Του Χρήστου Ζησιάδη,
Ο Ξενοφών, γνωστός κυρίως από την κάθοδο των Μυρίων στα βάθη της Ασίας, αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της αρχαίας Ελλάδας. Γεννημένος από εύπορη οικογένεια του δήμου των Ερχιέων στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, περίπου το 430 π.Χ., ο Ξενοφών θα ζήσει τον πόλεμο και τη διαφθορά της δημοκρατίας των δημαγωγών της εποχής. Ο ίδιος άνηκε στην τάξη των ιππέων, ήταν φιλολάκων και ολιγαρχικός στις πολιτικές του πεποιθήσεις.
Κατά τα παιδικά του χρόνια μαθήτευσε κοντά στον Σωκράτη. Μάλιστα, ο Διογένης ο Λαέρτιος μας διηγείται την εξής ιστορία: Κάποτε στην Αθήνα, καθώς ο μικρός Ξενοφών διέσχιζε ένα στενό σοκάκι, συνάντησε τον Σωκράτη ο οποίος του έκλεισε τον δρόμο με ένα ραβδί και τον ρώτησε εάν γνωρίζει που γίνονται οι άνθρωποι αγαθοί και καλοί. Ο Ξενοφών αδυνατούσε να απαντήσει και τότε ο Σωκράτης του απάντησε με την χαρακτηριστική φράση «Έπου και μάνθανε». Αν και θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον φιλόσοφο και θα τον θεωρεί πρότυπο δασκάλου εφ’ όρου ζωής, ο ίδιος αγαπούσε ιδιαίτερα τον πρακτικό βίο, τον αθλητισμό και τη δράση. Μας είναι γνωστό πως ασχολούνταν με την πάλη, τους ελεύθερους αγώνες και την ιππασία.
Όταν εν τέλει θα λάβει, το 401 π.Χ., πρόσκληση από τον φίλο του Πρόξενο τον Βοιωτό προκειμένου να συνδράμει στην εκστρατεία του Κύρου ενάντια στον αδελφό του Αρταξέρξη Β’, θα βρει την ευκαιρία που έψαχνε για να ασκήσει τον στρατιωτικό βίο που τόσο ποθούσε. Πήγε αμέσως στον δάσκαλό του προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη του. Ο Σωκράτης φοβούμενος για τον μαθητή του μην κατηγορηθεί για ανάρμοστη διαγωγή ή φιλολακωνισμό, καθώς ήταν ο Κύρος αυτός που συντηρούσε με τα χρήματά του τον στόλο της Σπάρτης στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, τον συμβούλεψε να ρωτήσει το μαντείο των Δελφών εάν θα έπρεπε να συμμετάσχει. Ο Ξενοφών, όμως, μη θέλοντας να στερηθεί την ευκαιρία αυτή για δράση, ρώτησε το μαντείο σε ποιον θεό θα πρέπει να θυσιάσει προκειμένου να έχει ευνοϊκό ταξίδι. Ο Φοίβος του έδωσε τα ονόματα των θεών και ο Ξενοφών πήγε να ανακοινώσει τον χρησμό στον δάσκαλό του. Ο Σωκράτης τον επέπληξε για τη φύση της ερώτησής του, αλλά θεώρησε πως δεν θα έπρεπε να εναντιωθεί στη βούληση του θεού και τον παρότρυνε να πράξει σύμφωνα με τις εντολές του μαντείου.
Όταν εν τέλει βρέθηκε στην Ασία υπό τις διαταγές του ικανότατου Σπαρτιάτη στρατηγού Κλέαρχου, ο Ξενοφών εντυπωσιάστηκε και θαύμασε ιδιαίτερα τον Πέρση βασιλόπαιδα Κύρο τόσο για την παιδεία του, όσο και για τον φιλελληνισμό του. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος πως ο Κύρος ήθελε για συμμάχους τους Έλληνες όχι γιατί του έλειπαν οι βάρβαροι, αλλά γιατί τους θεωρούσε ανώτερους από όλους τους άλλους λαούς. Ακόμα, εξυμνεί τους Έλληνες για την ελευθερία, για την οποία θα αντάλλασσε ό,τι είχε, και την θεωρεί αιτία της ηθικής και πολεμικής ανωτερότητας των Ελλήνων έναντι των Περσών.
Όταν τελικά ο Κύρος θα χάσει τη ζωή του στη μάχη στα Κούναξα (κοντά στη σημερινή Βαγδάτη, πρωτεύουσα του Ιράκ) και οι Έλληνες στρατηγοί εξοντωθούν με ατιμωτικό τρόπο από τον Αρταξέρξη, ο Ξενοφών θα ψηφιστεί ως ένας από τους πέντε στρατηγούς του σώματος. Η αποστολή του θα είναι να φέρει τους Έλληνες μισθοφόρους πίσω στην πατρίδα, περνώντας από τα αρμενικά όρη προς τη Τραπεζούντα, στη συνέχεια προς τις ακτές της περιοχής του Βυζαντίου και προς την Ελλάδα. Πράγματι, ο Ξενοφών φάνηκε άξιος του βαθμού που του δόθηκε και ύστερα από πολλές περιπέτειες, στις οποίες ανέδειξε τις διοικητικές του ικανότητες, κατάφερε να φτάσει στην Θράκη και να παραδώσει το στράτευμα στον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο Β’ προκειμένου να το αξιοποιήσει σε μία νέα εκστρατεία για την απελευθέρωση των Ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας. Η εκστρατεία αυτή θα πραγματοποιηθεί το 396 π.Χ. και θα συμμετέχει και ο Ξενοφών. Στο εσωτερικό, όμως, της Ελλάδος μία συμμαχία μεταξύ των Θηβαίων και των Αθηναίων θα αναγκάσουν την επιστροφή του Αγησίλαου και θα τον οδηγήσουν στη μάχη της Κορώνειας το 394 π.Χ., όπου θα λήξη με μία Πύρρειο νίκη για τους Λακεδαιμόνιους και θα αναδείξει τη μελλοντική ισχύ των Θηβαίων στα πεδία των μαχών.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ξενοφών εξορίστηκε από την Αθήνα. Ανταμείφθηκε, όμως, γενναία από τους Σπαρτιάτες για τις υπηρεσίες του και του δόθηκε το ίδιο έτος έκταση γης κοντά στον ποταμό Σκιλλούντα, κοντά στην Ολυμπία. Εκεί πέρα συνέγραψε μεγάλο μέρος του έργου του και έζησε για 24 χρόνια μέχρι να εξοριστεί ξανά και να μεταβιβαστεί στην Κόρινθο, όπου εικάζεται πως πέθανε περίπου το 355 π.Χ. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν πως άφησε την τελευταία του πνοή στη γενέτειρά του, εφόσον η εξορία του είχε ανακληθεί χάρη στη δράση των γιων του στα πεδία των μαχών υπέρ της Αθήνας.
Ο Ξενοφών απέκτησε δύο γιους με τη σύζυγό του Φιλησία, τον Γρύλλο και τον Διόδωρο. Ύστερα από συμβουλή του Αγησίλαου, με τον οποίο ο Ξενοφών απέκτησε φιλικές σχέσεις και τον θαύμαζε για τις ικανότητές του, τα παιδιά του πήγαν στη Σπάρτη προκειμένου να αποκτήσουν την περίφημη αγωγή του Λυκούργου. Όταν χρόνια αργότερα, το έτος 362 π.Χ., θα ξεκινήσουν οι συγκρούσεις των Αθηναίων και των Λακεδαιμόνιων εναντίων των Θηβαίων, οι γιοι του Ξενοφώντα θα λάβουν μέρος στη μάχη της Μαντινείας ως ιππείς ύστερα από εντολή του. Ο Γρύλλος χάθηκε διακεκριμένος σε αυτή μάχη. Υπάρχει μία ιστορία μάλιστα που αναφέρει πως όταν έφτασε ένας αγγελιοφόρος μεταφέροντας στον Ξενοφώντα τα θλιβερά νέα τον πέτυχε κατά τη διάρκεια μιας θυσίας. Του ανέφερε τα κατορθώματα του γιου στη μάχη και αυτός συνέχισε τη διαδικασία ατάραχος, χωρίς καν να δακρύσει. Όσον αφορά τον άλλο του γιο, τον Διόδωρο, μπορεί να μην διακρίθηκε στη μάχη αλλά έζησε και απέκτησε έναν γιο ονόματι Γρύλλο.
Ο Ξενοφών υπήρξε ένας πολυγραφότατος άνθρωπος της εποχής του με ανησυχίες που κάλυπταν ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων. Είναι γνωστότερος για τα ιστορικά του έργα και κυρίως για τα Ελληνικά, όπου αποτελούν συνειδητή συνέχεια του έργου του Θουκυδίδη ολοκληρώνοντας έτσι τον πελοποννησιακό πόλεμο, το έργο Κύρου Ανάβασις, όπου πραγματεύεται την εκστρατεία 13.000 Ελλήνων μισθοφόρων έναντι του Αρταξέρξη β’ και τον Αγησίλαο, μία βιογραφική μνεία προς το πρόσωπό του βασιλιά της Σπάρτης. Εκτός των ιστορικών έχει γράψει και πλήθος φιλοσοφικών κειμένων (όπως η Απολογία Σωκράτους, το Συμπόσιο, τα Απομνημονεύματα κ.λπ.) όπου συχνά αναφέρεται στον Σωκράτη. Τέλος, ασχολήθηκε και με διδακτικές-πολιτικές θεματολογίες με βιβλία όπως Λακεδαιμονίων πολιτεία, Αθηναίων Πολιτεία, Κύρου Παιδεία κ.λπ.
Συνοψίζοντας, ο Ξενοφών ήταν από τους ανθρώπους εκείνους όπου η τύχη και οι συγκυρίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον βίο του. Ο ίδιος υπήρξε πολυπράγμων ως προς τα ενδιαφέροντα του, μα με έναν σταθερό προσανατολισμό προς την δράση, την πρακτικότητα και τη σπουδή. Ίσως αυτοί να είναι και οι παράγοντες για το συνεχές ενδιαφέρον που έδειχναν διάφοροι μελετητές ανά τους αιώνες προς το πρόσωπο του, καθώς εκτιμήθηκε ιδιαίτερα ως ιστορικός, φιλόσοφος και παιδαγωγός.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ξενοφών, Άπαντα, Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος 1993
- Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος 1992