Της Δήμητρας Ψύλλια,
Η χρόνια ρινοκολπίτιδα αποτελεί ένα από τα πλέον συνηθισμένα προβλήματα υγείας, με σοβαρότατη επίδραση στη νόσο των κατώτερων αεραγωγών και τη συνολική υγεία. Μπορούν να διακριθούν ανάλογα με το είδος των κυττάρων που υπερισχύουν κάθε φορά, τα ουδετερόφιλα ή τα ηωσινοφιλικά λευκοκύτταρα, δύο τύποι χρόνιας ρινοκολπίτιδας. Στον δεύτερο τύπο, στον οποίο επικρατούν τα ηωσινόφιλα, παρατηρείται η τάση να σχηματίζονται οι ρινικοί πολύποδες. Οι ρινικοί πολύποδες εμφανίζονται σαν ένα τσαμπί σταφυλιών στην ανώτερη μοίρα της ρινικής κοιλότητας και ξεκινούν από την ένωση του στομίου-μέσου του ρινικού πόρου.
Οι ρινικοί πολύποδες χαρακτηρίζονται από έναν χαλαρό συνδετικό ιστό, κύτταρα της φλεγμονής, οίδημα και μερικούς αδένες. Οι πολύποδες σκεπάζονται από διαφόρων τύπων επιθήλια και ιδίως με αναπνευστικό ψευδοπολύστιβο επιθήλιο με κροσσωτά και καλυκοειδή κύτταρα. Ως κύρια κύτταρα τα ηωσινόφιλα αποτελούν τα περισσότερα φλεγμονώδη κύτταρα στους ρινικούς πολύποδες, αλλά μπορεί να βρεθούν και άλλα είδη όπως ουδετερόφιλα, σιτευτικά, πλασματοκύτταρα καθώς και ινοβλάστες.
Στους ρινικούς πολύποδες η κυττοκίνη που επικρατεί είναι η IL-5 και το γεγονός αυτό σηματοδοτεί την ενεργοποίηση και την παρατεταμένη επιβίωση των ηωσινόφιλων. Αξίζει να αναφερθεί ότι η αιτία που εμφανίζονται πολύποδες σε ορισμένους μόνο ασθενείς και όχι σε όλους παραμένει ακόμα άγνωστος. Αναφέρεται μία κατηγορηματική σχέση σε ασθενείς που έχουν την τριάδα Sampter-άσθμα, ευαισθησία στα ΜΣΑΦ (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα) και φυσικά ρινικούς πολύποδες. Τονίζεται ότι στον γενικό πληθυσμό, η συχνότητα των ρινικών πολύποδων είναι 4%. Σε ασθενείς με άσθμα έχει παρατηρηθεί συχνότητα 7-15%, ενώ οι ρινικοί πολύποδες συναντώνται στο 36-60% των ασθενών με μη ανοχή στα ΜΣΑΦ.
Όσον αφορά την κλινική εικόνα των πολυπόδων, αυτή έχει ως χαρακτηριστικό ότι είναι ιδιαίτερα μεταβλητή. Ειδικότερα, όλες οι διαβαθμίσεις είναι δυνατές και κυμαίνονται από μονήρεις πολύποδες έως διάχυτη πολυποδίαση ρινός και παραρρινίων. Η πιο πιθανή πηγή προέλευσης των ρινικών πολυπόδων είναι οι πρόσθιες ηθμοειδείς αεροφόρες κυψέλες, όταν περιοχές του βλεννογόνου που έχουν φλεγμονή υποβάλλονται σε πίεση. Οι ρινικοί πολύποδες είναι καλοήθεις, μισχωτές ή χωρίς μίσχο μάζες του ρινικού ή του βλεννογόνου των κόλπων που προκαλείται από την φλεγμονή. Στα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνονται η μηχανική απόφραξη της ρινικής αναπνοής, η μηχανική ανοσμία, η επιφορά, οι άχρωμες ινώδεις ή πυώδεις εκκρίσεις, η καταρροή, η κεφαλαλγία, το ροχαλητό και η κλειστή ρινολαλία. Στα παιδιά μπορεί να διακριθεί μία ευρεία, οστέινη ρίνα, με εμφάνιση γνωστή σαν «πρόσωπο βατράχου», η οποία οφείλεται στην παθολογική διόγκωση του σκελετού του προσώπου στα παιδιά. Οι πολύποδες μπορεί ακόμα να αποφράξουν ολοκληρωτικά τη χοάνη ή τον ρινοφάρυγγα.
Προκειμένου να διαγνωστεί η πολυποδίαση πραγματοποιείται η πρόσθια ρινοσκόπηση. Τα τυπικά ευρήματα είναι οι μονήρεις ή πολυάριθμες διαφανείς, γυαλιστερές και με ομαλά τοιχώματα λευκό-κίτρινες μάζες που εντοπίζονται τοποθετημένες στο μέσο ρινικό πόρο ή χοάνη. Άλλες μελέτες περιλαμβάνουν τη ρινική ενδοσκόπηση, τη CT, την αντιδρώσα C πρωτεΐνη και τη ρινική κυτταρολογική δοκιμασία. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη διαφορική διάγνωση της ρινικής πολυποδίασης περιλαμβάνεται η εγκεφαλομηνιγγοκήλη, ένας αιμορραγικός πολύποδας του διαφράγματος, κακοήθεις όγκοι ρινός και όγκοι υπόφυσης.
Ολοκληρώνοντας, η θεραπεία της πολυποδίασης απαιτεί βαθμιαία προσέγγιση που συνδυάζει φαρμακευτικά και χειρουργικά μέτρα. Εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα των πολυπόδων έχει την τάση να υποτροπιάζει, είναι αναγκαίο να ακολουθηθεί μία μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα περιλαμβάνει και την ενδοσκόπηση. Έτσι, αξιοποιούνται τα τοπικά στεροειδή, γίνεται στοχευμένα χορήγηση αντιβιοτικών και, όταν απαιτείται, και εγχείρηση των πολυπόδων. Τέλος, η πολυποδεκτομή όπως ονομαζόταν παλαιότερα, η τυφλή πολυποδεκτομή δεν έχει πλέον στις μέρες μας ένδειξη. Σήμερα η μέθοδος εκλογής είναι η λειτουργική ενδοσκοπική χειρουργική των ηθμοειδών, η ηθμοειδεκτομή, και των παραρρινίων κόλπων. Με τις μικροεκτομές αυτές, παρατηρείται το πλεονέκτημα να υλοποιείται μία αποτελεσματική και χωρίς κάποιο τραύμα χειρουργική επέμβαση, με την οποία εμποδίζονται σημαντικές μετεγχειρητικές επιπλοκές όπως η δημιουργία των μετεγχειρητικών συμφύσεων και η ακατάσχετη αιμορραγία από την περιοχή της εκτομής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ζιαύρα Ναυσικά, Σκεύος Αντώνιος, Ωτορινολαρυγγολογία: στοιχεία ανατομίας, φυσιολογίας και παθολογίας, University Studio Press.
- Εμμανουήλ Χεληδόνης, Σύγχρονη ΩΡΛ, BROKES HILL.