Του Δημήτρη Κυριαζή,
Ανοίγοντας ξανά τη συζήτηση για τη σχέση μόδας και αυθεντικότητας, θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε στο εν λόγω κείμενο το πώς η τελευταία δυναστεύεται από την πρώτη και την καταπνίγει. Ακολουθώντας τη συλλογιστική πορεία του προηγούμενου κειμένου, το επιχείρημά μας θα πλαισιωθεί αρχικά γύρω από τα «θύματα της μόδας». Μία καθ’ υπερβολήν συμπεριφορά των ατόμων που υιοθετούν με μανιώδη τρόπο μια τάση, θεωρώντας ότι έτσι θα αγγίξουν τα όρια της ατομικότητας και ιδιαιτερότητας. Όταν μια μόδα βρίσκεται στο ζενίθ της κοινωνικής της διάχυσης και εδραίωσης, τα «θύματα» αυτά, πρώτα από όλους θα την ενστερνιστούν και θα την αφομοιώσουν κάνοντάς την «κτήμα» τους, και μάλιστα με μια εξαιρετικά υπερβολική εκκεντρικότητα. Εσωτερικεύουν τη μόδα αυτή στην πιο ακραία της έκφανση, ώστε να ενδύονται το «κοστούμι» της μοναδικότητας και της αυθεντικότητας, επειδή ακριβώς κανείς άλλος δεν την εσωτερικεύει με την ίδια ένταση και πάθος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα τατουάζ και piercings. Συναντάμε, δηλαδή, σε αυτές τις εξωτερικού, εμφανισιακού τύπου μόδες μια καθ΄ υπερβολήν υιοθέτησή τους, ώστε δε θα πρέπει να μας παραξενεύουν τα άτομα που έχουν γεμίσει όλο τους το σώμα με σκουλαρίκια και σχέδια. Αυτή η συμπεριφορά, δηλαδή, λειτουργεί ως μια επίφαση ατομικότητας και ιδιαιτερότητας, επειδή για κάποιους ίσως να είναι δυσπρόσιτη και δεν την ακολουθούν με ίδια συνέπεια. Οπότε, από τη στιγμή που την ακολουθούν λίγοι, αυτομάτως αυτοί οι λίγοι ξεχωρίζουν.
Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται είναι μια ποσοτική συσσώρευση πολιτισμικών και κοινωνικών στοιχείων στη συμπεριφορά του ατόμου, μέσα σε ένα ήδη υπάρχων και εδραιωμένο πλαίσιο. Η μόδα, δηλαδή, αποτελεί τον κοινό παρονομαστή, το κοινό «κτήμα» μιας ομάδας, και εκείνο που διαφέρει είναι ο βαθμός και η ένταση της εσωτερίκευσής της. Όπως είπαμε και παραπάνω, όταν οι δερματοστιξία έρχεται στη μόδα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρξει κάποιος που να μην γεμίσει όλο το σώμα του με τατουάζ, δηλαδή, να υιοθετήσει αυτήν την τάση με μεγαλύτερη ποσοτικά ένταση από κάποιους άλλους, πιστεύοντας ότι αυτό θα τον διακρίνει και ποιοτικά.
Ένα άλλο φαινόμενο που καλλιεργεί αυτή την ψευδεπίγραφη, κατά τη γνώμη μου, αυθεντικότητα είναι ο συγκερασμός και το πάντρεμα διάφορων τρόπων ζωής, τάσεων και κάποιων ειδών κουλτούρας. Το άτομο, δηλαδή, επιλέγει αυτά τα «συστατικά» του «πιάτου» που θα μαγειρέψει, με αποτέλεσμα κατά αυτόν τον τρόπο να τονώνεται και παράλληλα να καταπραΰνεται η ανάγκη για μοναδικότητα. Η εποχή, δηλαδή, που στις μουσικές playlists των περισσοτέρων επικρατεί μια «άβυσσος» ρεπερτορίων ή η εποχή που η διασκέδαση από τα μπουζούκια και τα clubs εναλλάσσεται με μεγάλη ευκολία σε θεατρικές παραστάσεις και εναλλακτικές συναυλίες, και αντιστρόφως, αποτυπώνει πολύ εύστοχα την παραπάνω θέση. Είναι έκδηλη αυτή η τάση για μία πολυγαμική σχέση τρόπων ζωής και συμπεριφορών και το άτομο αποφεύγει την περιχαράκωσή του σε μια συγκεκριμένη κουλτούρα, όπως συνέβαινε κάποτε. Μερικές δεκαετίες πίσω θα ήταν απαράδεκτο για ένα πανκιό να ακούει Μαρίνα Σάττι και να στηρίζει τον θεσμό της Eurovision. Σήμερα όμως αυτό είναι ένα πιθανό σενάριο. Οι ταυτότητες υιοθετούνταν με μεγαλύτερη συνέπεια και αυστηρότητα, εν αντιθέσει με το τώρα που έχουμε ξεφύγει από το μοντέλο αυτό.
Χωρίς, όμως, να δαιμονοποιούμε απαραίτητα καμία από τις προαναφερθείσες συμπεριφορές, αυτό που εκλείπει σε αυτές, και στην κοινωνία ίσως, εν γένει, είναι πραγματικά μια προσωπικότητα, ένα προσωπικό αποτύπωμα. Γιατί όπως προαναφέραμε ξανά, ακόμη και οι διάφορες και ποικίλες ωσμώσεις πολιτισμών, πατούν επί της ουσίας σε μια κοινή βάση, τόσο ως προς την ίδια την τάση, δηλαδή σαν κοινωνική πρακτική υιοθετείται από πολλούς, αλλά και ως προς τις επιμέρους κουλτούρες που είναι οι ίδιες για όλους. Η μόδα πρέπει να λειτουργεί σαν τον χώρο ενότητας και του συνανήκειν που θα αναδεικνύεται η ατομικότητα μας, και όχι μέσα από την υιοθέτηση της μόδας να διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου η τελευταία.
Η ατομικότητα μας υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Μόνο μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε μια συλλογικότητα αναδεικνύεται το προσωπικό στοιχείο, καθώς υπάρχει πρωτίστως η ανάγκη για αυτή και δευτερευόντως αν δεν υπήρχε ομάδα δεν θα υπήρχε και το άτομο που συντελεί την ομάδα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι νόρμες της μόδας έχουν κάποια αξία. Η ατομικότητα προσδιορίζεται ως κάτι που δεν υποτάσσεται τελείως στην ομάδα και ξεχωρίζει από αυτή, αποτελώντας, δηλαδή, με μια φράση τη «μη ομάδα». Μόνο μέσα από μια σχέση αντίθεσης μπορεί να προσδιοριστεί ο εκάστοτε χαρακτήρας και προσωπικότητα, καθώς μέσα από τη ρήξη, τη σύγκρουση, το αντιθετικό αυτό σχήμα νοηματοδοτείται και αποκτά «σάρκα και οστά». Πώς θα υπήρχε κοινωνία, αν δεν υπήρχε άτομο άλλωστε και το αντίστροφο, ή πώς θα υπήρχε σοσιαλισμός, αν δεν υπήρχε καπιταλισμός, αφού πάνω σε αυτή την αντίθεση οικοδομείται ο όρος αυτός.
Και για όσους θα πούνε ότι η υιοθέτηση κοινών τρόπων ζωής και πολιτισμών αποτελεί μορφή προσωπικής έκφρασης και συναισθηματικής εξωτερίκευσης, αλλά και έκθεσης του χαρακτήρα, η απάντηση είναι πως ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά εν μέρει. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, ίσως και ακατόρθωτο, να υπάρξει απόλυτη ταύτιση απόψεων, κοσμοθεωριών και συνειδήσεων από τη στιγμή που ο καθένας μας έχει βρεθεί σε μία διαφορετική διαδικασία κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, κοινωνικοποίησης και έκθεσης σε κοινωνικά ερεθίσματα. Επομένως, η ένταξη σε μια νόρμα δεν πρέπει να συνεπάγεται παραχωρήσεις της προσωπικής και «ακατέργαστης» κυριαρχίας μας, ούτε να αποκτά διαστάσεις ενός άκριτου δογματισμού. Σίγουρα, η υιοθέτηση μίας στιλιστικής άποψης είναι μια μορφή έκφρασης. Αυτό που έχει σημασία είναι η προσωπική ερμηνεία, η προσωπική «πινελιά», αλλά και η κριτική ως το στοιχείο διάκρισης μας. Η μόδα, πέρα από τα υπόλοιπα, πρέπει να λειτουργεί και αυτή ως ερέθισμα που θα καλλιεργήσει την κριτική μας ικανότητα, η οποία αποτελεί την ειδοποιό μας διαφορά από τους υπόλοιπους. Ας μην πάρει τον χαρακτήρα του αυτοπεριορισμού και της αυτοϋπονόμευσης μας.
Που και πάλι, ωστόσο, δεν είναι εντελώς προσωπική και υποκειμενική αυτή η «πινελιά», αλλά διυποκειμενική. Η αυθεντικότητα μας είναι οι προβολές του χαρακτήρα που έχει διαμορφωθεί στη διάρκεια της ζωής, καθώς τίποτα δεν προϋπάρχει και το άτομο καθορίζεται χωρίς να το επιλέγει. Ασυνείδητα, δηλαδή, γινόμαστε αυθεντικοί, αφού έχουμε διαφορετικές κοινωνικές καταβολές και έχουμε προσλάβει διαφορετικά ερεθίσματα, με διαφορετική σειρά και σε διαφορετικές περιστάσεις και πλαίσια χρονικά, που αυτά εντέλει μας διαμόρφωσαν. Όπως, δηλαδή, δύο αδέρφια μεγαλώνουν στην ίδια οικογένεια με τους ίδιους γονείς και παρ’ όλ’ αυτά είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι κι ας είναι πολλά από τα ερεθίσματά τους κοινά.
Αυτές τις ασυνείδητες συμπεριφορές πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν και υφίστανται. Ότι δεν είμαστε μοναδικοί επειδή, μόνο, έχουμε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή επειδή είμαστε οι μόνοι που έχουν έρθει σε επαφή με ένα συναίσθημα και μια κατάσταση, όπως γίνεται με τη μόδα. Αρχικά, επειδή δεν ισχύει κάτι τέτοιο, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν μόδα, αν την υιοθετούσαν πολλοί. Αλλά τα διάφορα αυτά καθημερινά βιώματα που ανήκουν στο ασυνείδητο μάς καθιστούν πραγματικά αυθεντικούς και ξεχωριστούς, γιατί αυτός ο ποικιλότροπος και πολυσύνθετος συγκερασμός βιωμάτων, καταστάσεων, συμπεριφορών, συναισθημάτων, διαμορφώνει μια προσωπικότητα. Ας επιτρέψουμε συνειδητά αυτά τα ερεθίσματα να καθορίσουν την κρίση μας, τη δράση μας, τη συμπεριφορά μας, καθώς αυτά μας καθιστούν εντέλει αυθεντικούς, κι ας μην προσπαθήσουμε να τα ελέγξουμε ή να τα αποβάλλουμε, αφού εκ των πραγμάτων κάτι τέτοιο είναι απλά ανέφικτο. Ας επιτρέψουμε –ας αποδεχτούμε πιο σωστά— στην αυθεντικότητά μας να εκδηλωθεί. Ας ανακαλύψουμε πως αυτοθεμελιωνώμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε σε πρώτο χρόνο, για να αυτοπροσδιοριστούμε μετέπειτα.
Έχουμε παγιδευτεί με δυο λόγια στις χαώδεις λούπες των νορμών της εκάστοτε μόδας, που προτάσσουν την ικανοποίηση της ανάγκη μας για αποδοχή και συνάμα για διάκριση, και δεν αναδεικνύουμε πραγματικά το ποιοι είμαστε, δεν αναδεικνύουμε τον πραγματικό αυθεντικό μας εαυτό. Αυτό που μας δυναστεύει είναι οι ρηχές αυθεντικότητες και ατομικισμοί και τα αληθινά μας πρόσωπα, ή τουλάχιστον ένα μέρος τους, έχουν χαθεί σε μία «καθ΄ υπερβολήν» μετάφραση…