Του Γιώργου Τζεμίντιμπη,
Η κλασική, και δη η αυγούστεια, εποχή της ρωμαϊκής ποιήσεως έχει χαρίσει στην ανθρωπότητα μερικά απ’ τα μεγαλύτερα λογοτεχνήματα της αρχαιότητας, έργα που, μέχρι τουλάχιστον τον 17ο αιώνα ήταν ο κανόνας, και έκτοτε αποτελούν πηγή έμπνευσης για όλες τις τέχνες. Ποιος δεν έχει ακουστά την Αινειάδα του Βιργιλίου, τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, και τις Ωδές του Ορατίου, έργο που μας απασχολεί στο συγκεκριμένο άρθρο; Η ρωμαϊκή ποίηση εγκολπώθηκε τις αρχές και τα πρότυπα της ελληνικής, από τον Όμηρο, τη Σαπφώ και τον Πίνδαρο μέχρι τον Καλλίμαχο, και τα προσάρμοσε στα δικά της μέτρα, στις δικές της ανάγκες, παράγοντας πολλάκις έργα εξίσου aere perenniora (για να παραφράσω τον Οράτιο, «ανθεκτικότερα απ’ τον χαλκό») με τα ελληνικά πρότυπα.
Ο μεγαλύτερος, μάλλον, λυρικός ποιητής της Ρώμης, του οποίου τα Carmina (Ωδές) μάθαιναν απέξω τα σχολιαρόπαιδα στην Αγγλία έως και την εποχή του Τσόρτσιλ, ήταν ο Οράτιος. Γεννημένος στη Βενόζα της Ιταλίας, υιός απελεύθερου, ο ίδιος ελεύθερος, εστάλη από τον πατέρα του στη Ρώμη και στην Αθήνα, για να μορφωθεί, με βάση τα ήδη καθιερωμένα κλασικά πρότυπα της εποχής. Παρόλο που στον εμφύλιο πόλεμο, μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, πήρε το μέρος των δολοφόνων, η γενική αμνηστία που κηρύχθηκε τού επέτρεψε να επιστρέψει στην Ιταλία. Με τα χρόνια, έγινε γνωστός στους ποιητικούς κύκλους του Μαικήνα για το ταλέντο του, και ο ίδιος ο Βιργίλιος ήθελε να τον φέρει στον μεγάλο αυτόν χορηγό των τεχνών. Αποθανών το 8 π.Χ., κατέλιπε έργα μεγάλης αξίας, τις Σάτιρες, τις Ωδές, την Ποιητική Τέχνη, κ.ά. Φράσεις του έχουν αφήσει ιστορία: dulce et decorum est pro patria mori («γλυκός και κόσμιος ο θάνατος για την πατρίδα»), in medias res («στη μέση των πραγμάτων», αναφερόμενος στην αφηγηματολογία των επών του Ομήρου), ab ovo («από το αβγό», δηλαδή από το πραγματικό ξεκίνημα της ιστορίας), κ.ά.
Στο συγκεκριμένο άρθρο θα ασχοληθούμε με το ποίημα 2.10 από τις Ωδές του, το οποίο στις σύγχρονες ξένες εκδόσεις τιτλοφορείται «Η Χρυσή Τομή». Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή είναι αναμφίβολα ένα απαύγασμα της κλασικής διανόησης, με ποικίλη θεματολογία, για την αγάπη, τη φιλία, το κρασί, τη θρησκεία, την ηθική, τον πατριωτισμό, εγκώμια για τον Αύγουστο, καθώς και φιλοσοφικές απόψεις σχετικές με την αβεβαιότητα της ζωής, την αξία της γαλήνης κ.ά. Το συγκεκριμένο ποίημα αφορά σε μία έννοια κομβική στη ζωή των ανθρώπων, είτε Ελλήνων είτε, μετέπειτα, Ρωμαίων, τη μεσότητα· η δε αναφορά στους θεούς φανερώνει τις απόψεις των αρχαίων για την παρουσία του θείου στον κόσμο. Ο Οράτιος νουθετεί έναν μάλλον άγνωστο σ’ εμάς Λικίνιο, ώστε να ακολουθήσει τη μέση οδό στη ζωή του, η οποία θα του φέρνει την ευδαιμονία, αφού ενδείκνυται για έναν άριστο βίο. Η μετάφραση του ποιήματος, με πάσα επιφύλαξη υπέρ του λατινικού, είναι του γράφοντος.
«Ορθότερα θα ζεις, Λικίνιε, αν μήτε στα βαθιά καταποντίζεσαι
Μήτε τη θαλασσοταραχή φοβούμενος φυλάγεσαι,
Βιάζοντας στα απατηλά ρηχά να βγεις.
Γιατί όποιος τη χρυσή αγαπά μεσότητα
Καθόλου δεν τον μέλουν οι μισογκρεμισμένοι του σπιτιού του τοίχοι
Αλλ’ ούτε και νοιάζεται για καλοχτισμένα φθονερά παλάτια.
Συχνά όμως, θαρρώ, σαλεύει με τον άνεμο το πεύκο
Και εκκωφαντικά αφ’ υψηλού γκρεμίζονται οι πύργοι
Και λυσσομανάνε στα πανύψηλα όρη οι κεραυνοί.
Το κοπάδι ελπίζει για άγονη βοσκή, φοβάται την καλή, την ζωηροθεριεμένη.
Στους χαλεπούς χειμώνες χαλινάρι φέρνει ο Δίας· κι ο ίδιος μετά φεύγει.
Όχι, αν τώρα είσαι άσχημα, μάθε πως και κάποτε άλλοτε θε πάλι να ’σαι:
Κάπου κάπου η Μούσα θέλγεται σαν σιωπά η λύρα,
Και δεν βαστάει πάντοτε το τόξο του ο Απόλλων.
Μες στην αγκούσα να ’σαι ψυχωμένος, να ’σαι δυνατός:
Έτσι σοφά μονάχα θα δαμάζεις τον ούριο άνεμο,
Κι έτσι θε να ’χεις φουσκωμένα για πάντα τα πανιά σου»
Το ποίημα, γραμμένο σε σαπφικό μέτρο, φαίνεται να είναι ένα εξαίρετο δείγμα της ποίησης του Οράτιου, και καθίσταται αμέσως κλασικό. Παρόλο που εμπεριέχει ποικίλες έννοιες της αρχαιότητας, κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αυτή η «χρυσή μεσότητα», η aurea mediocritas του πρωτότυπου κειμένου. Και αν θέλουμε να εξετάσουμε με διαύγεια και ζωντάνια το ποίημα, οφείλουμε να εξετάσουμε εξ υπαρχής το ζήτημα της μεσότητας, πρέπει να κάνουμε έναν διάλογο με την Ιστορία, έναν διάλογο με τον ελληνικό εαυτό μας, όπως τον αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι, τουτέστιν τον προσανατολισμένο προς τη δράση κατ’ αρετήν. Αυτός ακριβώς ο ελληνικός, ελεύθερος, ελπιδοφόρος τρόπος ζωής, που εγέννησε τα μεγάλα έπη της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, απέφερε εξαρχής καρπούς τραγικότητας. Οι Έλληνες ακροβατούσαν ανάμεσα στον Πάνα και στον Ποσειδώνα: η σκληρότητα βρισκόταν παντού, ετούτο το τοπίο είναι, άλλωστε, «σκληρό σαν τη σιωπή».
Η μεταγενέστερη γένεση της τραγωδίας, του απολλώνειου και του διονυσιακού, δίνεται άριστα από τον μεγάλο Νεοέλληνα φιλόσοφο Δημήτρη Λιαντίνη ως κάτι το φυσικό για την ελληνική πραγματικότητα, μια διαπίστωση που θα μας οδηγήσει διαλεκτικά στα πορίσματα του Ορατίου, τα οποία τόσον εύγλωττα αποδίδουν τις απόψεις των Ελλήνων για τη ζωή: «Το έκκεντρο σημείο του τραγικού βιώματος είναι η κατανόηση ότι η φύση και οι νόμοι της έχουν προορίσει να ταξιδεύσει τη ζωή του ο άνθρωπος στα στενά των Συμπληγάδων. Οι δύο αντικριστοί βράχοι, που μέσα στην απειλούμενη σύμπληξή τους οργανώνεται ο ρυθμός, η εγρήγορση και η αγωνία της ζωής μας, είναι οι δύο ισοσθενείς και αντίρροπες κατηγορίες του θετικού και του αρνητικού».
Βεβαίως, μια τέτοια διαπίστωση βρίσκεται ήδη στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, στον Αριστοτέλη, όταν πραγματευόταν στα Ηθικά του Νικομάχεια τη φύση και τον ορισμό της αρετής: «Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο: είναι εύκολο, πράγματι να αποτύχεις στον στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις)· να γιατί η υπερβολή και η έλλειψη είναι χαρακτηριστικά της κακίας και η μεσότητα της αρετής: [καλοί με έναν μόνο τρόπο, κακοί με χίλιους τόσους τρόπους].
Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη, που α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, β) βρίσκεται στο μέσον, στο μέσον όμως το [σε σχέση προς εμάς]· το μέσον αυτό καθορίζεται από τη λογική –πιο συγκεκριμένα, από τη λογική, πιστεύω, που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος· είναι μεσότητα μεταξύ δύο κακιών, που η μία βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής και η άλλη από την πλευρά της έλλειψης· και ακόμη με το νόημα ότι ορισμένες κακίες αποτελούν έλλειψη και άλλες πάλι υπερβολή σε σχέση με αυτό που πρέπει, είτε στα πάθη είτε στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον. Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί». (Αριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια, Β, 1106b 27-1107a 8). Ανατρέχοντας, δε, ακόμα πιο πίσω, στους καιρούς της Σίβυλλας και των εφτά σοφών, δε θα μπορούσαμε να λησμονήσουμε τα χρυσά αυτά λόγια, τα δελφικά παραγγέλματα, που παραγγέλλουν στον άνθρωπο το «είναι» (δελφικό έψιλον), και όχι απλώς το «υπάρχειν»: το «μηδέν άγαν» και το «μέτρον άριστον», που καμιά σημασία δεν έχει ποιος σοφός τα ξεστόμισε, αφού στην πραγματικότητα ήταν κραυγές όλου του ελληνισμού.
Από όλες αυτές τις πολιτισμικές συνιστώσες συντίθεται, λοιπόν, στη Ρώμη ένας κορυφαίος, κλασικός ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, που δανείζεται την πνευματικότητα του ελληνισμού και την συγκεράζει με το πρακτικό, μαχητικό, σκληροπυρηνικά νομιμόφρον πνεύμα των Ρωμαίων, ούτως ώστε αιώνες μετά να φτάνουμε στον Οράτιο· στον ποιητή αυτόν, που γράφει με ελληνικό μέτρο, αλλά στη λατινική γλώσσα, ένα ποίημα ελληνικού υποβάθρου, του οποίου όμως ο πρακτικός αντίκτυπος αντηχεί στο imperium Romanum (ρωμαϊκή αυτοκρατορία). Στο επόμενο μέρος του άρθρου, έχοντας κατά νου τη θεωρητική προπαρασκευή που επιχειρήθηκε στο πρώτο μέρος, ο γράφων θα προβεί σε αναλυτική ερμηνεία του Carminis 2.10.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η αρετή είναι μεσότητα, ebooks.edu.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Το τραγικό, liantinis.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Το τραγικό, antikleidi.com, διαθέσιμο εδώ.