13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι βασικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία στο ποινικό ακροατήριο

Οι βασικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία στο ποινικό ακροατήριο


Της Ελένης Κάζου,

Μετά το τυπικό και ουσιαστικό πέρας της προδικασίας ακολουθεί η διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία διακρίνεται σε δύο στάδια: την προπαρασκευαστική διαδικασία (της κύριας διαδικασίας) (άρθρα 320-328 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) και την κύρια διαδικασία του ακροατηρίου (άρθρα 329-373 ΚΠΔ). Η έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, ουσιαστικά, ταυτίζεται με την κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η κύρια διαδικασία ξεκινά από τη στιγμή εκείνη που καθίσταται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και επιδίδεται νομότυπα για αυτήν την παραπομπή έγκυρο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση. Η διαδικασία στο ακροατήριο πραγματοποιείται σύμφωνα με τις βασικές αρχές που τη διέπουν και οι οποίες απολαμβάνουν τυπικής και υπερνομοθετικής ισχύος.

Πρώτη αρχή είναι αυτή της δημοσιότητας των δικών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 93 παρ. 2 και 3. εδ. α του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες και κάθε δικαστική απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ανάλογη ρύθμιση προβλέπεται και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σύμφωνα με το άρθρο 329 παρ. 1 εδ. α του ΚΠΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης, γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις.

Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες δύναται να αποκλειστεί η δημοσιότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων δεν είναι δημόσιες, αν με απόφαση του δικαστηρίου κριθεί ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων. Το άρθρο 330 παρ. 1 ΚΠΔ εξειδικεύει την ανωτέρω ρύθμιση ως εξής: «Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διεξαγωγή της συνεδρίασης ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα και να απομακρύνει τους ακροατές («κεκλεισμένων των θυρών») όταν η δημοσιότητα της συνεδρίασης θα είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι για την προστασία του ιδιωτικού ή οικογενειακού βίου των διαδίκων και ιδίως σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, αν η δημοσιότητα θα έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή τον διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου».

Σε αυτή την περίπτωση, ο αποκλεισμός αφορά μόνο τη συνεδρίαση και όχι τις αποφάσεις, οι οποίες απαγγέλλονται δημόσια. Περαιτέρω περιορισμοί στην αρχή της δημοσιότητας μπορούν να επιβληθούν και σε δίκες που προσελκύουν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό ακροατών, με τον ορισμό μέγιστου επιτρεπόμενου αριθμού ακροατών, ώστε να μην παρακωλυθεί η απρόσκοπτη διεξαγωγή της διαδικασίας.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: cqf avocat

Άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της δημοσιότητας είναι η αρχή της προφορικότητας. Ειδικότερα, βασική προϋπόθεση της δημοσιότητας αποτελεί η προφορικότητα, δηλαδή η προφορική διεξαγωγή της διαδικασίας («δια ζώσης») στο ακροατήριο και η προφορική αναγγελία της απόφασης. Σύμφωνα με το άρθρο 331 ΚΠΔ, για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά. Προς υποστήριξη της αρχής της δημοσιότητας, παρέχεται το δικαίωμα στον Εισαγγελέα και τους διαδίκους να ζητήσουν την καταχώριση στα πρακτικά κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στον νόμο. Παράλληλα, κάθε έγγραφο που χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό μέσο πρέπει υποχρεωτικά να αναγνωσθεί στο ακροατήριο. Η λήψη υπόψη εγγράφων μη αναγνωσθέντων θεμελιώνει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 ΚΠΔ ως παράβαση των διατάξεων σχετικά με τη δημοσιότητα.

Παράλληλα, θεμελιώδης αρχή είναι αυτή της αμεσότητας, δηλαδή της άμεσης επαφής και επικοινωνίας του δικαστηρίου με τον κατηγορούμενο και με τα άλλα προσωπικά αποδεικτικά μέσα. Από την αρχή αυτή απορρέει η υποχρέωση συνεχούς και αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (άρθρο 340 ΚΠΔ). Προς εξασφάλιση της αμεσότητας λειτουργεί η διάταξη του άρθρου 357 παρ. 4 εδ. β ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, η κατάθεσή του που είχε δοθεί κατά την προδικασία δεν διαβιβάζεται. Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 363 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν απουσιάζει έστω και ένας μάρτυρας, η προδικαστική του κατάθεση δεν διαβιβάζεται, παρά μόνο αν για κάποιο εξαιρετικά σοβαρό κώλυμα είναι ανέφικτη η εμφάνισή του στο ακροατήριο. Με την αντίθετη κατά τον νόμο ανάγνωση πλήττονται τόσο και η αρχή της προφορικότητας όσο και της δημοσιότητας και παράγεται απόλυτη ακυρότητα, καθώς περιορίζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ελέγχει την αξιοπιστία των μαρτύρων και να υποβάλει ερωτήσεις.

Ακόμα μια βασική αρχή είναι αυτή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης. Η αντιδικία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ποινικής δίκης. Σύμφωνα με το άρθρο 333 παρ. 2 ΚΠΔ, οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν ερωτήσεις απευθείας στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους και να λαμβάνουν τον λόγο για να αγορεύσουν, ή όταν το ζητούν, για να προβαίνουν σε δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται. Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 358 ΚΠΔ μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο εισαγγελέας και οι διάδικοι (ιδίως ο κατηγορούμενος) έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του μάρτυρα ή της μαρτυρίας οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, καθώς και να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: RDNE Stock project

Επίσης, προβλέπεται ότι πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη που εκδίδεται, τον λόγο παίρνουν ο εισαγγελέας και οι παρόντες διάδικοι (άρθρα 138 παρ.1 εδ.α’, 333 παρ.3 και 367 παρ.1 ΚΠΔ). Ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του παίρνουν τον λόγο πάντα τελευταίοι. Η ενεργητική συμμετοχή του κατηγορουμένου στην αποδεικτική διαδικασία αποτελεί έκφανση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής ακρόασης (άρθρο 20 Συντάγματος) στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.

Τέλος, θεμελιώδης αρχή της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας αποτελεί αυτή της αντικειμενικότητας του δικαστή. Κατά το άρθρο 332 ΚΠΔ οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να μεταχειρίζονται όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη συζήτηση και τη διαδικασία κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνδέεται άρρηκτα με την αναγνώριση πειθαρχικής ευθύνης («διαπράττουν βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα»). Ο δικαστής πρέπει να εξασφαλίζει την ομαλή ροή της δίκης, την ενεργητική συμμετοχή όλων των διαδίκων και την απρόσκοπτη αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, Αθήνα, 2021, Εκδόσεις Σάκκουλα.
  • Αργύριος Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η έκδοση, Αθήνα, 2020, Νομική Βιβλιοθήκη.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη Κάζου
Ελένη Κάζου
Γεννήθηκε το 2003 στην Καβάλα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εμβάθυνση και εξειδίκευση σε σύγχρονα ζητήματα του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου. Ομιλεί άπταιστα την Αγγλική και πολύ καλά τη Γερμανική γλώσσα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το σκάκι, την εκμάθηση ξένων γλωσσών, τα ταξίδια και την μουσική