15.5 C
Athens
Σάββατο, 16 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕκβιασμένη κατάσταση ανάγκης: Δικαιολογείται ή συγχωρείται;

Εκβιασμένη κατάσταση ανάγκης: Δικαιολογείται ή συγχωρείται;


Του Γιώργου Ποτουρίδη,

Η κατάσταση ανάγκης λειτουργεί άλλοτε ως λόγος άρσης του αδίκου κατά το άρθρο 25 ΠΚ και άλλοτε ως λόγος άρσης του καταλογισμού κατά το άρθρο 32 ΠΚ. Μία ειδική μορφή αυτής συνιστά η εκβιασμένη, αυτή δηλαδή που προέρχεται όσον αφορά τον κίνδυνο από τον προπράκτη και οδηγεί τον ενδιάμεσο στην εγκληματική δράση έναντι του θύματος.

Το φαινόμενο απασχολεί χρόνια τη γερμανική ποινική θεωρία και σε μικρότερη έκταση την ελληνική. Το ερώτημα είναι αν ο δράστης της εκβιασμένης κατάστασης ανάγκης είναι δικαιολογημένος και κατά συνέπεια δεν πράττει άδικα κατά το 25ΠΚ ή αν απλά θεωρείται συγχωρητέος και άρα η πράξη δεν του καταλογίζεται κατά το 32ΠΚ. Στο παρόν, θα παρατεθούν αμφότερα τα επιχειρήματα των δύο θέσεων και θα προκριθεί η ορθότερη κατά την άποψη του γράφοντος λύση.

Για να γίνει αντιληπτό το αντικείμενο εξέτασης, παρατίθενται τα ακόλουθα παραδείγματα:

Ο Α καταθέτει ψευδώς υπέρ του Β σε δίκη, γιατί ο τελευταίος απειλεί ότι θα σκοτώσει την κόρη του, την οποία σημαδεύει με όπλο.

Ο Γ τελεί απόπειρα ληστείας στην τράπεζα Τ, επειδή ο Δ απειλεί ότι σε αντίθετη περίπτωση θα σκοτώσει τη γυναίκα του. Κατά την απόπειρα ο Υ, διευθυντής της τράπεζας, ακινητοποιεί τον Γ και καλεί την αστυνομία προκειμένου να τον συλλάβει.

Ο δράστης των ανωτέρω παραδειγμάτων δικαιολογείται ή συγχωρείται; Αν θεωρηθεί ότι δικαιολογείται, τότε η πράξη του δεν είναι άδικη και κατά συνέπεια το θύμα δεν χαίρει του δικαιώματος της άμυνας σύμφωνα με το 22ΠΚ. Ακόμα, ο προπράκτης δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ηθικός αυτουργός ελλείψει άδικης πράξης, όπως απαιτεί το άρθρο 46ΠΚ, παρά μόνο έμμεσος αυτουργός και δεν θα στοιχειοθετείται ούτε δικαίωμα αποζημίωσης κατά την 914ΑΚ, μιας και προϋπόθεση του παρανόμου είναι η διαπίστωση, τελικά, άδικης πράξης. Αν αντίθετα γίνει δεκτό πως συγχωρείται, τότε η άμυνα είναι νοητή, στοιχειοθετείται ηθική αυτουργία και πλήρης αδικοπραξία.

Μερίδα της θεωρίας επιχειρηματολογεί υπέρ της συγχώρεσης και εναντίον της δικαιολόγησης με γνώμονα την όλη συνθετική του προβλήματος. Δηλαδή, λαμβανομένων υπόψη αφενός της αρχής της κατίσχυσης της έννομης τάξης, του υπερατομικού χαρακτήρα του αμυντικού δικαιώματος και αφετέρου της προσβολής της αυτονομίας, τόσο του δράστη όσο και του θύματος.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: lechenie-narkom

Υποστηρίζεται, σύμφωνα με μια παραδοσιακή αντίληψη, ότι ο ευρισκόμενος σε εκβιασμένη κατάσταση ανάγκης καθίσταται υποχείριο του προπράκτη και χρησιμοποιείται για τους εγκληματικούς σκοπούς του τελευταίου, μεταπίπτοντας στην πλευρά του αδίκου, πράγμα που δεν μπορεί να επιδοκιμάζεται από την έννομη τάξη, γιατί σηματοδοτεί την αυτοακύρωσή της και την απώλεια εμπιστοσύνης στην ισχύ της. Έτσι, μόνο ως λόγος άρσης του καταλογισμού μπορεί να νοηθεί το φαινόμενο, μιας και η άρση του αδίκου οδηγεί κατά αυτήν τη γνώμη σε απώλεια της ισχύος της έννομης τάξης.

Γίνεται δεκτό, επίσης, πως αλλοιώνεται, αν όχι καταργείται, ο υπερατομικός χαρακτήρας του αμυντικού δικαιώματος, εφόσον το θύμα υποχρεωθεί να υπομείνει την εγκληματική ενέργεια του ενδιαμέσου δράστη. Ακόμα, εστιάζοντας στην αυτονομία του θύματος, καταφάσκεται η αδικαιολόγητη προσβολή της μέσω του εξαναγκασμού του να ανεχθεί ένα άμεσο πλήγμα στα έννομα αγαθά του, που διαμεσολαβείται από τη συνειδητή προσβολή της ελευθερίας του, εκ μέρους του προπράκτη. Στον αντίποδα, ένα επίσης σημαντικό τμήμα της θεωρίας τοποθετείται υπέρ της δικαιολόγησης, θεωρώντας ότι η πράξη που τελείται υπό το καθεστώς εκβιασμένης κατάστασης ανάγκης δεν είναι άδικη. Ένα πρώτο επιχείρημα υπέρ της δικαιολόγησης είναι η ίδια η έννοια του κινδύνου κατά αυτήν τη γνώμη. Κίνδυνος είναι μια κατάσταση που αναπόφευκτα οδηγεί στη βλάβη.

Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι το γράμμα του νόμου αναφέρεται περιοριστικά σε κίνδυνο, χωρίς να κάνει λόγο για την πηγή προέλευσης αυτού (αν δηλαδή συνίσταται αμιγώς σε φυσικές ενέργειες και καταστάσεις ανωτέρας βίας ή περιλαμβάνει και ανθρώπινες ενέργειες, οι οποίες κατά κανόνα συνιστούν επιθέσεις και θεμελιώνουν δικαίωμα σε άμυνα). Άρα, το μόνο που ενδιαφέρει είναι η πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 25 ΠΚ, ώστε να αποκλεισθεί το άδικο της συμπεριφοράς, μιας και ο κίνδυνος στοιχειοθετείται. Επιπλέον, τονίζεται πως η ratio της κατάστασης ανάγκης του 25ΠΚ είναι το καθήκον αλληλεγγύης, το οποίο επιτάσσει με έρεισμα την αρχή της αναλογικότητας τη θυσία του κατώτερου σε είδος και σπουδαιότητα προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού υπέρ της σωτηρίας του απειλούμενου.

Εξαιρουμένων αυτών των ακραίων θέσεων υποστηρίχθηκαν και ενδιάμεσες απόψεις, οι οποίες προσπαθούν να συγκεράνουν αμφότερα τα στοιχεία. Πυρήνας αυτών των θέσεων είναι ο κανόνας πως η δικαιολόγηση δεν πρέπει να αποκλείεται άνευ ετέρου, λόγω της σύμπτωσης στο πρόσωπο του δράστη βούλησης αποτροπής του κινδύνου και εκπλήρωσης αλλότριων εγκληματικών σκοπών. Έτσι, κατά μία άποψη, η πράξη δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση που ο κίνδυνος στρέφεται κατά κορυφαίων αξιολογικά εννόμων αγαθών, όπως της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ελευθερίας και όχι έναντι της περιουσίας, όπου εκεί μόνο συγχωρητέος μπορεί να θεωρηθεί.

Στην ελληνική ποινική θεωρία υιοθετείται μία παρόμοια συμβιβαστική λύση, προβαίνοντας στην ακόλουθη διάκριση: στις περιπτώσεις που ο εξαναγκασμός δεν είναι απλά βαρύς, αλλά και ορατός-εμφανής, η πράξη δεν είναι άδικη και επομένως άμυνα χωρεί μόνο έναντι του έμμεσου αυτουργού και προπράκτη. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που ο εκβιασμός ασκείται από απόσταση και απουσιάζει από τον τόπο του εγκλήματος, τότε τίθεται μόνο ζήτημα άρσης του καταλογισμού, γιατί απουσιάζει η παράσταση της ανάγκης πια υπό την οποία ενεργεί ο δράστης.

Κατά την άποψή μου, ο δράστης της εκβιασμένης κατάστασης ανάγκης είναι συγχωρητέος εφόσον πληρούται το 32ΠΚ, ενώ επ’ ουδενί δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένος με το 25ΠΚ. Αρχικά, η παραδοχή ότι στην έννοια του κινδύνου υπάγονται και οι ανθρώπινες ενέργειες δεν μπορεί αυτή καθεαυτή να αποτελεί επιχείρημα που οδηγεί σε αποκλεισμό του αδίκου μιας συμπεριφοράς. Πράγματι, ενώ η ανθρώπινη ενέργεια συνιστά καταρχήν επίθεση και θεμελιώνει το δικαίωμα στην άμυνα κατά το 22ΠΚ, μπορεί να υπαχθεί –εφόσον δεν συντρέχουν οι υπόλοιποι όροι της άμυνας– στην εννοιολογική χώρα του κινδύνου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι αυτόματα αίρει το άδικο. Και το 32 ΠΚ απαιτεί κίνδυνο, ώστε να οδηγήσει σε άρση του καταλογισμού. Η κατ’ εξοχήν περίπτωση, λοιπόν, άρσης καταλογισμού είναι η εκβιασμένη μορφή της κατάστασης ανάγκης.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Randgruppe 

Ακόμα, ο περιορισμός της αυτονομίας του θύματος που δέχεται την επίθεση σε πολυσχιδές επίπεδο (αφενός αποκλείεται το αμυντικό δικαίωμα και αφετέρου στερείται την αστική αποζημίωση της 914ΑΚ, καθώς πράξη που δεν είναι άδικη ποινικά, δεν είναι και τελικά παράνομη αστικοδικαϊκά, με αποτέλεσμα να μην πραγματώνεται η νομοτυπική μορφή της νομικής διάταξης) παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας κατά εμφανή τρόπο. Δεν μπορεί επ’ ονόματι του καθήκοντος αλληλεγγύης να αξιώνεται η υποχρέωση του θύματος να θυσιάζει έννομα αγαθά, όταν ο δράστης προκειμένου να εκπληρώσει κάποιον παραγγελόμενο εγκληματικό σκοπό, προβαίνει στην πράξη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο δράστης διαπράττει εν τέλει έγκλημα, μιας και η πράξη δεν θα του καταλογιστεί και κατά συνέπεια παραμένει αθώος. Ωστόσο, για να οδηγηθεί σε αυτήν τη λύση, θα πρέπει να συντρέχουν και οι υπόλοιποι όροι του άρθρου 32ΠΚ, ήτοι η προσβολή να αφορά τον ίδιο ή οικείο, να είναι αναπότρεπτη με άλλα μέσα, παρούσα και ανάλογη σε είδος και σπουδαιότητα. Όπως γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό, οι προϋποθέσεις για την άρση του καταλογισμού είναι επαχθέστερες έναντι αυτών του αδίκου. Αυτό, όμως, δε μπορεί να θεωρηθεί επιχείρημα υπέρ της δικαιολόγησης, γιατί τότε θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να αξιώνεται η δικαιολόγηση των όποιων πραγματικών δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του 32 ΠΚ.

Τέλος, η ίδια η ιστορικοβουλητική ερμηνεία συνηγορεί υπέρ της άρσης του καταλογισμού και όχι της δικαιολόγησης του φαινομένου της εκβιασμένης κατάστασης ανάγκης. Η ως άνω περίπτωση ρυθμιζόταν ρητά στο άρθρο 96 του παλιού ποινικού νόμου ως εξής: «μένουσι ακαταλόγιστοι αι πράξεις, εις τας οποίας αναγκάζεται τις δι’ ακαταμαχήτου φυσικής βίας ή δι απειλών ηνωμένων με παρόντα και άφευκτον κίνδυνον σώματος ή ζωής, τιμής ή ελευθερίας του αναγκαζόμενου αυτού». Η ανυπαρξία αντίθετης πλέον ρύθμισης στον ποινικό μας κώδικα συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι ο νομοθέτης εμμένει στην προϊσχύσασα ρητή άποψή του, την οποία δεν επαναλαμβάνει απλά διότι εύλογα μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά από την ιστορικοβουλητική ερμηνεια.

Εν όψει όλων των ανωτέρω προκρίνεται ως ορθή απάντηση στο ερώτημα η άρση του καταλογισμού του δράστη. Ο τελών υπό εκβιασμένη κατάσταση ανάγκης συγχωρείται κατά το 32ΠΚ! Δε δικαιολογείται σύμφωνα με το 25ΠΚ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Παλαιολόγου- Παναγιώτης Ν. Παναγόπουλος, Ποινική Δικαιοσύνη, 2/2024, σελ. 125-135.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Ποτουρίδης
Γιώργος Ποτουρίδης
Γεννήθηκε στους Πύργους Πτολεμαΐδας. Είναι φοιτητής της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Του αρέσει η εξειδίκευση στον τομέα του Ουσιαστικού Ποινικού Δίκαιου και της ποινικής δικονομίας. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση επιστημονικών βιβλίων, την πολιτική και τον αθλητισμό. Παρακολουθεί επιστημονικά σεμινάρια και μελετά αντίστοιχα περιοδικά σε μηνιαία βάση. Επίσης, είναι ψάλτης στην εκκλησία.