Της Ελένης Καραγιάννη,
Ένα μικρό ορεινό χωριό στα Πιέρια Όρη έγινε ο πόλος φαντασίας του Βασίλη Γιαρεντζίδη, ο οποίος με το μυθιστόρημα Σκοτεινή Χίμαιρα, κάνει το συγγραφικό του ντεμπούτο στην αστυνομική βιβλιοθήκη της χώρας.
Ο Βασίλης Γιαρεντζίδης, επηρεασμένος από τους θρύλους που αγκαλιάζουν το χωριό «Σκοτεινά», φαντάστηκε μία ιστορία, που θα μπορούσε πανεύκολα να αποτυπωθεί σε ένα επεισόδιο του Criminal Minds. Η ιστορία παρουσιάζεται με ωμό, ίσως ρεαλιστικό (δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά – όσοι δεν έχουμε την αντίστοιχη εμπειρία) τρόπο, υποδεικνύοντας τις δυσκολίες, τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και τα κοινωνικά κωλύματα μιας αστυνομικής έρευνας.
Η πλοκή του έργου είναι ιδιαίτερη: σκηνές ωμής βίας μέσα σε ακανόνιστες και ακατανόητες συνθήκες που ταιριάζουν όμως, στην ελληνική πραγματικότητα, περικλείοντας όλες τις αντίστοιχες κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις, ιδίως αυτές που επικρατούν στις απομονωμένες επαρχίες. Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετική συνέχεια και συνέπεια, αφήνοντας τον αναγνώστη ανήμπορο να διακόψει. Πρέπει να είναι προετοιμασμένος, πάντα, πως ενδέχεται να τρομοκρατηθεί, να πορωθεί, ή, ακόμα, και να αμφισβητήσει τις τρέχουσες αντιλήψεις του περί ποικίλλων θεμάτων.
Το ύφος του Β. Γιαρεντζίδη είναι σχετικά ευνόητο, προτάσεις που βγάζουν ένα σαφές νόημα, λέξεις που λίγο – πολύ όλοι έχουμε στο λεξιλογικό μας ρεπερτόριο, αλλά με τρόπο που συνάδει, πλήρως, σε ένα άρτιο αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο λόγος που δεν θα αναφερθούμε στην ιδιαίτερη πλοκή του βιβλίου, είναι επειδή το διαβάσαμε, και πρέπει να το διαβάσετε και εσείς. Δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε σε όλες τις λεπτομερείς περιγραφές, τις αναπόφευκτες εκπλήξεις και την ιδιάζουσα αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα.
Η Σκοτεινή Χίμαιρα είναι ένα βιβλίο που δεν χρειάζεται συστάσεις, για να σε πείσει να το διαβάσεις. Αρκεί να αφιερώσεις λίγο χρόνο στο οπισθόφυλλο του και σε έχει συναρπάσει. Θα σας συστήσουμε, ωστόσο, το χωριό στο οποίο βασίστηκε που για πολλούς (όπως και για εμένα πριν διαβάσω το βιβλίο) θα ‘ναι άγνωστο.
Το χωριό «Σκοτεινά» ή Μόρνα είναι ένας οικισμός στη Πιερία που, κατά την απογραφή του 2021, μετρά μόλις έντεκα κατοίκους. Είναι χτισμένο μέσα σε μία χαράδρα, με τον ήλιο να μην είναι και ο καλύτερος του φίλος. Παλαιότερα, πριν από το 1960 περίπου, ήταν μια ακμάζουσα περιοχή. Εκεί βρισκόταν ένα μεγάλο ξυλουργείο που λειτουργούσε ως «σχολείο ξυλουργικής» και είχε πάρει το όνομα «Πανεπιστήμιο των Δασών». Interesting fact είναι ότι σε αυτό το χωριό κατασκευάστηκε η θαλαμηγός του Βασιλιά Όθωνα!
Σε γενικές γραμμές, ήταν ένα φυσιολογικό χωριό, με λίγους κατοίκους, τις κλασικές ενασχολήσεις της υπαίθρου και την ομορφιά που χαρίζει η φύση στα 700 μέτρα υψόμετρο. Δέντρα, πέτρινα σπίτια, δύο μεγάλες εκκλησίες και όλα κυλούσαν ήρεμα. Ωστόσο, οι κάτοικοί του, ίσως, λόγω της υπερβολικής «αν – ηλίασης» (δική μας λέξη, για να περιγράψει τις επιπτώσεις της έλλειψης ήλιου στον οργανισμό), άρχισαν να πλάθουν ιστορίες. Ιστορίες που δεν τους άφηναν να κοιμηθούν ήσυχους τα βράδια, τα οποία στα Σκοτεινά, ήταν μακρά. Ειδικά εκείνα τα χρόνια – μιλάμε για τη δεκαετία του ‘60 και πίσω -, όπου η Θεολογία ήταν η μόνη «επιστήμη» που δέσποζε στην ελληνική επαρχία, οι μόνες εξηγήσεις που είχαν στη διάθεση τους οι άνθρωποι, για να απαντήσουν στις ερωτήσεις που πήγαζαν από το φόβο που προξενούσε το «άγουρο» τοπίο, ήταν οι θρησκευτικές. Οι τέτοιου περιεχομένου ερωταπαντήσεις δεν αρκούν, όμως, για όλους. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα παραφυσικό και δεισιδαιμονικό πέπλο που κάλυψε όλη την περιοχή. Οι κάτοικοι ήρθαν αντιμέτωποι με (για τότε) ανεξήγητα φαινόμενα, η ύπαρξη των οποίων ενίσχυε τους ήδη λανθάνοντες φόβους και σκέψεις. Όλα αυτά οδήγησαν σε μία ξαφνική, καθολική φυγή το 1966. Δεν πήγαν, βέβαια, μακριά. Λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, έχτισαν εκ νέου τη ζωή τους σε ένα χωριό που, αντιδραστικά, ονόμασαν «Φωτεινά», αποδεικνύοντας, αφ’ ενός την αγανάκτηση τους, κι αφ’ ετέρου τη δύναμη που δίνει στους ανθρώπους, πολλές φορές, το αίσθημα του φόβου.
Σίγουρα όλα αυτά αποτελούν μια ενδιαφέρουσα ιστορία για τους λάτρεις του παραφυσικού, και ένα ταξίδι στη Μόρνα, αποτελεί must για εκείνους. Ωστόσο, ως Ψυχολόγος, δε μπορώ να μην σκεφτώ πως εκεί υπήρχαν άνθρωποι που χρειάζονταν βοήθεια, είτε για να διαχειριστούν τους φόβους τους, είτε για να διαχειριστούν άλλες διαταραχές, που, μάλλον, υπήρχαν (πχ υποθέτουμε ότι κάποιοι έβλεπαν πλάσματα που δεν υπήρχαν, άκουγαν φωνές κ.λπ.).
Ο Βασίλης Γιαρεντζίδης, καταγόμενος και μεγαλωμένος στη Βόρεια Ελλάδα, από κάπου έμαθε για αυτή την ιστορία και εμπνεύστηκε αυτή τη Σκοτεινή Χίμαιρα, μια ξεχωριστή ιστορία που, επίσης, θα λατρέψουν οι fans των παραφυσικών φαινομένων. Αφού συνοψίσαμε κατά πολύ την ιστορία της Μόρνας, ήρθε η στιγμή να σας συστήσουμε και τον νεοεμφανιζόμενο συγγραφέα.
Ο Β. Γιαρεντζίδης, γεννήθηκε το 1964, έζησε και ζει στη Θεσσαλονίκη και ήταν μέλος της Ελληνικής Αστυνομίας. Συγκεκριμένα, υπηρέτησε ως Προϊστάμενος διαφόρων υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ. με κύρια επαγγελματική δραστηριότητα την εξιχνίαση εγκληματικών ενεργειών ευρέως φάσματος (εγκλήματα κατά της ζωής, κατά της ιδιοκτησίας, παραβάσεις σχετικές με ναρκωτικά, οργανωμένο έγκλημα). Συνολικά εργάστηκε τριάντα τρία συναπτά έτη, στα οποία εκπαιδεύτηκε κατάλληλα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, ασχολήθηκε με το Διασυνοριακό Οργανωμένο Έγκλημα, έγινε Διευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης της Θεσσαλονίκης, έλαβε το αξίωμα του Ταξίαρχου εν ενεργεία, και, τελικά, αποστρατεύτηκε ως Αντιστράτηγος. Όπως καταλαβαίνετε, δεν υπάρχει καταλληλότερος άνθρωπος να γράψει ένα βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας. Λόγω της εμπειρίας του στο τομέα της εξιχνίασης εγκλημάτων, με τον πρωταγωνιστή του να είναι αστυνομικός, μας φέρνει αντιμέτωπους με την πραγματική κατάσταση που διέπει την ελληνική δικαιοσύνη στο στάδιο της αστυνομικής έρευνας, αποσαφηνίζει, πλήρως, τα πρωτόκολλα και μας υποδεικνύει έμμεσα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε αντίστοιχες θέσεις, συμπεριλαμβανομένων των συγχεόμενων συναισθημάτων.
Πέραν τούτων, ο Β. Γιαρεντζίδης, είναι εν γένει ένας άνθρωπος της τέχνης, αφού ασχολείται από μικρός και με τη Ζωγραφική και συμμετέχει σε ομαδικές εικαστικές εκθέσεις. Τα έργα του είναι το ίδιο ιδιαίτερα με τη γραφή του. Ασχολείται με την τέχνη της ελαιογραφίας και δημιουργεί τρισδιάστατες εικόνες.
Η Σκοτεινή Χίμαιρα, λοιπόν, ίσως να σημάνει για την αστυνομική λογοτεχνία ό,τι σημαίνει η Μεγάλη του Καραγάτση για την κλασική. Το άρθρο δεν αποσκοπούσε τόσο στο να σας πείσουμε να διαβάσετε το βιβλίο, όσο στο να δώσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τον απαιτούμενο θαυμασμό στον συγγραφέα. Ο Β. Γιαρεντζίδης μας εξέπληξε με τον μοναδικό συγκερασμό της ρεαλιστικής πραγματικότητας της αστυνομικής διαδικασίας, με τα μεταφυσικά φαινόμενα και την παρά-ψυχολογία, καταστάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Η Σκοτεινή Χίμαιρα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πηγή.