Του Βασίλη Γκουρή,
Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ο Αρχέλαος Α΄, βασιλιάς των Μακεδόνων, αποφασίζει να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα του τότε κράτους του, τις Αιγές, και να ιδρύσει μια νέα πόλη που θα λειτουργήσει ως πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου για τους επόμενους αιώνες, θα προσκαλέσει καλλιτέχνες και ποιητές, φιλοσόφους και πολιτικά πρόσωπα, και θα αποτελέσει το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του μεγαλειώδους και μνημειώδους πλούτου των Μακεδόνων.
Η πρώτη αναφορά στην πόλη γίνεται από τον γνωστό ιστορικό και ταξιδευτή, Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρει την πόλη στα έργα του όταν περιγράφει τη θαλάσσια διαδρομή που διέσχισε ο Πέρσης βασιλιάς, Ξέρξης Α΄, μαζί με τον στόλο του (Ἡρόδοτος, VII, 123). Τη θέση της, επίσης, επιβεβαιώνει και ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας την κατάσταση στην κεντρική Μακεδονία κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (ΙΙ, 99, 3-4). Κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ., μιας περιόδου με πολλές αναταραχές στον ελληνικό κόσμο, με τις εισβολές και καταστροφές των Περσών, καθώς και τη γενναία αντίσταση των Ελλήνων, και τελικώς την εμφύλια διαμάχη, αποτέλεσε ένας αιώνας δραστήριος με πληθώρα αλλαγών στον Ελλαδικό χώρο. Η Μακεδονία κατά τα τέλη του αιώνα είχε αρχίσει να εισέρχεται με σταθερούς ρυθμούς στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας. Την περίοδο βασιλείας του Αρχελάου Α΄ (413-399 π.Χ.) το Μακεδονικό Βασίλειο άλλαξε πρωτεύουσα, αφήνοντας πίσω τις Αιγές και βαπτίζοντας την Πέλλα πλέον ως το νέο τόπο εγκαθίδρυσης της κεντρικής εξουσίας. Αυτή η αλλαγή ήταν σημαντική, καθώς έφερε πιο κοντά τους Μακεδόνες με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η απόφαση οφείλετε κυρίως σε στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους, εξυπηρετώντας τις κατακτητικές βλέψεις των Μακεδόνων.
Κατά τη Βασιλεία του Αρχελάου η πόλη γνώρισε εντυπωσιακή ανάπτυξη, τόσο μεγάλη ώστε ο Ξενοφών την αποκάλεσε «μεγίστη τῶν ἐν Μακεδονίᾳ πόλεων» (Ἑλληνικά, V, 2, 13). Κατάφερε να προσελκύσει διάφορες μορφές από το χώρο της τέχνης όπως ο ζωγράφος Ζεύξις που μαρτυρείται ότι διακόσμησε το ανάκτορο των Μακεδόνων, ο μουσικός Τιμόθεος, ο επικός ποιητής Χοιρίλος, οι τραγικοί ποιητές Ευριπίδης, Αγάθων κ.ά. Ο Ευριπίδης, µάλιστα, που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Πέλλα, συνέγραψε και τραγωδία για τον Αρχέλαο.
Η Πέλλα, όμως, γνωρίζει μια παύση στην ανάπτυξή της μετά τον θάνατο του Αρχελάου και την παράδοση της πόλης στους Χαλκιδείς. Δεν είναι μέχρι τον Φίλιππο Β΄ που θα επανέλθει ως μια ισχυρή δύναμη. Πέραν των εσωτερικών αναπτύξεων, ο Φίλιππος, θα εξαπλώσει τη μακεδονική κυριαρχία σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Πέλλα να γίνει το επίκεντρο πολύπλευρων δραστηριοτήτων, πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών, αλλά και μιας έντονης πνευματικής κίνησης, όπως μαρτυρεί η παρουσία του φιλοσόφου Αριστοτέλη, που αναλαμβάνει την εκπαίδευση του διαδόχου του θρόνου, του Αλεξάνδρου.
Με τον Αλέξανδρο η φήμη της μεγαλειώδους πρωτεύουσας εξαπλώνεται σε όλα τα παράλια της Μεσογείου και έως τα βάθη της Ασίας. Μετά τον θάνατό του η πόλη βρίσκεται ανάμεσα στις διαμάχες των διαδόχων. Η μεγάλη επέκταση και ανοικοδόμηση της Πέλλας συνεχίζεται στην εποχή της βασιλείας του Κασσάνδρου (316-298 π.Χ.), ενισχυμένη από τις οικονομικές προσόδους της εκστρατείας του Αλεξάνδρου και η παράλληλη ανάπτυξη έντονων δραστηριοτήτων που παρουσιάζονται μέσα από τα ανασκαφικά ευρήματα στην αρχιτεκτονική, στην οικονομία, στο εμπόριο, στην πνευματική ζωή και στην τέχνη γενικότερα, συνθέτουν την εικόνα μιας μεγαλούπολης µε µια ακμάζουσα πολυεθνική κοινωνία, που ευημερεί σ᾽ όλη τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων. Η πόλη γνωρίζει μια συνεχή άνοδο όταν αναλαμβάνει ο Αντίγονος Γονατάς. Μέχρι και κατά τη διάρκεια βασιλείας του Φιλίππου Ε΄ παραμένει σταθερά η μακεδονική πρωτεύουσα όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος.
Το 168 π.Χ. η πόλη επέρχεται στην κυριαρχία των Ρωμαίων, οι οποίοι την λεηλατούν και μεταφέρουν τους θησαυρούς της στη Ρώμη. Η Πέλλα, όμως, συνεχίζει να κατοικείται και να ευημερεί μέσω της οικοδομικής, παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας η οποία διαρκεί μέχρι τον 1ο αι π.Χ. Γύρω στο 90 π.Χ. εξαιτίας ενός μεγάλου σεισμού, η πόλη στην πλειονότητά της εγκαταλείπεται, μόνο στο νότιο τμήμα συνέχισαν να κατοικούν μέχρι τον 4ο αι μ.Χ.
Στα βυζαντινά χρόνια αναφέρεται ως μια από τις πόλεις της επαρχίας του Ιλλυρικού, ενώ κατά την περίοδο του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, συγκαταλέγεται στις πόλεις της επαρχίας του Μακεδονικού. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας πλέον η Πέλλα δεν υπήρχε αλλά αντικαταστάθηκε με το όνομα Allah-Kilisse (Εκκλησία του Θεού). Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ο οικισμός, που καταλάμβανε μεγάλο τμήμα της αρχαίας πόλης, ονομάστηκε Παλιά Πέλλα, διακρινόμενος από τη Νέα Πέλλα, 2 χλµ. δυτικότερα, στην ̟περιοχή της Ρωμαϊκής Αποικίας της Πέλλας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μ. Σιγανίδου – Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη (1996), Πέλλα. Πρωτεύουσα των Μακεδόνων, Αθήνα Εκδόσεις Υπουργείο πολιτισμού
- Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, Ι. Μ-Ακαμάτης, Α. Χρυσοστόμου, Π. Χρυσοστόμου (2011), Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας, Αθήνα Εκδόσεις Κοινωφελές ´Iδρυµα Ιωάννη Σ. Λάτση