Της Ειρήνης Νικηφορίδου,
Το λογοτεχνικό βιβλίο, A Certain Hunger, της Chelsea G. Summers, ακολουθεί τη συγγραφέα τροφίμων Dorothy Daniels, η οποία είναι μια καταδικασμένη κατά συρροή δολοφόνος. Η πρωταγωνίστρια διηγείται την ιστορία των εγκλημάτων της, μεταβαίνοντας μπρος-πίσω στον χρόνο μεταξύ της ζωής της πριν και μετά τη φυλάκισή της. Συγκεκριμένα, αφηγείται για το φαγητό που κατανάλωνε, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό και τους πολλούς εραστές της! Το βιβλίο εμβαθύνει σε θέματα κανιβαλισμού, γυναικείας οργής και απογοήτευσης στην προσπάθεια να ανταποκριθεί κανείς σε κοινωνικές προσδοκίες. Η αφήγηση της Dorothy είναι γεμάτη με σκοτεινό χιούμορ και αιχμηρά σχόλια σχετικά με τα φυλετικά στερεότυπα, καθιστώντας το μια αρκετά στοχαστική ανάγνωση. Πίσω από τις λυρικές εξάρσεις για το σεξ με Ιταλούς άντρες και τα μαγειρέματα με λίπος πάπιας, ως κεντρικό στοιχείο υπάρχει έντονο και το φεμινιστικό επιχείρημα. Αν και καταλαβαίνω τί επιδίωκε η συγγραφέας θολώνοντας τις γραμμές μεταξύ σεξ, φαγητού και φόνου, θεωρώ πως το αποτέλεσμα δεν ανταποκρίθηκε πλήρως στις προσδοκίες πολλών αναγνωστών.
Φαίνεται ότι αυτό το βιβλίο είχε σκοπό να παρουσιάσει ότι «οι γυναίκες μπορούν να κάνουν τα πάντα όπως οι άντρες» (ακόμη και να είναι αδίστακτες κατά συρροή δολοφόνοι). Ωστόσο, αντί να αναπτύξει αυτή την ιδέα, οι αναγνώστες αντιμετωπίζουν κεφάλαιο μετά το κεφάλαιο μια ψυχοπαθής αφηγήτρια, η οποία περιγράφει λεπτομερώς το φαγητό που φτιάχνει και τις ατελείωτες δολοφονίες των εραστών της. Παρόλο που το βιβλίο θεωρείται φεμινιστικό, για εμένα, αντιπροσωπεύει τον φεμινισμό ως ισοπέδωση, αναπαριστώντας τις γυναίκες ως αβοήθητες και αξιοθρήνητες που οδηγούνται από το τραύμα των σχέσεων/εμπειριών τους στην τρέλα και χάνουν τον έλεγχο των πράξεών τους, με αυτή την προσέγγιση να προβάλλεται ως παράδειγμα «δυναμικής γυναίκας».
Είναι πράγματι ένα πρωτοποριακό βιβλίο, καθώς σπάνια απεικονίζονται σε μυθιστορήματα γυναίκες χωρίς το στοιχείο της στοργικότητας. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι η ρομαντικοποίηση και η σεξουαλικοποίηση τέτοιων γυναικείων χαρακτήρων είναι ενδυναμωτική. Συχνά στο Hollywood, γυναικείοι ρόλοι με πιο μυστηριώδη και σκοτεινά χαρακτηριστικά (όπως η Jennifer Check που υποδύεται η Megan Fox στο Jennifer’s Body ή η Margot Robbie στον ρόλο της Harley Quinn) εικονογραφούνται με τέτοιον τρόπο που ωραιοποιεί την ψυχοπάθεια. Αν οι ρόλοι αυτοί αντιστραφούν και στη θέση τους τοποθετηθεί κάποιος άντρας, κανείς δεν θα το θεωρήσει ελκυστικό, αλλά διεστραμμένο και αποκρουστικό.
Καταλαβαίνω ότι το βιβλίο είναι περισσότερο σατιρικό και ότι η Dorothy προορίζεται να είναι αντιπαθής στο κοινό – δεν έχω πρόβλημα με βιβλία που περιέχουν τέτοιου είδους χαρακτήρες, αλλά ως επί το πλείστον μου φάνηκε αρκετά προσποιητή και ρηχή σαν προσωπικότητα. Είναι υπερβολικά σίγουρη για τον εαυτό της και μια απόλυτη σνομπ, χαρακτηριστικά που αρέσουν σε αρκετούς αναγνώστες να βλέπουν σε έναν χαρακτήρα ενός βιβλίου, διότι είναι κάτι αντισυμβατικό. Εδώ, όμως, η συγγραφέας δεν έδωσε κάποιον λόγο να υποστηρίξει κανείς την πρωταγωνίστρια και αυτό επειδή σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν αναφέρεται κάποια αιτία ή ένα κίνητρο πίσω από τις δολοφονίες που έπραττε, καθιστώντας τις πράξεις και την παρορμητικότητά της πολύ ασυνάρτητες.
Δεν υπήρχε κανένα ικανοποιητικό παρασκήνιο, κανένας ενδιαφέρον χαρακτηρισμός, μόνο λόγοι για τους οποίους η Dorothy ήταν ενοχλητική, σαδιστική ακόμη. Θα θεωρούσε κανείς ενδιαφέρον να διαβάσει από την οπτική γωνία μιας ψυχοπαθούς –όπως πολλοί από εμάς ενθουσιαζόμαστε με ιστορίες αντιηρώων, διότι ξεδιπλώνουν μια πιο σκιερή και μυστηριώδη πλευρά από το κατεστημένο– αλλά στο A Certain Hunger η συγγραφέας προωθεί στον αναγνώστη την οπτική γωνία μιας βαρετής ψυχοπαθούς. Η Dorothy περιγράφει τον εαυτό της ως άψυχη και κενή, ωστόσο, στην πραγματικότητα, είναι μια μεσήλικη γυναίκα που αποσπά τον αναγνώστη από την ασπόνδυλη προσωπικότητά της με το καυστικό της χιούμορ.
Η Summers φάνηκε πιο επικεντρωμένη στο να συντάξει μεταφορές και μακροσκελείς προτάσεις παρά να δημιουργήσει μια πλοκή που ωθεί το κοινό να επιθυμεί να διαβάσει με προσοχή την εξέλιξη της ιστορίας, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να θέλει απλώς να παραλείψει σελίδες. Δεν υπήρχε καμία ανάπτυξη χαρακτήρων και καμία σύνδεση με τις παράπλευρες ιστορίες, οι οποίες έμοιαζαν με περιττά συμπληρώματα που δεν συνεισέφεραν στην πλοκή. Η συγγραφέας ήθελε να χρησιμοποιήσει το φαγητό ως μέσο για να μιλήσει για «σοβαρά» θέματα (σεξ, φύλο, μίσος προς τη μητρική φιγούρα) κάτι που συγκράτησα και μου άρεσε στην αρχή, ωστόσο μετά από ένα σημείο και έπειτα κατάντησε κουραστικό.
Προσωπικά, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, αλλά του έλειπε η κλάση ή οποιαδήποτε μορφή εμβρίθειας. Αν είχε μια πιο villanelle αίσθηση, θεωρώ, θα ήταν καταπληκτικό και θα μετέδιδε αυτό που επιδίωκε εξαρχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Book Review: ‘A Certain Hunger’ by Chelsea G. Summers, whatisquinnreading.com, διαθέσιμο εδώ.
- A Certain Hunger by Chelsea G Summers, annabookbel.net, διαθέσιμο εδώ.