Του Νίκου Αντωνάκη,
Ανατρέχοντας κανείς στα σχετικά κεφάλαια του Ποινικού μας Κώδικα, διαπιστώνει ένα καταγεγραμμένο πλήθος εγκλημάτων: εγκλήματα κατά του πολιτεύματος, κατά της υπηρεσίας, κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας κ.ο.κ. Αναμφίβολα όμως, το κεφάλαιο εγκλημάτων που θα του κεντρίσει την περιέργεια περισσότερο είναι αυτό που περιλαμβάνει τις αποδοκιμαστέες εκείνες συμπεριφορές που παραβιάζουν τη γενετήσια ελευθερία του άλλου. Και όταν μιλάμε για τέτοιες συμπεριφορές, μιλάμε πρωτίστως για το έγκλημα του βιασμού, όπως αυτό τυποποιείται στο άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα.
Παρά τα όσα πιστεύουν πολλοί, ο βιασμός στο ελληνικό δίκαιο δεν διαμορφώνεται ως έγκλημα έλλειψης συναίνεσης, στη βασική του μορφή, αλλά ως έγκλημα έλλειψης χρήσης εξαναγκαστικών μέσων. Αυτό σημαίνει ότι, στο μέτρο που δεν ασκείται βία, η τέλεση γενετήσιας πράξης χωρίς απλώς τη συναίνεση του θύματος δεν εμπίπτει στη βασική μορφή του εγκλήματος του βιασμού, αλλά στην «ελαφρότερη», αυτή της παραγράφου 4 του άρθρου 336 ΠΚ που απειλεί μάλιστα και μικρότερη ποινή.
Η νομοθετική αυτή επιλογή προκαλεί πολλά εύλογα ερωτηματικά και έχει δημιουργήσει και θύελλα κοινωνικών αντιδράσεων. Πιο πρόσφατο παράδειγμα τέτοιων αντιδράσεων αποτελεί η περίπτωση της 12χρονης από τον Κολωνό, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας διατυπώθηκε και η πλέον αμφιλεγόμενη εισαγγελική πρόταση περί απαλλαγής του βασικού κατηγορουμένου από το έγκλημα του βιασμού ανηλίκου με το επιχείρημα της έλλειψης χρήσης βίας εκ μέρους του. Και τότε ήταν που ανέκυψε και το βασικό ερώτημα: «Μα καλά, έστω και βία να μην υπήρξε, είναι δυνατόν να συναινέσει έγκυρα ένα 12χρονο σε τέλεση γενετήσιων πράξεων;». Αν το σκεφτεί κανείς, εκεί πόνταρε και το βασικό υπερασπιστικό επιχείρημα του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή υπήρξε αμοιβαίος έρωτας ανάμεσα σε εκείνον και το παιδί.
Όλες αυτές οι κοινωνικές αντιλήψεις ίσως δείχνουν ότι είναι καιρός να εγκαταλειφθούν οι νομοθετικές επιλογές που θέλουν τον βιασμό ως έγκλημα χρήσης βίας και να υιοθετηθεί μια νέα προσέγγιση, αυτή που θα τον βλέπει ως ένα έγκλημα που αγνοεί την αντίθετη βούληση του θύματος, η οποία είναι πάντως «διαγνώσιμη», όπως σημειώνει το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας. Ίσως λοιπόν θα έπρεπε η χρήση επιπλέον βίας να αποτελεί διακεκριμένη περίπτωση βιασμού και να τοποθετηθεί στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 336 ΠΚ, ενώ ως βασική μορφή του να διαμορφωθεί η σημερινή τέταρτη παράγραφος του ίδιου άρθρου.
Και φυσικά όλα αυτά δεν συνιστούν ποινικό λαϊκισμό, αλλά προσδίδουν στο Ποινικό Δίκαιο περαιτέρω κοινωνική και ουσιαστική νομιμοποίηση. Πράγματι, δεν κατανοεί κανείς που βρίσκεται η ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε έναν βιασμό που τελείται με σωματική βία και σε έναν άλλον που γίνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου του θύματος: και στις δύο περιπτώσεις κατ’ αποτέλεσμα έχει παραβιαστεί κατάφωρα η γενετήσια ελευθερία του τελευταίου.
Οι νομοθετικές επιλογές αποτελούν όμως ζήτημα του νομοθέτη. Ποιες είναι σήμερα οι «βαριές» μορφές βιασμού που συγκεντρώνουν και το περισσότερο ουσιαστικό άδικο; Πρόκειται, κατά το άρθρο 336 παρ. 3 ΠΚ, για τον ομαδικό και τον θανατηφόρο βιασμό, όπως επίσης και για τον βιασμό ανηλίκου. Ξεκινώντας από την περίπτωση του ομαδικού βιασμού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν πρόκειται για μια απλή συναυτουργία στο έγκλημα του βιασμού. Αντιθέτως, μάλιστα, πρέπει να έχουν τελεστεί από τους δύο (κατ’ ελάχιστο) δράστες δύο τουλάχιστον γενετήσιες πράξεις με το θύμα. Στο σημείο αυτό συγκεντρώνεται και η όλη απαξία του εγκλήματος: το θύμα, ευρισκόμενο στο έλεος της εγκληματικής κυριαρχίας των δραστών, μετατρέπεται σε ένα «δοχείο ηδονής» για αυτούς, ένα απλώς έρμαιο των σεξουαλικών τους διαθέσεων.
Έτσι, αν σήμερα ο Α δέσει σε μια καρέκλα τη Γ προκειμένου να συνουσιαστεί μαζί της ο Β, δεν υπάρχει ομαδικός βιασμός με βάση την ιστορικο-βουλητική ερμηνεία του άρθρου 336 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα. Αν όμως είχαν εξαρχής την πρόθεση να συνουσιαστούν και οι δύο μαζί της, τότε υπάρχει ήδη αρχή εκτέλεσης, και άρα απόπειρα, ομαδικού βιασμού (α. 42 + 336 παρ. 3 ΠΚ) με το δέσιμο της Α. Αν, πάλι, κατάφεραν οι Α και Β να συνουσιαστούν μαζί της διαδοχικά ή και ταυτόχρονα, τότε υπάρχει ολοκληρωμένος ομαδικός βιασμός που επισύρει τη βαρύτατη ποινή της ισόβιας κάθειρξης (α. 336 παρ. 3 ΠΚ).
Δεύτερη βαριά μορφή βιασμού αποτελεί ο θανατηφόρος βιασμός. Στην περίπτωση αυτή ο δράστης γνωρίζει και επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται την τέλεση γενετήσιας πράξης με το θύμα με τη χρήση εξαναγκαστικών μέσων, πλην όμως από τη χρήση της βίας επέρχεται από αμέλειά του ο θάνατος του θύματος. Σημειώνεται ότι ο θάνατος του θύματος πρέπει να καλύπτεται μόνο από αμέλεια του δράστη, διότι σε περίπτωση που υπάρχει βουλητική κάλυψη αυτού από τον τελευταίο, τότε θα λειτουργήσει η ρήτρα επικουρικότητας του άρθρου 29 ΠΚ και θα κυριαρχήσει η αληθινή συρροή των άρθρων 336 παρ. 1 και 299 παρ. 1 ΠΚ, αφού ο συνδυασμός αυτός επισύρει βαρύτερη ποινή από αυτήν του άρθρου 336 παρ. 3 ΠΚ.
Εξάλλου, προκειμένου να χαρακτηριστεί ο βιασμός ως θανατηφόρος και να εφαρμοστεί το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, θα πρέπει να επήλθε ο θάνατος του θύματος του βιασμού και όχι ενδεχομένως του τρίτου σε βάρος του οποίου είχε ασκηθεί η βία, προκειμένου να καμφθεί η βούληση του θύματος και να ενδώσει στις άρρωστες σεξουαλικές διαθέσεις του δράστη. Αν συμβεί αυτό το τελευταίο, θα υπάρχει αληθινή πραγματική συρροή βιασμού βασικής μορφής και ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Τέλος, κατά την ορθότερη άποψη, και η αυτοπροσβολή του θύματος (π.χ. αυτοχειρία) εμπίπτει στο άρθρο 336 παρ. 3 ΠΚ, αν ο δράστης μπορούσε να την προβλέψει ως πιθανή λόγω κάποιας στενής του σχέσης με το θύμα του.
Τελευταία και εξίσου σκληρή μορφή βιασμού που διαμορφώνεται ως διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού εγκλήματος αποτελεί ο βιασμός ανηλίκου, προσώπου δηλαδή που δεν έχει συμπληρώσει τα 18 έτη της ηλικίας του, και όχι τα 15, όπως διαμορφώνεται το όριο της ανηλικότητας σε άλλα γενετήσια εγκλήματα. Η επίδραση που μπορεί να έχει μια τέτοια πράξη στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού είναι προφανής. Η απαξία του εγκλήματος είναι μάλιστα τέτοια που για τη διερεύνησή του επιτρέπεται η διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων (άρθρο 254 ΚΠΔ), ενώ ειδικό καθεστώς θεσπίστηκε και για τους ανηλίκους μάρτυρες που υπήρξαν θύματα εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, όπως, μεταξύ άλλων, και ο βιασμός (άρθρο 227 ΚΠΔ).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιμέλεια: Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι / Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.
- Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023.