωτεύουσας, ενώ οι Τσιμούρης και Moore αναφέρονται στο ζήτημα της αυστηροποίησης των αντιμεταναστευτικών μέτρων, αναδεικνύοντας τις εμπειρίες μεταναστών και προσφύγων όπως αποτυπώθηκαν στο διαδίκτυο. Ο Sutton επιχειρεί στο πέμπτο κεφάλαιο μια εθνογραφική παρατήρηση για τις διάφορες αφηγήσεις περί νέων ανακαλύψεων που θα μπορούσαν να σώσουν τη χώρα από το χρέος, όπως τα κοιτάσματα φυσικού αερίου ή πετρελαίου στο Αιγαίο, που σχεδόν έδιναν σε αυτά διαστάσεις θρύλου αντί για ορθολογικές ιδιότητες με βάση τη διεθνή πολιτική σκηνή. Τέλος, η Green πραγματοποιεί μια ανασκόπηση για την αντιμετώπιση των ξένων στην Αθήνα σε διάφορες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Από το έβδομο έως και το δέκατο κεφάλαιο, αντικείμενο πραγμάτευσης είναι η κατασκευή του εαυτού και της ταυτότητας. Το κείμενο της Αποστολίδου πραγματεύεται τις καταστροφικές επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχική υγεία των Ελλήνων, αλλά και την ανάγκη δημιουργίας μιας ταυτότητας «τρέλας» και ριψοκίνδυνης ελευθερίας, σαν μια αντίδραση στο ορθολογικό και καταπιεστικό παράδειγμα της εξόδου από την κρίση. Στο επόμενο κείμενο, η Πανουργιά εξετάζει τα βιώματα ενός ανθρώπου που φτωχοποιείται κατά την κρίση και φτάνει σε απελπιστικό σημείο ένδειας, αλλά στην πραγματικότητα καλεί τον αναγνώστη να προβληματιστεί για το αν αυτά τα ζητήματα δημιουργήθηκαν ή απλώς αποκαλύφθηκαν από αυτήν την πιεστική συνθήκη. Την ταυτότητα της Αθήνας ως μιας αποτυχημένης και παρηκμασμένης πια καταναλωτικής πόλης, που αποτελεί σκιά μιας εποχής επίπλαστης ευημερίας, σχολιάζει με γλαφυρό ύφος στο ένατο κεφάλαιο ο Χατζηδάκης. Τέλος, το δέκατο κεφάλαιο περιλαμβάνει την ανάλυση της Παπαγαρουφάλη για την πρακτική των φοιτητών και νέων ανθρώπων να γεμίζουν τα βιογραφικά τους με διάφορες εμπειρίες, πρακτικές και συνέδρια, η οποία εκφράζει μια ανάγκη για αυτοπραγμάτωση ακόμη και όταν το περιβάλλον δείχνει σαφώς ότι οι υποσχέσεις για οικονομική ανάδειξη έχουν εν πολλοίς διαψευσθεί.
Τα τελευταία τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου ασχολούνται με την αντιμετώπιση της κρίσης σε πολλαπλά κοινωνικά επίπεδα. Στο ενδέκατο κεφάλαιο, οι Πουλημενάκος και Δαλάκογλου επικεντρώνονται στους κατειλημμένους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους στο κέντρο της Αθήνας και την καταπιεστική πολιτική εναντίον τους, υπογραμμίζοντας ότι ο νεοφιλελευθερισμός επιθυμεί την αποξένωση και την εξατομίκευση, συνεπώς η συλλογικότητα αποτελεί ένα μεσο αντιμετώπισης. Στο δωδέκατο κεφάλαιο, το κείμενο της Ροζάκου εξηγεί πώς τα διάφορα προγράμματα απέλασης μεταναστών οδήγησαν σε αλληλέγγυα κινήματα και δράσεις, ενώ στην ίδια θεματική, το επόμενο κείμενο του Ρακόπουλου εκφράζει μια αισιοδοξία για την από τα κάτω αντίδραση και την προβολή της αλληλεγγύης ως μιας νέας οικονομικής πραγματικότητας από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Το τελευταίο κεφάλαιο αποτελεί τη συμβολή του Αγγελόπουλου, ο οποίος με αφορμή το «κίνημα της πατάτας» επιχειρεί μια ανάλυση από τη μία πλευρά των πρωτοβουλιών αλληλεγγύης και από την άλλη των ομάδων που ωφελούνταν στην πραγματικότητα από την κρίση.
Το βιβλίο, που κλείνει με το επίμετρο του Παπαταξιάρχη, δεν αποτελεί μια τετριμμένη προσπάθεια ανάλυσης της ελληνικής κρίσης ως τρομερής εξαίρεσης, αλλά ούτε και ως παραδείγματος που αποδίδει την παταγώδη αποτυχία του εκσυγχρονισμού. Πρόκειται για ένα έργο που πολύ περισσότερο πραγματεύεται την ίδια την έννοια της κρίσης και δίνει έναυσμα για γόνιμους προβληματισμούς, γι’ αυτό και προτείνεται για τον μελετητή των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών, αλλά και για τους ενδιαφερόμενους για το θέμα αναγνώστες.