Του Χάρη Καλπάκη,
Δεν υπάρχει μέσο ενημέρωσης, που να μην έχει ασχοληθεί τουλάχιστον μια φορά τους τελευταίους μήνες με: «την άνοδο της εγκληματικότητας» και την «έξαρση του ποινικού φαινομένου» (για να μην παραθέσω όλους τους τίτλους που βρίσκονται εκεί έξω!). Στην πραγματικότητα όταν γίνεται λόγος για το ποινικό φαινόμενο μιλάμε για ένα κοινωνικό φαινόμενο και μάλιστα για μια κοινωνική παθολογία∙ πρόκειται για την περίπτωση της ανώμαλης εξέλιξης της κοινωνικής ζωής, κατά την οποία οι ίδιοι οι κοινωνοί προβαίνουν σε ετεροπροσβολή αγαθών, εγείροντας από την πλευρά της Πολιτείας μία αντίδραση σε αυτήν, την λεγόμενη ποινή.
Σκοπός της τελευταίας (σύμφωνα με τις κρατούσες ενωτικές θεωρίες) είναι η τιμωρία του εγκλήματος, ο παραδειγματισμός τρίτων (γενική πρόληψη), η αποτροπή του ίδιου δράστη από την τέλεση παρόμοιων πράξεων, ο σωφρονισμός του (ειδική πρόληψη) και η επανακοινωνικοποίησή του. Και μάλιστα, λόγω των τόσο σημαντικών στόχων και θεματικών των οποίων άπτεται το ποινικό δίκαιο γενικότερα, η νομοθέτησή του διαπνέεται από την αυστηρή εφαρμογή των αρχών της αναλογικότητας, της αναγκαιότητας και της ισότητας. Έτσι, λέει, κάθε εγχειρίδιο ποινικού δικαίου τουλάχιστον!
Για δεκαετίες στην Ελλάδα, το ποινικό δίκαιο χρησιμοποιήθηκε πολλάκις κι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τους ιθύνοντες πολιτικούς παράγοντες, πρωτίστως ως μέσο αποπροσανατολισμού του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και επικοινωνίας πολιτικών μηνυμάτων, παρά ως το έσχατο μέσο αποκατάστασης της κοινωνικής ειρήνης που είναι. Αυτός ο χειρισμός έχει οδηγήσει σε ποικίλες παθογένειες του ελληνικού ποινικού δικαίου που μπορούν να ενταχθούν συνοπτικά στις κάτωθι δύο κατηγορίες: ποινικός λαϊκισμός και «υπερποινικοποίηση». Εννοιολογικά και δογματικά συνεπέστερο είναι να ξεκινήσουμε από την τελευταία.
Η «υπερποινικοποίηση» είναι η εκτεταμένη ποινικοποίηση συμπεριφορών, ο χαρακτηρισμός, δηλαδή, υπερβολικά μεγάλου αριθμού συμπεριφορών ως αξιόποινων, την στιγμή που είτε δεν ενέχουν καν ηθικοκοινωνική αποδοκιμασία, είτε αποτελούν πρωτίστως αντικείμενο άλλου κλάδου δικαίου.
Στην πρώτη κατηγορία ο παλιός ποινικός μας κώδικας έχει πολλά παραδείγματα να προσφέρει. Ενδεικτικά, μέχρι και το 2010 ήταν κωδικοποιημένα ως εγκλήματα οι πράξεις μονομαχίας, την στιγμή που στην Ελλάδα δεν πραγματοποιούνταν καν∙ αντίστοιχα, αξιόποινη πράξη ήταν το σπάσιμο πιάτων σε κέντρα διασκέδασης, κάτι που εάν και πράγματι μπορεί να αποτελεί επικίνδυνη ενέργεια, εντούτοις δεν συγκεντρώνει τέτοια απαξία, ώστε να ενεργοποιείται το ενδιαφέρον του ποινικού δικαίου∙ τέλος, μέχρι και το 2015 αποτελούσε αδίκημα η κατ’ επάγγελμα παρά φύσιν ασέλγεια μεταξύ ανδρών.
Η αδράνεια του νομοθέτη να αποποινικοποιήσει συμπεριφορές που δεν συνιστούσαν πλέον τρόπο αντίδρασης αλλά και η επιθυμία του να αξιοποιήσει συχνά σε υπέρογκο βαθμό την παιδαγωγική λειτουργία του ποινικού δικαίου για να χειραγωγήσει συμπεριφορές βαραίνει το ποινικό μας σύστημα (δικονομικό και ουσιαστικό) με «αδικήματα» που δεν έχουν θέση σε αυτό. Ευτυχώς, μετά την πλήρη αναμόρφωσή του το 2019 τέτοια κατάλοιπα εξαλείφθηκαν.
Δεν έλειψαν, όμως, περιπτώσεις συμπεριφορών, οι οποίες εάν και ρυθμίζονται από άλλο κλάδο δικαίου, εντούτοις «τρύπωσαν» και στην ρυθμιστική εμβέλεια του ποινικού δικαίου. Πρόκειται σαφέστερα για παραβάσεις τάξης, οι οποίες εάν και πλαισιώνονται από κυρώσεις στο πεδίο της αστικής ευθύνης, βρίσκουν και ποινική αντιμετώπιση. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η ποινικοποίηση της ανέγερσης αυθαίρετου κτίσματος, καθώς και το πολλαπλό τέλος που επιβάλλεται για τελωνειακές παραβάσεις (άρ. 89 επ. Τελωνειακού Κώδικα και ν 2127/1993).
Η εξήγηση είναι απλή: η κρατική εξουσία λόγω της συνεχούς αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας και της βιομηχανίας αναγκάζεται να παρεμβαίνει ρυθμιστικά σε πλήθος τομέων (όπως στον οικονομικό, τον φορολογικό, τον πολεοδομικό κτλ)∙ ωστόσο, αυτή η ανάπτυξη δεν συνοδεύεται από την αντίστοιχη εξέλιξη των μέσων αστυνόμευσης και εποπτείας του ελληνικού κράτους, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η εφαρμογή του δικαίου. Έτσι, επιστρατεύεται το ποινικό δίκαιο σαν ένας «μπαμπούλας» που διασφαλίζει την τήρηση της κείμενης νομοθεσίας. Αλλά αυτή η πρακτική έχει τεράστιες δογματικές συνέπειες. Κατά κύριο λόγο, διαστρεβλώνει την έννοια του «πραγματικού» εγκλήματος και την αντίστοιχη δικαιϊκή πεποίθηση των κοινωνών, ενώ συνάμα προσθέτει στον ήδη φορτωμένο όγκο υποθέσεων της ποινικής δικαιοδοσίας, οδηγώντας έτι περαιτέρω στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης.
Ακόμα, όμως, και να διορθώνονταν όλα τα παραπάνω, το ελληνικό ποινικό δίκαιο έχει ακόμα έναν εχθρό να αντιμετωπίσει -και ίσως πιο επικίνδυνο- ο οποίος ακούει στο όνομα του ποινικού λαϊκισμού. Ποινικός λαϊκισμός είναι το φαινόμενο εργαλειοποίησης του ποινικού δικαίου για επίτευξη πολιτικών σκοπιμοτήτων∙ η στιγμή που ο νομοθέτης προτιμάει να ικανοποιήσει τις επιταγές της κοινωνικής οργής και επικεντρώνεται στο «πώς» επικοινωνεί ο νόμος με τον κόσμο και όχι στο «τί» καταφέρνει.
Χαρακτηριστικά του ποινικού λαϊκισμού είναι η αυστηροποίηση των ποινών, η απολυτότητα στην απειλή τους (δηλαδή δεν απειλούνται διαζευκτικά με άλλη ποινή π.χ. ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη), η μείωση των ελαφρυντικών και γενικότερα οτιδήποτε οδηγεί στην αυστηρότερη μεταχείριση του δράστη και την μείωση των δικονομικών εγγυήσεων. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν και τους πυλώνες των αλλεπάλληλων τροποποίησεων του νέου ποινικού κώδικα με τους νόμους 4637/2019, 4855/2021 και ιδίως του ν. 5090/2024. Για να γίνει πιο κατανοητή η λειτουργία αυτού του φαινομένου χρειάζεται να δούμε μερικά παραδείγματα.
Είναι σε όλους γνωστό το οδυνηρό γεγονός του πολύνεκρου δυστυχήματος των Τεμπών πέρυσι το 2023, κατά το οποίο, 57 επιβάτες του τρένου της σιδηροδρομικής γραμμής με προορισμό την Θεσσαλονίκη έχασαν την ζωή τους, ενώ άλλοι πόσοι τραυματίστηκαν βαριά. Από αυτό το περιστατικό αναδείχθηκαν οι (γενικώς γνωστές), παραλείψεις και κακές υποδομές του εθνικού δικτύου μεταφοράς, για τις οποίες ευθύνη έχουν τόσο οι παρελθούσες, όσο και η παρούσα κυβέρνηση. Έτσι, με μεταρρύθμιση του νόμου 5093/2023 τροποποιήθηκε το άρθρο 291 Π.Κ. ώστε να προβλέπει ισόβια κάθειρξη, εάν η τέλεση του αδικήματος είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Μία μεταρρύθμιση δραστική, άμεση και ανταποκρινόμενη στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, ή μάλλον καλύτερα στην κοινή περί δικαίου οργή. Γιατί αυτή η δυνατότητα υπήρχε ήδη με την προηγούμενη μορφή του άρθρου («Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη»).
Αξίζει, ωστόσο, να δούμε συνδυαστικά και την τροποποίηση του ν.5090/2024 στο άρθρο 309 ΚΠΔ κατά το οποίο «1.Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των ειδικών ποινικών νόμων εκτός από εκείνα του ν. 4577/2018 (Α’ 139), του 13ου και 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα» προβλέπεται απευθείας παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο από τον εισαγγελέα εφετών. Χωρίς να αναφερθώ στο γεγονός πως ο ν. 4577/2018 τον οποίο αναγράφει το άρθρο ως εξαίρεση, είναι λάθος και στην πραγματικότητα εννοείται ο ν. 4557/2018, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση (γεγονός που δείχνει την βιασύνη και την προχειρότητα με την οποία έγιναν οι εν λόγω τροποποιήσεις) στα εγκλήματα του 14ου κεφαλαίου του ΠΚ, στα οποία δεν γίνεται απευθείας παραπομπή (δηλαδή η υπόθεση καθυστερεί να φθάσει στο ακροατήριο), συγκαταλέγεται και το προαναφερθέν άρθρο 291 ΠΚ για το αδίκημα στους σιδηροδρόμους (ή γραφικά θα μπορούσε να πει κανείς «το αδίκημα των Τεμπών», αφού η ρύθμιση είναι τόσο φωτογραφική).
Και δεν είναι καθόλου άξιο απορίας, γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε την ταχεία διεκπεραίωση «τέτοιων» υποθέσεων, όταν η τάση του είναι η επίσπευση της διαδικασίας. Για άλλη μία φορά φαίνεται η προτίμηση της πολιτικής εξουσίας να φανεί πως παίρνει μέτρα, χωρίς να επιλύει κατ’ ουσίαν το πρόβλημα. Αντίστοιχα, βέβαια και με τις υπόλοιπες τροποποιήσεις που επέφερε ο ν.5090/24 στον ΚΠΔ, η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο αποτελεί πλέον τον κανόνα, όχι μόνο για τα πλημμελήματα, αλλά και για τα κακουργήματα.
Με το αφήγημα της «αφούγκρασης» των κοινωνικών αιτημάτων και της επίσπευσης της διαδικασίας, «τσουβαλιάζονται» πλέον όλες οι υποθέσεις στο δικαστήριο, χωρίς να μεσολαβεί το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο συμβάλλει στο φιλτράρισμα των υποθέσεων και την προστασία κατηγορουμένων από τον αχρείαστο στιγματισμό, που προκαλεί η εμπλοκή των ΜΜΕ. Ωστόσο, τελικά, οι υποθέσεις μόνο φτάνουν, δεν δικάζονται ταχύτερα στο δικαστήριο, γιατί ο αριθμός των δικαστών και των αιθουσών είναι δεδομένος και ανεπαρκής για τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Αλλά πρόνοια για αυτό δεν υπήρξε. Ούτε πρόνοια για την πρόληψη τέτοιων (ως ανωτέρω) δυστυχημάτων και την βελτίωση των υποδομών υπήρξε. Το μόνο που έγινε ήταν να φανεί πως η πολιτική μας εξουσία είναι αμείλικτη και αντιδρά άμεσα(!).
Ο εντυπωσιασμός και τα μεγαλεπίβολα σχέδια αποτελούσαν ανέκαθεν πρακτικές της ελληνικής πολιτικής, αλλά εάν θέλουμε να λεγόμαστε μια οργανωμένη ευρωπαϊκή χώρα με υπεύθυνη αντεγκληματική πολιτική πρέπει να βασίζουμε την νομοθέτησή μας σε στατιστικά δεδομένα, σωφρονιστική μέριμνα και αποτελεσματική κοινωνική πολιτική. Η αύξηση των ποινών μας μόνο το αντίθετο δείχνει, την στιγμή που κατέχουμε την πρώτη θέση στην Ευρώπη όσον αφορά τις υψηλές και άκαμπτες ποινές, κάτι που μάλιστα έχει αποδειχθεί ότι δεν οδηγεί σε μείωση της εγκληματικότητας, αλλά μάλλον το αντίθετο. Οι «πρωτιές» που πρέπει να επιδιώξουμε βρίσκονται στην αντίθετη κατεύθυνση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.
- Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, Νομική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη, 2020.
- Στέφανος Π. Πέτρου, Όψεις ποινικού λαϊκισμού μέσα από τρία επίκαιρα παραδείγματα. Crime Times, 22.03.2024, crimes.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η αυστηροποίηση των ποινών ως βασική επιλογή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Εφημερίδα των Συντακτών, 18.10.2021, efsyn.gr. Διαθέσιμο εδώ.