Της Αναστασίας Δάβαρη,
Μισός αιώνας συμπληρώθηκε από την αποφράδα ημέρα της 20ης Ιουλίου 1974 και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μία από τις πιο τραγικές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας Ελλάδας και Κύπρου, που οι πληγές της παραμένουν ανοιχτές ακόμα και σήμερα θυμίζοντας τον πόνο, την οργή και τη θλίψη για τις αλύτρωτες πατρίδες. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι εκδιώχθηκαν βίαια από τις πατρογονικές τους εστίες, εξαναγκάζοντας τους να γίνουν πρόσφυγες στην ίδια τους τη πατρίδα. Πολλοί από αυτούς πολέμησαν με θάρρος υπέρ πίστεως και πατρίδος ενάντια στον τουρκικό στρατό, αλλά δεν κατάφεραν να επιστρέψουν. Ένα μεγάλο τραύμα που βασανίζει μεγάλο μέρος του Κυπριακού λαού μέχρι και σήμερα αποτελεί το δράμα των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής.
Οι αγνοούμενοι της τουρκικής εισβολής ανέρχονται σε χιλιάδες. Ελληνοκύπριοι και Έλληνες στρατιώτες, απλοί πολίτες, ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα συγκροτούν μια μακρά λίστα αγνοουμένων οι οποίοι σύμφωνα με καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες τελευταία φορά εθεάθησαν ζωντανοί στα χέρια του τουρκικού στρατού. Πολλοί από αυτούς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν παράνομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Κύπρο. Ακόμη πάνω από 2000 ήταν ο αριθμός των αιχμαλώτων πολέμου που οδηγήθηκαν παράνομα από την Κύπρο στη Τουρκία, όπου κρατήθηκαν και βασανίστηκαν. Εξ’ αυτών, πολλοί ήταν εκείνοι που δεν κατάφεραν να επιστρέψουν και έκτοτε θεωρούνται αγνοούμενοι.
Καθοριστικό ρόλο στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας και υποστήριξης των προσφύγων, αλλά και των οικογενειών των αγνοουμένων και των πεσόντων είχε η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ). Κατά τη παραμονή της στο νησί από την ημέρα της εισβολής έως και το 1976, η ΔΕΕΣ προέβη σε καταγραφή των αγνοουμένων όπου και οι οικογένειες έσπευσαν να δηλώσουν τους δικούς τους αγνοούμενους. Έτσι, δημιουργήθηκαν κατάλογοι με πάνω από 2.500 Ελληνοκύπριους και Έλληνες αγνοούμενους. Στους καταλόγους αυτούς συμπεριλαμβάνονταν απλοί πολίτες, γυναίκες και παιδιά αλλά και στρατιωτικοί της Εθνικής Φρουράς, της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) καθώς και έφεδροι αξιωματικοί. Με την αποχώρηση της από το νησί, η ΔΕΕΣ παρέδωσε στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας αυτούς τους καταλόγους, οι οποίοι διαμόρφωσαν έναν τελικό κατάλογο 1.619 υποθέσεων Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων αγνοούμενων της τουρκικής εισβολής.
Παρά τις προσπάθειες, οι δύο πλευρές δεν μπόρεσαν να συνεργαστούν πλήρως προκειμένου να υπάρξει μια κοινή προσπάθεια εύρεσης των αγνοουμένων. Θετική εξέλιξη αποτέλεσε η συμφωνία μεταξύ του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατία Γλαύκου Κληρίδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, στις 30 Ιουλίου 1997. Ωστόσο η τουρκική πλευρά έπειτα από μια σειρά συναντήσεων αποφάσισε να αποσυρθεί, οδηγώντας την Κυπριακή Δημοκρατία σε εκταφές και αναγνώριση λειψάνων στις ελεύθερες περιοχές το 1999. Οι πρώτες εκταφές έγιναν στα κοιμητήρια Λακατάμιας και Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία, όπου είχαν ταφεί ως άγνωστοι αριθμός πεσόντων της τουρκικής εισβολής. Η τουρκική πλευρά πιεζόμενη από τη διεθνή κοινότητα και τις οικογένειες των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε συμφωνία συνεργασίας για ένα πρόγραμμα αναγνώρισης αγνοουμένων. Έτσι, οι εκταφές ξεκίνησαν το 2005 και το 2006 εντοπίστηκαν τα πρώτα λείψανα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων. Έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί εκταφές όπως των πεσόντων Ελλήνων της ακταιωρού «ΦΑΕΘΩΝ», δύο μεγάλων τάφων του πραξικοπήματος, του Νοσοκομείου Αθαλάσσας, του Τύμβου της Μακεδονίτισσας για τον εντοπισμό των Ελλήνων Καταδρομέων πεσόντων του ΝΟΡΑΤΛΑΣ «ΝΙΚΗ 4», των πεσόντων Τηλλυρίας καθώς και πληθώρα άλλων εκταφών για τις οποίες υποβάλλονται αιτήματα από τις οικογένειες των αγνοουμένων. Οι εκταφές αυτές πρόκειται για υποθέσεις που δεν υπάγονται στους καταλόγους αγνοουμένων της ΔΕΑ αλλά εποπτεύθηκαν από τον Επίτροπο Προεδρίας.
Σημαντικό ρόλο στην διερεύνηση, εύρεση, εκταφή, ταυτοποίηση και επιστροφή των λειψάνων στους οικείους έχει και η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους της Κύπρου (ΔΕΑ) η οποία αποτελεί έναν διακοινοτικό μηχανισμό, που ιδρύθηκε το 1981 και τελεί υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών. Αποτελείται τρείς εκπροσώπους Ελληνοκύπριο, έναν Τουρκοκύπριo και έναν διορισμένο από τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Ο ρόλος της είναι καθαρά ανθρωπιστικός και ως στόχο έχει να κλείσει το ανοιχτό κεφάλαιο των αγνοουμένων και να επιστρέψει τα λείψανα στις οικογένειες τους.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά, από τους 2.002 καταγεγραμμένους αγνοούμενους στους καταλόγους της ΔΕΑ, έχουν καταφέρει να ταυτοποιηθούν 1.047 αγνοούμενα άτομα (295 Τουρκοκύπριοι και 752 Ελληνοκύπριοι) και να επιστραφούν τα οστά τους στις οικογένειές τους. Ωστόσο, περισσότερο από το 50% των υποθέσεων παραμένουν σε εκκρεμότητα λόγω της κακής συνεργασίας των δύο πλευρών.
Ο αγώνας των οικογενειών συνεχίζεται και θα εξακολουθεί να συνεχίζεται έως ότου επιστρέψουν τα λείψανα των αγνοουμένων στις οικογένειές του, οι οποίες ελπίζουν στην δικαίωση των αγαπημένων τους προσώπων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κύπρος: 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή, εξακολουθεί το δράμα των αγνοουμένων, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Το Κυπριακό Πρόβλημα, mfa.gov.cy, διαθέσιμο εδώ.
- Αγνοούμενοι, mfa.gov.cy, διαθέσιμο εδώ.
- Η τραγωδία των αγνοουμένων και των οικογενειών τους, presidentialcommissioner.gov.cy, διαθέσιμο εδώ.
- Αγνοούμενοι στο χάος του Κυπριακού, dw.com, διαθέσιμο εδώ.