Της Γλυκερίας Παπαγεωργίου,
Η υπερβολική έκθεση στο υπεριώδες (UV) φως οδηγεί σε οξεία και χρόνια βλάβη από την υπεριώδη ακτινοβολία και αποτελεί τον κύριο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος. Η υπεριώδης ακτινοβολία επηρεάζει σημαντικά το δέρμα, προκαλώντας γήρανση, ηλιακά εγκαύματα, προκαρκινικές και καρκινικές αλλοιώσεις και ανοσοκαταστολή. Η γήρανση μπορεί να εκδηλωθεί ως χαλάρωση και ρυτίδες, ενώ η καρκινογένεση οφείλεται στη βλάβη των κυττάρων και του DNA. Τα επαναλαμβανόμενα και σοβαρά ηλιακά εγκαύματα αποτελούν παράγοντα κινδύνου για καρκίνο του δέρματος. Η υπεριώδης ακτινοβολία έχει ανοσοκατασταλτική επίδραση στα κύτταρα που παρουσιάζουν τα αντιγόνα εντός της επιδερμίδας και συμβάλλει σε αυξημένη πιθανότητα καρκίνου του δέρματος.
Υπάρχουν τρεις τύποι υπεριώδους ακτινοβολίας: UVA, UVB και UVC. Το στρώμα του όζοντος απορροφά το 100% της UVC, το 90% της UVB και μια ελάχιστη ποσότητα UVA. Για τον λόγο αυτό, η εξάντληση της στιβάδας του όζοντος αυξάνει τη μετάδοση της υπεριώδους ακτινοβολίας. Η UVA σχετίζεται με τη γήρανση και τη μελάγχρωση. Διεισδύει βαθιά στο στρώμα του δέρματος και καταστρέφει έμμεσα το DNA. Η UVA αυξάνει τον αριθμό των φλεγμονωδών κυττάρων στο χόριο και μειώνει τον αριθμό των αντιγονοπαρουσιαστικών κυττάρων. Η UVB προκαλεί ηλιακά εγκαύματα και σπασίματα του κλώνου DNA. Προκαλεί μεταλλάξεις, οι οποίες σχετίζονται με καρκίνους του δέρματος.
Η απροστάτευτη έκθεση σε UVA και UVB βλάπτει τα κύτταρα του δέρματος σε διαφορετικά επίπεδα. Τα κύτταρα χρησιμοποιούν προστατευτικούς μηχανισμούς, ώστε να απαντήσουν στην έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία, αλλά όταν το βάρος της έκθεσης και της βλάβης υπερβαίνει τα φυσιολογικά όρια, ξεκινά ένας προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος για την εξάλειψη των μεταλλαγμένων κυττάρων από την επιδερμίδα. Εάν αυτά τα κύτταρα ξεφύγουν από τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο, θα μπορούσε να προκύψει ένας οργανισμός επιρρεπής στην ανάπτυξη καρκίνου.
Η φωτοπροστασία περιλαμβάνει τόσο πρωτογενείς όσο και δευτερογενείς προστατευτικούς παράγοντες. Πρωταρχικοί παράγοντες είναι τα αντηλιακά, τα οποία περιλαμβάνουν φυσικά εμπόδια που αντανακλούν και διασκορπίζουν το φως και χημικά εμπόδια που απορροφούν το φως. Δευτερεύοντες παράγοντες περιλαμβάνουν αντιοξειδωτικά, οσμολύτες και ένζυμα επιδιόρθωσης DNA, που συμβάλλουν στον περιορισμό της βλάβης του δέρματος που προκαλείται με το υπεριώδες ηλιακό φως.
Αν και η φωτοπροστασία ενδείκνυται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, ο FDA συνέστησε ότι οι γονείς παιδιών ηλικίας κάτω των 6 μηνών θα πρέπει να συμβουλεύονται γιατρό πριν από τη χορήγηση αντηλιακού σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Εάν το αντηλιακό κριθεί απαραίτητο, θα πρέπει να περιορίζεται και να χρησιμοποιείται σπάνια, μόνο στις εκτεθειμένες στον ήλιο περιοχές του σώματος.
Ο FDA ρυθμίζει το αντηλιακό ως φάρμακο χωρίς ιατρική συνταγή και έχει αλλάξει τις κατευθυντήριες γραμμές του, για να αντιμετωπίσει την χρήση αντηλιακών ευρέος φάσματος, η οποία περιλαμβάνει κάλυψη UVA και UVB. Με βάση τις παραπάνω οδηγίες, το αντηλιακό πρέπει να εφαρμόζεται τοπικά. Η σωστή χορήγηση είναι το βασικό στοιχείο για την αποτελεσματικότητα της χρήσης. Θα πρέπει να εφαρμόζεται ένα ομοιόμορφο φιλμ αντηλιακού και η εφαρμογή θα πρέπει να γίνεται 15 λεπτά πριν από την έκθεση στον ήλιο. Η επαρκής ποσότητα για εφαρμογή είναι ισοδύναμη με περίπου 30 mL/άτομο. Το αντηλιακό πρέπει να εφαρμόζεται ξανά κάθε δύο ώρες και μετά την εφίδρωση ή το κολύμπι.
Πολλά αντηλιακά περιλαμβάνουν αντιοξειδωτικά, όπως βιταμίνη C, βιταμίνη Ε, σιλυμαρίνη και πολυφαινόλες. Η βιταμίνη C δρα για την προστασία από τις βλάβες από την υπεριώδη ακτινοβολία, η οποία οδηγεί σε ηλιακά εγκαύματα και ερύθημα. Η βιταμίνη Ε έχει πολλές προστατευτικές δράσεις, όπως μείωση της ανοσοκαταστολής, του ερυθήματος, της φωτογήρανσης και της φωτοκαρκινογένεσης.
Η αποτελεσματικότητα του αντηλιακού καθορίζεται από την προστασία UVB, η οποία μετράται από τον δείκτη ηλιακής προστασίας (SPF) και την ουσία που περιέχει. Ο SPF είναι ο λόγος της μικρότερης δόσης ακτινοβολίας UVB που απαιτείται για την παραγωγή ελάχιστου ερυθήματος σε δέρμα προστατευμένο από αντηλιακό, σε σύγκριση με την απαραίτητη δόση UVB για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας ερυθήματος σε μη προστατευμένο δέρμα. Το SPF είναι ένας καλύτερος προγνωστικός δείκτης προστασίας με βάση την UVB, δεδομένου ότι η UVB είναι 1000 φορές πιο ερυθηματογόνος από την UVA. Ένας SPF-15 μπορεί να μπλοκάρει το 94% της ακτινοβολίας UVB, ενώ ένας SPF-30 μπορεί να εμποδίσει το 97% της ακτινοβολίας UVB. Η ουσία της χρήσης διαφόρων τύπων αντηλιακών είναι η ικανότητα τους να αντέχουν σε αντίξοες συνθήκες, όπως το νερό και ο ιδρώτας.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της χρήσης του αντηλιακού περιλαμβάνουν τέσσερεις τύπους δερματίτιδας εξ επαφής: ερεθιστική, αλλεργική, φωτοτοξική και φωτοαλλεργική. Ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει τη χρήση αντηλιακού με μελάνωμα, λόγω της ψευδούς αίσθησης ασφάλειας των χρηστών, η οποία μπορεί να αυξήσει την διάρκεια στον ήλιο, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό πιθανών κακοηθών εξαλλαγών. Η φωτοτοξική και αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής είναι συνήθως αποτέλεσμα της επίδρασης της UVA και του ορατού φωτός. Η UVA είναι ικανή να διεισδύσει στην στιβάδα του χορίου της επιδερμίδας και είναι η αιτία των περισσότερων αντιδράσεων φωτοευαισθησίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Redefine photoprotection: Sun protection beyond sunburn, Wiley Online Library, διαθέσιμο εδώ
- Sunscreens and Photoprotection, StatPearls, διαθέσιμο εδώ