Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Ο ρόλος του στρατού στα πολιτικά πράγματα είναι ένα ζήτημα που έχει πολλές φορές απασχολήσει τους μελετητές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Η τάση της έρευνας τα τελευταία χρόνια είναι σε μεγάλο βαθμό η διερεύνηση του πώς ακριβώς εξελίχθηκαν οι σχέσεις και οι επιρροές του στρατού στην πολιτική κατά τον 20ό αιώνα. Πρόκειται για ένα θέμα που δεν έχει πάντοτε σαφείς και ξεκάθαρες πηγές, όπως μας πληροφορεί ήδη από τον πρόλογό του ο συγγραφέας του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα — άλλωστε, η παρεμβατικότητα και ο όποιος πολιτικός ρόλος του στρατού δεν είναι στοιχεία που θα δηλώνονταν ευθαρσώς από τους φορείς που μετείχαν σε αυτά.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το νέο βιβλίο του Τάσου Σακελλαρόπουλου, που παρουσιάζουμε σήμερα, τιτλοφορείται Ειρήνη, πόλεμος, πολιτική, συνωμοσίες: Οι Έλληνες αξιωματικοί 1935 – 1945 και κυκλοφόρησε το 2023 από τις Εκδόσεις Πατάκη. Το έργο αποτελεί την αποτύπωση μιας ερευνητικής προσπάθειας που ξεκίνησε από τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, γεννημένος στην Αθήνα το 1962, έχει πραγματοποιήσει σπουδές Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σιένα, όπου εκπόνησε και τη διατριβή του για την επέκταση της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τις αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς κατά τα έτη 1910 – 1915. Στη συνέχεια, εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν την Ιστορία του 20ού αιώνα, με θέματα όπως την πολιτική του Βενιζέλου, τη Μικρασιατική Εκστρατεία, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, και πολλά ακόμη. Ο ίδιος είναι υπεύθυνος για τα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, ενώ έχει επιμεληθεί συλλογικά έργα και μουσειακές εκθέσεις. Συνεπώς, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση για να μυήσει τον αναγνώστη στην περίπλοκη θεματολογία της εμπλοκής του στρατού στα πολιτικά πράγματα.
Αρχικά, ο συγγραφέας εξηγεί την οριοθέτηση της μελέτης, η οποία αφορά αποκλειστικά τον ελληνικό τακτικό στρατό (δηλαδή αυτόν που κάθε φορά ελεγχόταν από την επίσημη πολιτική ηγεσία του κράτους) και συγκεκριμένα την πολιτική δράση των αξιωματούχων του κατά την περίοδο 1935-1945. Το βιβλίο ξεκινά στο πρώτο του κεφάλαιο από το κίνημα των βενιζελικών αξιωματούχων το 1935, με έμφαση στον ρόλο και τη στάση τόσο των ηγετών της παράταξης, όσο και των ίδιων των στρατιωτικών, σε μια περίοδο κατά την οποία οι νέες γενιές αξιωματικών αρχίζουν να διαφοροποιούνται από τις παλαιότερες, αφού μέσα και από τη λειτουργία της Σχολής Ευελπίδων, υπάρχει μια πιο «επιστημονική» θέαση της ιδιότητας του αξιωματικού. Στη συνέχεια, το δεύτερο κεφάλαιο αφορά την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου μόλις την επόμενη χρονιά, αλλά και την ηγεσία του Μεταξά, που συνέπεσε μοιραία με τις πολεμικές προετοιμασίες της Ελλάδας για τον επερχόμενο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο πόλεμος του 1940-1 παρουσιάζεται στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο, με όλα τα γεγονότα και τα επακόλουθά του, όπως τη διάσταση ανάμεσα στο μέτωπο και στο «στρατηγείο» της Αθήνας, ενώ ολόκληρο το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη Μάχη της Κρήτης. Τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα απασχολήσουν τον αναγνώστη και στο πέμπτο, έκτο και έβδομο κεφάλαιο, όπου το κέντρο βάρους βρίσκεται στις εξελίξεις της Μέσης Ανατολής, αλλά και τον διχασμό που είχε αρχίσει να αναφύεται ανάμεσα στις διάφορες στρατιωτικές δυνάμεις που πρέσβευαν διαφορετικές ιδεολογικές κατευθύνσεις. Τέλος, το όγδοο και ένατο κεφάλαιο ασχολούνται με την τεταμένη περίοδο από το Συνέδριο του Λιβάνου μέχρι και τη Συμφωνία της Βάρκιζας το 1945, όπου πλέον μετά τα αιματηρά επεισόδια των Δεκεμβριανών, η αριστερά διαχωρίζεται πλήρως από τον επίσημο στρατό.
Τα συμπεράσματα του βιβλίου αποτυπώνουν το επιστέγασμα μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας και κοπιώδους έρευνας του συγγραφέα, διατυπώνοντας ορισμένες φάσεις από τις οποίες διήλθε η συμμετοχή του ελληνικού στρατού στα πολιτικά πράγματα. Ήδη από τη συντριβή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο στρατός έχασε σταδιακά τον όποιο αλυτρωτικό του χαρακτήρα, με βασική τομή το κίνημα του 1935. Οι νέες γενιές αξιωματούχων διαφοροποιήθηκαν από τις παλαιότερες, καθώς προοδευτικά οι βενιζελικοί αξιωματικοί απωθήθηκαν από τον στρατό, ο οποίος βρέθηκε στο επίκεντρο της εξουσίας με την 4η Αυγούστου και εν τέλει, λόγω του πολέμου, απέκτησε και το στοιχείο της λαϊκότητας.
Στη συνέχεια, και ιδιαίτερα μετά το 1945, ο στρατός διαχωρίζεται εντελώς από τα αριστερά στοιχεία (αλλά εν πολλοίς και τα κεντρώα) και περιέρχεται εντελώς στη σφαίρα επιρροής του θρόνου, με αποτέλεσμα πλέον οι νέες γενιές αξιωματούχων να λαμβάνουν αγωγή από αποκλειστικά φιλοβασιλικά στοιχεία. Ο συγγραφέας, τέλος, παρατηρεί ότι μετά το 1950, ο στρατός ξεκινά προοδευτικά να μην εκφράζει τη βασιλική εξουσία, αλλά να διεκδικεί ο ίδιος να διαμορφώσει τα πράγματα με ανάμειξη στην πολιτική, τάση που τελικά εκφράστηκε το 1967. Παρόλα αυτά, αυτό είναι αντικείμενο μιας νέας έρευνας, που πιθανότατα θα ακολουθήσει τη συγκεκριμένη — ως τότε, οι λάτρεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ας σπεύσουν να προμηθευτούν το συγκεκριμένο βιβλίο.