Της Ευθυμία Γκαμπέση,
Το Αγαπάω είναι ο απόλυτος ύμνος της καθημερινότητας, της ομορφιάς στα απλά και της υπέρτατης ανθρώπινης ενσυναίσθησης. Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Νίκου Καββαδία, το οποίο έγραψε όταν ήταν μόλις 19 χρονών και δεν αποτελεί κομμάτι καμιάς από τις τρεις ποιητικές συλλογές του μεγάλου ποιητή.
«Αγαπάω τ’ ό, τι θλιμμένο στον κόσμο,
Τα θολά ματάκια, τους άρρωστους
Ανθρώπους,
Τα ξερά, γυμνά δέντρα και τα έρημα
Πάρκα,
Τις νεκρές πολιτείες, τους
Τρισκότεινους τόπους.
Το ποίημα ξεκινά με τη λέξη «αγαπάω», και ενώ θα περίμενε κανείς να ακούσει κάτι όμορφο να ακολουθεί, —προς ευχάριστη έκπληξη— βλέπουμε τον ποιητή να αναφέρεται σε ανθρώπους και μέρη που συχνά δεν γίνονται αντικείμενο λατρείας. Και η λύπη, η θλίψη, είναι σίγουρα μία έννοια που έχει συνδεθεί με την αγάπη, με κάποιον άλλον, κοινότοπο τρόπο, κάτι που ο ποιητής έρχεται να ανατρέψει. Αγαπάει στην ουσία το σκοτάδι, τη λιγότερο φωτεινή και ευχάριστη μεριά του κόσμου. Τα τοπία εκείνα που οι περισσότεροι αγνοούμε και δεν βλέπουμε την παραμικρή ομορφιά σε αυτά.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα
Δισάκι
Για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε.
Τους τυφλούς μουσικούς των
Πολύβουων δρόμων,
Τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς
Που πεινάνε
Κάνει λόγο και για υπαρκτά, καθημερινά πρόσωπα που υφίστανται τις δυσκολίες της ζωής και τους βάζει στο επίκεντρο. Τους μεταμορφώνει από κομπάρσους σε πρωταγωνιστές στο έργο του. Και δεν φοβάται να γίνει ωμός, αποκρουστικός. Διότι, συμπεριλαμβάνει και τον εγκληματία, και επαίτη.
Τα χλωμά κορίτσια που πάντα
Προσμένουν
Τον ιππότη που είδαν μια βραδιά
Στο όνειρό τους
Να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου
Δρόμου
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ΄
Ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια
Ταξίδια
Και δεν ξέρουν καλά αν θα γυρίσουν
Ποτέ πίσω
Αγαπάω, και θα ΄θελα μαζί τους να
Πάω,
Κι ούτε πια να γυρίσω
Αγαπάω τις κλαμένες, ωραίες
Γυναίκες
Που κοιτάνε μακριά, που κοιτούνε
Θλιμμένα.
Η αναφορά τους στις γυναίκες στο συγκεκριμένο έργο παρουσιάζονται πάντα ως θλιμμένες, μελαγχολικές, κουβαλώντας έναν συναισθηματικό πόνο, αυτόν της ονειροπόλησης. Μία θλίψη που εξακολουθεί να παρουσιάζεται ως κάτι το όμορφο, το ευγενικό και το άκακο. Συνδέεται εμφανώς και με τη συναισθηματική ευαισθησία και τον πλούτο που διέπει τις γυναίκες, κάτι το οποίο εκθειάζει.
Αγαπώ σε τούτον τον κόσμο ό, τι
Κλαίει
Γιατί μοιάζει με μένα».
Στο τέλος, βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μία ανατροπή, ενώ νομίζαμε ότι όλη αυτήν η αγάπη πρόκειται για μία ανιδιοτελή πράξη που «αγκαλιάζει» τους πάντες και τα πάντα, που εξυμνεί το άγνωστο, το σκοτεινό και το αντισυμβατικό, πρόκειται στην πραγματικότητα για μία αίσθηση ανακούφισης προς τον ποιητή ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στον κόσμο που «συνδέονται» κατά μία έννοια μαζί του, που νιώθουν –χωρίς να νιώθουν– τον πόνο του. Και ιδιαίτερα ένα 19χρονο αγόρι χρειάζεται ακριβώς αυτό, την αίσθηση ότι ανήκει, τον καταλαβαίνουν και δεν είναι μόνος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- 10 ποιήματα του Νίκο Καββαδία που μελοποιήθηκαν, whenpoetryspeaks, διαθέσιμο εδώ.