Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Η προηγούμενη εβδομάδα, αν και ξεκίνησε με ήπιους τόνους και σχετικά χαλαρές διακυμάνσεις (πλην εξαιρέσεων), χαρακτηρίστηκε έντονη, λόγω των δύο τελευταίων ημερών της (Πέμπτη και Παρασκευή). Μακροοικονομικές εξελίξεις, εταιρικά αποτελέσματα, συνεδριάσεις Κεντρικών Τραπεζών, αποκοπές μερισμάτων (εγχώρια) κ.ά. καθόρισαν τις μεταβολές, με το τελικό συνολικό πρόσημο να είναι αρνητικό.
Διεθνώς, οι επενδυτές εστίασαν σε σημαντικό βαθμό στη συνεδρίαση της Fed. Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια πολιτικής της, όπως αναμενόταν. Επίσης, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, δόθηκε σήμα πως υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο (όπως εκτιμάται αρκετό καιρό τώρα) πως τον Σεπτέμβριο θα ξεκινήσει και η Fed τις περικοπές. Μάλιστα, ο Jerome Powell, επικεφαλής της Fed, υπογράμμισε την επιδείνωση που παρουσιάζει η αγορά εργασίας, με την άνοδο της ανεργίας και την αύξηση των επιδομάτων ανεργίας. Η επιδείνωση αυτή, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είχε αρχίσει ήδη να εμφανίζεται από τα τέλη του 2023, ενώ, παράλληλα, οι καθυστερήσεις στην αποπληρωμή χρεών σε πιστωτικές κάρτες ξεπέρασαν τα προ πανδημίας επίπεδα.
Από τη μία, αυτά τα στοιχεία μπορεί να υποδηλώνουν πως η αμερικανική οικονομία εισέρχεται σταδιακά σε ύφεση, από την άλλη, όμως, δύει ο κίνδυνος για ανατροφοδότηση του πληθωρισμού μέσω της αύξησης των μισθών, λόγω της —μέχρι τώρα— στενής αγοράς εργασίας (σπείρα τιμών – μισθών, που μπορείς να επιφέρε στασιμοπληθωρισμό).
Το ότι οι ΗΠΑ απέφυγαν μια αναμενόμενη ύφεση το 2023 συνέβαλε στη διατήρηση άποψης για μια ήπια οικονομική προσγείωση φέτος και ίσως συνέβαλε σε ευνοϊκές ερμηνείες των δεδομένων. Ειδικότερα, η έμφαση, ως συνήθως στις περισσότερες χώρες, δόθηκε στην «ισχυρή» ανάπτυξη, για τα δεδομένα των συνθηκών, η οποία ήταν όντως εντυπωσιακή και αρκετά υψηλότερη σε σχέση με άλλων μεγάλων οικονομιών. Ωστόσο, οι κρατικές δαπάνες, υποστηριζόμενες από ένα τεράστιο έλλειμμα, συνέβαλαν στη στήριξη της ανάπτυξης. Οι θέσεις εργασίας έχουν ενισχυθεί από το ξεφάντωμα προσλήψεων στο δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με αναλυτές, ακόμα και τα μεγάλα επίπεδα καταναλωτικών δαπανών προέρχονται κυρίως από την ακρίβεια σε είδη πρώτης ανάγκης. Ο Δείκτης Νέων Παραγγελιών Κατασκευής ISM βρίσκεται σε έδαφος συρρίκνωσης και ήταν ένα αξιοπρεπές μήνυμα για ύφεση στο παρελθόν. Οι αιτήσεις για ανεργίες αυξήθηκαν σε υψηλό 11 μηνών την περασμένη εβδομάδα, οι μικρές επιχειρήσεις περικόπτουν τα σχέδια προσλήψεων και πολλές εταιρείες που αντιμετωπίζουν τους καταναλωτές έχουν πρόσφατα καταγράψει απώλεια κερδών.
Όλα τα παραπάνω κάνουν μερικούς να ανησυχούν για την καθυστέρηση της Fed να ξεκινήσει τις μειώσεις των επιτοκίων, δεδομένου πως και ο πληθωρισμός έχει πτωτική τάση, εδώ και αρκετούς μήνες. Πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος δανεισμού εάν πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν δάνεια σταθερού επιτοκίου, που πρόκειται να ανανεωθούν, γεγονός που πιέζει περαιτέρω την επιδείνωση.
Με βάση την κλίση της καμπύλης των αποδόσεων των ομολόγων με την πάροδο του χρόνου, η οποία ήταν αναξιόπιστος δείκτης μέχρι πρότινος, η Κεντρική Τράπεζα της Νέας Υόρκης εκτιμά μια πιθανότητα ύφεσης πάνω από 50% το επόμενο έτος.
Οι αποτιμήσεις των μετοχών παρουσιάζονται, επίσης, τεντωμένες. Οι αποτιμήσεις των μετοχών εμφανίζονται επίσης τεντωμένες. Πράγματι, η συγκέντρωση του δείκτη S&P 500 —με τις μετοχές των τεχνολογικών κολοσσών Magnificent 7 να αποτελούν περισσότερο από το 30% της αξίας του— τον καθιστά ευάλωτο σε μια διόρθωση.
Απαρατήρητες, βέβαια, δεν περνάνε και οι ρευστοποιήσεις της προηγούμενης εβδομάδας. Τα αρνητικά οικονομικά νέα για τις ΗΠΑ και ορισμένα μη ικανοποιητικά αποτελέσματα σε μεγάλη πτώση των μετοχών και σε μεγάλο ράλι στην αγορά ομολόγων, που ώθησε τις αποδόσεις απότομα χαμηλότερα, γεγονός αμφίρροπο, καθώς πολλοί επενδυτές θεωρούσαν ότι εδώ και καιρό ότι οι χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων δικαιολογούσαν υψηλότερες αποτιμήσεις των μετοχών. Οι χαμηλές αποδόσεις των ομολόγων θεωρήθηκαν καλές για τις μετοχές για δύο λόγους. Πρώτον, και πιο προφανώς, οι αισιόδοξοι traders υποστήριξαν ότι οι χαμηλές αποδόσεις σήμαιναν ότι τα μετρητά και τα ομόλογα δεν ήταν θεμελιωδώς ελκυστικά, ωθώντας τους επενδυτές προς επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων. Αυτό το επιχείρημα είναι λιγότερο πειστικό τώρα που τόσο τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια όσο και οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν αυξηθεί σημαντικά από το 2021, ενώ ο πληθωρισμός έχει μειωθεί, πράγμα που σημαίνει ότι οι επενδυτές σε μετρητά και ομόλογα μπορούν να κερδίσουν θετικές πραγματικές αποδόσεις. Δεύτερον, μια κοινή προσέγγιση για την αποτίμηση των μετοχών είναι να τις βλέπει κανείς ως αξίωση για όλα τα τρέχοντα και μελλοντικά κέρδη της συγκεκριμένης εταιρείας. Αυτά τα μελλοντικά κέρδη πρέπει να προεξοφληθούν, καθώς € 1.000 σε 10 χρόνια σαφώς δεν αξίζουν το ίδιο με € 1.000 σήμερα. Οι αποδόσεις των ομολόγων χρησιμοποιούνται συχνά ως το επιτόκιο για την προεξόφληση αυτών των μελλοντικών κερδών. Έτσι, χαμηλότερες αποδόσεις ομολόγων σημαίνουν χαμηλότερο προεξοφλητικό επιτόκιο και τα αυριανά κέρδη αξίζουν περισσότερο σε σημερινά χρήματα. Ενώ το προεξοφλητικό επιτόκιο μπορεί να έχει αυξηθεί, οι εκτιμήσεις για την αύξηση των μελλοντικών κερδών μπορεί να έχουν αυξηθεί εξίσου γρήγορα ή ακόμα πιο γρήγορα. Αυτό είναι λίγο δύσκολο να το δούμε στα δεδομένα. Η μέση αύξηση των κερδών ανά μετοχή για τον S&P 500 φέτος αναμένεται να είναι μόλις 6%. Υπάρχει μια αναμενόμενη αύξηση στο 11% το επόμενο έτος, αλλά αυτό δεν είναι τόσο εντυπωσιακό όσο ακούγεται. Οι αναλυτές συνήθως ξεκινούν το ημερολογιακό έτος με υψηλές προβλέψεις για την αύξηση των κερδών, αλλά στη συνέχεια τις αναθεωρούν προς τα κάτω.
Περνώντας στο μέτωπο της νομισματικής πολιτικής, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι μειώσεις επιτοκίων θα ενθαρρύνουν μόνο μια φούσκα περιουσιακών στοιχείων. Το πρόβλημα είναι ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο η Fed μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι η ζήτηση έχει περιοριστεί υπερβολικά. Στη συνέχεια, μπορεί να χρειαστεί να φορτώσει μπροστά περισσότερες περικοπές — με μείωση 0,50 ποσοστιαίας μονάδας, αντί για περικοπή 0,25 πόντων. Αυτό θα ανησυχούσε τις αγορές μετοχών. Αυτό μπορεί να φαίνεται απίθανο τώρα, αλλά η οικονομία δεν επιβραδύνεται με γραμμικό τρόπο. Η απώλεια της οικονομικής δυναμικής, η οποία συμβαίνει εδώ και περισσότερο, και είναι βαθύτερη, από ό,τι φαίνεται να εκτιμούν πολλοί, μπορεί να γίνει μια αυτοενισχυόμενη σπείρα.
Που καταλήγουμε; Ότι υπάρχει αβεβαιότητα και πως για τίποτα δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι προς το παρόν. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Fed φαίνεται να συγκλίνει πως το σωστό timing για την πρώτη μείωση στα επιτόκια είναι ο Σεπτέμβριος. Βασικός της στόχος τη δεδομένη στιγμή δεν είναι η αποφυγή κάποιας ύφεσης, το μέγεθος της οποίας δεν μπορεί να είναι προβλέψιμο, αλλά η σταθεροποίηση του πληθωρισμό στον στόχο του 2%, κάτι που σίγουρα δεν έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής. Το βασικό πρόβλημα που πρέπει να προβληματίζει τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο είναι τα επίπεδα χρέους (δημοσίου και ιδιωτικού τομέα), αλλά και τα δεμένα χέρια των Κεντρικών Τραπεζών σε περίπτωση σοβαρής επιδείνωσης της κατάστασης. Το τελευταίο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός πως ακόμη δεν έχει συμμαζευτεί η αύξηση της ρευστότητας των τελευταίων ετών από τα προγράμματα ποσοτικής «χαλάρωσης».