16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑρχή της μη αναζήτησης των αχρεώστητων παροχών στην κοινωνική ασφάλιση

Αρχή της μη αναζήτησης των αχρεώστητων παροχών στην κοινωνική ασφάλιση


Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,

Η αρχή της μη αναζήτησης του αχρεώστητως καταβληθέντος ποσού αποτελεί μία γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης και έχει ισχύ νόμου, εκτός αν προβλέπεται ρητά αντίθετη νομοθετική διάταξη (Στεργίου Άγγελος, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης σελ. 384). Κατά πάγια νομολογία, κυρίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αναζήτηση των αχρεώστητων καταβληθεισών παροχών από έναν καλόπιστο ασφαλισμένο ή ενίοτε και συνταξιούχο, μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος από την καταβολή και την είσπραξή τους από τον ασφαλιστικό οργανισμό/φορέα, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης προστασίας του διοικούμενου, εξαιτίας των απρόβλεπτων —και ενδεχομένως δυσμενών— συνεπειών που θα επέφερε το συγκεκριμένο μέτρο εις βάρος του προσώπου που έλαβε τις παροχές (ΣτΕ 3322/08, ΣτΕ 827/2005, υπ’αριθμόν 1563/2022 Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης).

Η παραπάνω γενική αρχή κάμπτεται εφόσον συντρέχουν σωρευτικά ορισμένες προϋποθέσεις:

Α) Η έλλειψη καλής πίστης του δικαιούχου. Η αναζήτηση του καταβληθέντος ποσού επιτρέπεται εάν ο ασφαλισμένος είχε δόλο κατά της διοίκησης για να του δοθούν τα χρηματικά ποσά παράνομα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παίζει ρόλο το κριτήριο του εύλογου χρόνου. Δεν αρκεί απλώς η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην άνομη και άδικη πράξη, αλλά χρειάζεται και η γνώση της. Το στοιχείο του «δόλου» εκ μέρους του ασφαλισμένου καλείται να αποδείξει η ίδια η Διοίκηση με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, και δη ο Ασφαλιστικός Φορέας, διαφορετικά ο λήπτης τεκμαίρεται καλόπιστος, οπότε και η γενική αρχή θα βρίσκει νόμιμο έρεισμα (ΣτΕ 2354/2013, ΣτΕ 17/1997, ΣτΕ 1618/2011,166/2009). Αξίζει να σημειωθεί πως ο δόλος δεν υπάρχει μόνο με την παραποίηση ή αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών κάνοντας χρήση πλαστών δικαιολογητικών εγγράφων αλλά συντρέχει και με την απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών, το περιεχόμενο των οποίων οφείλει να ενημερώνει ο δικαιούχος τον φορέα ασφάλισης (ΣτΕ 2790/2000, ΣτΕ 3699/2019 ΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Β) Η διαπίστωση νομικού ή πραγματικού σφάλματος στην χορήγηση του ποσού. Εάν π.χ. δοθεί ένα επίδομα χωρίς να συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις.

Γ) Η πάροδος εύλογου χρονικού διαστήματος με βάση την υπό κρίση περίπτωση. Για τον υπολογισμό του εύλογου χρόνου λαμβάνονται υπόψιν συγκριμένες περιστάσεις κάθε φορά, όπως η οικονομική κατάσταση του λήπτη, το ύψος του ποσού και αν αυτό ζητείται με δόσεις η εφάπαξ. Σύμφωνα με την Νομολογία, εν αμφιβολία ο ικανός χρόνος από την είσπραξη της παροχής έως την αναζήτησή της δεν νοείται να είναι λιγότερος των πέντε χρόνων εκτός αν υπάρχει αντίθετη νομική διάταξη (Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 3950/15 ΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ΑΝ 261/68 για την ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων δεν τυγχάνει πεδίο εφαρμογής στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η εφαρμογή του αναγκαστικού νόμου θα καταστρατηγούσε το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 25 παρ. 1, την αρχή της αναλογικότητας.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: jarmoluk

Ωστόσο, η διοίκηση μπορεί να αναζητήσει τις συντάξεις από τους λήπτες εάν διαπιστώσει ότι δόθηκαν με ψευδή δικαιολογητικά ανεξαρτήτως χρονικού ορίου (Άρθρο 30 παρ.4 και παρ.5 του Π.Δ. 258/2005). Σ ’αυτήν την περίπτωση δε χρειάζεται αμετάκλητη δικαστική απόφαση που να προηγείται από την διοικητική πράξη διακοπής της σύνταξης, για την επιβεβαίωση των πλαστών εγγράφων που προσκόμισε ο ασφαλισμένος (ΣτΕ 984/1998 ΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3793/2008).

Δ) Ελλείψει αντίθετης διάταξης νόμου. Η νομολογία υποστηρίζει ότι δεν αποτελούν τέτοιου είδους-αντιθετικές διατάξεις όσες απλώς αναφέρονται στους όρους αναζήτησης των καταβληθέντων ποσών από τον φορέα ασφάλισης. Άλλωστε, μια αντίθετη νομική διάταξη θα αντέκειτο στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη (ΣτΕ 3459/2006 ΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ε) Εάν η αναζήτηση των αχρεώστητων παροχών θα επέφερε δυσμενείς συνέπειες στην διαβίωση του ασφαλισμένου και της οικογένειάς του. Εξετάζεται η οικογενειακή, προσωπική και οικονομική κατάσταση του λήπτη. Ο λαβών τις παροχές μπορεί να αποδείξει την σημαντική διατάραξη της οικονομικής του θέσης, φέροντας τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα, όπως φορολογική εκκαθάριση (Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 2027/2008). Εάν αποδειχθεί ότι η σύνταξη αποτελεί την κύρια πηγή εισοδήματος του συνταξιούχου και ότι η ανάκλησή της θα περιόριζε σημαντικά την δυνατότητα βιοπορισμού, τότε η γενική αρχή της μη αναζήτησης μπορεί να εφαρμοστεί. Ο δικαστής εκτιμά αν συντρέχει η συγκεκριμένη προϋπόθεση και λαμβάνει την τελική απόφαση. Οφείλει, βέβαια, να μην εφαρμόζει την αρχή μόνο στην περίπτωση της πλήρους αδυναμίας επιστροφής των χρηματικών παροχών αλλά και σε κάθε περίπτωση όταν η επιστροφή θα μειώσει σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης του λήπτη.

Με βάση το άρθρο 13 Ν. 4387/2016, κάθε παροχή που έχει καταβληθεί από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αχρεώστητα επιστρέφεται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος και αναζητείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Σε περίπτωση υπαιτιότητας του αναζητείται εντόκως, με επιτόκιο 3%. Προβλέπεται, λοιπόν, η επιστροφή των αχρεώστητων καταβληθεισών παροχών από οποιονδήποτε ασφαλισμένο είτε καλόπιστο είτε κακόπιστο χωρίς να υπάρχει κάποια προϋπόθεση. Μόνο η παραγραφή αποτελεί ένα εμπόδιο για την αναζήτηση των αχρεώστητων παροχών, που είναι εικοσαετής από την μέρα της τελευταίας καταβολής (πρώτο άρθρο υποπαρ. ΙΑ. 6 περ. 2 Ν. 4093/2012).

Βέβαια, η παραπάνω ρύθμιση είναι πιο ευμενής για τον ασφαλισμένο καθώς στο άρθρο 40 παρ. 2 του ΑΝ 1846/51 που ίσχυε δεν υπήρχε διαφοροποίηση μεταξύ των καλόπιστων και κακόπιστων ασφαλισμένων. Πλέον, ορίζεται το επιτόκιο από 5% που ίσχυε σε 3% για τους κακόπιστους ασφαλισμένους αφενός, για όσους είχαν δόλο και αφετέρου υπάρχει ευνοϊκότερη μεταχείριση του καλόπιστου λήπτη, δηλαδή του προσώπου που εισέπραξε παροχές αχρεώστητες δίχως να έχει υπαιτιότητα. Η απόφαση για την αναζήτηση του ποσού εκδίδεται από τον Διευθυντή του ΕΦΚΑ και στις δύο περιπτώσεις.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Karolina Kaboompics

Προκειμένου να είναι νόμιμη η διοικητική πράξη αναζήτησης των αχρεώστητων ποσών οφείλει η Διοίκηση να καλέσει τον ασφαλισμένο ώστε να αναπτύξει τις απόψεις του ο ίδιος ενώπιόν της και να προσκομίσει τα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία της καλοπιστίας του, όπως επιτάσσει το άρθρο 20 παρ. 2 Σ.

Το άρθρο 103 Ν. 4387/16 δεν αναιρεί την αρχή της μη αναζήτησης αχρεώστητων ποσών. Δεν αποτελεί ειδική νομική διάταξη που παρακωλύει την εφαρμογή της γενικής αρχής της μη αναζήτησης καθώς στο συγκεκριμένο άρθρο δεν υπάρχει πρόβλεψη για την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος από την είσπραξη και την αναζήτηση. Εάν παρέλθει εύλογο-ικανό χρονικό διάστημα από την είσπραξη των ποσών αχρεώστητων, συνήθως πέντε έτη, δεν θα εφαρμοστεί το άρθρο 103 αλλά η γενική αρχή της μη αναζήτησης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Άγγελος Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πετρούλα Λεοναρδοπούλου
Πετρούλα Λεοναρδοπούλου
Είναι 23 χρονών. Έχει καταγωγή από την Ορεινή Αρκαδία, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στην Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση της αγγλικής, γαλλικής και τουρκικής γλώσσας. Ενδιαφέρεται κυρίως για το Εμπορικό και Ποινικό Δίκαιο.