Της Βασιλικής Χαραλάμπους,
Η σύνταξη αποτελεί ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και για πολλούς είναι το επιστέγασμα των χρόνιων κόπων τους στον εργασιακό τομέα, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της εργασιακής ζωής και την απόλαυση των καρπών όλων των προσπαθειών τους στον εργασιακό χώρο. Παρ’ όλα αυτά, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο.
Στα πλαίσια των στερητικών ποινών της ελευθερίας, είναι πιθανό, και εφόσον συντρέχουν και οι κατάλληλες προϋποθέσεις, να αρθεί το δικαίωμα του ατόμου στην σύνταξη. Πιο συγκεκριμένα, με βάση το άρθρο 27 του νόμου 4488/2017, είναι δυνατόν να ανασταλεί η καταβολή της σύνταξης συνεπεία έκτισης ποινής στερητικής της ελευθερίας άνω του ενός έτους για αδίκημα που στρέφεται κατά ασφαλιστικού φορέα και για όσο διάστημα διαρκεί η ποινή αυτή. Στο διάστημα αυτό, κατά το οποίο ο καταδικασθείς συνταξιούχος δεν λαμβάνει την σύνταξή του, τα μέλη της οικογένειάς του έχουν δικαίωμα καταβολής της σύνταξης, όπως θα την ελάμβαναν αν ο συνταξιούχος δικαιούχος είχε πεθάνει. Η συγκεκριμένη αυτή ποινή κείτεται μεταξύ του ποινικού και διοικητικού δικαίου.
Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, και το οποίο απορρέει από την έννοια του κοινωνικού κράτους, είναι ελαστικό, ενώ ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θέσει όρους και προϋποθέσεις ως προς την χορήγησή του σε συνάρτηση με πλείονες παραμέτρους, όπως επί παραδείγματι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Εξ αυτού του λόγου, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί τους ασφαλιστικούς νόμους, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επέρχονται δυσμενή αποτελέσματα σε μεμονωμένους πολίτες, αλλά και να ευεργετείται ο ασφαλιστικός τομέας εν συνόλω. Το ελληνικό κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα σήμερα είναι αρκετά δαιδαλώδες εξαιτίας των διαφορετικών ρυθμίσεων που προβλέπονται σε κάθε διαφορετική πτυχή δραστηριοτήτων.
Σήμερα, λοιπόν, με βάση το ως άνω αναφερθέν άρθρο, προβλέπεται ότι: «η καταβαλλόμενη σύνταξη αναστέλλεται για όσο διάστημα ο συνταξιούχος εκτίει περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη του ενός (1) έτους και εφόσον το αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκε στρέφεται κατά ασφαλιστικού φορέα» (άρθρο 27 ν. 4488/2017). Άρα, για την στερητική ποινή της ελευθερίας άνω του ενός έτους, αυτή μπορεί να είναι είτε ποινή κάθειρξης, ισόβια ή πρόσκαιρη (άρθρο 52 ΠΚ), είτε ποινή φυλάκισης (άρθρο 53 ΠΚ), είτε περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 54 ΠΚ) είτε περιορισμός του επικίνδυνου, ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό εγκληματία σε ψυχιατρικό κατάστημα ή παράρτημα φυλακών (πρώην άρθρα 36 έως 38 ΠΚ).
Βασική ταυτόχρονα προϋπόθεση είναι ο φυσικός εγκλεισμός σε αντίστοιχο κατάστημα προορισμένο για την έκτιση της ποινής, ενώ δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν οι περιπτώσεις της αναστολής της ποινής, της έκτισης της ποινής σε κατοικία κ.ο.κ. Επιπλέον, η εγκληματική πράξη του καταδικασθέντος θα πρέπει να στρέφεται κατά του ασφαλιστικού φορέα, ασχέτως αν αυτός είναι ο ασφαλιστικός φορέας του ίδιου ή όχι.
Εκείνο που θα πρέπει να τονισθεί εν προκειμένω είναι ότι ο καταδικασθείς δεν παύει να είναι δικαιούχος της σύνταξης, απλώς το δικαίωμά του αυτό αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα εκτίει την ποινή του. Τούτων δοθέντων, η καταβολή της σύνταξης συνεχίζει κανονικά να καταβάλλεται στον δικαιούχο όταν αυτός εκτίσει την ποινή του ή είτε εφόσον εκλείψει ο φυσικός εγκλεισμός, διότι —ως ανωτέρω— η ποινή του καταδικασθέντος έχει ανασταλθεί, μετατραπεί σε κοινωφελή εργασία κ.α. Με βάση άλλωστε και την υπ. αριθμ. 1254/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο καταδικασθείς σε καμία φάση της διαδικασίας δεν χάνει την ιδιότητά του ως συνταξιούχου, πλην όμως για το διάστημα που εκτίει την ποινή του δεν έχει το δικαίωμα της καταβολής των ποσών που αναλογούν στον συγκεκριμένο χρόνο. Τα μέλη της οικογένειάς του, παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν για το διάστημα αυτό να έχουν την αξίωση της σύνταξης, ωσάν να είχε πεθάνει ο δικαιούχος, εξομοιώνοντας την καταδίκη του με τον θάνατο, ούτως ώστε να μπορέσει να διασφαλιστεί ένα βασικό επίπεδο διαβίωσης των μελών της οικογένειας που εξαρτώνται από την καταβολή της σύνταξης.
Η ratio της συγκεκριμένης ρύθμισης, ο σκοπός δηλαδή για τον οποίο επιβάλλεται μια τέτοια ποινή, ποικίλει καθώς έχουν διατυπωθεί πλείονες διαφορετικές απόψεις από την θεωρία και την νομολογία. Συνοπτικά, τα σχετικά επιχειρήματα έχουν ως επιδιωκόμενο σκοπό την αποφυγή διπλής επιβάρυνσης του Δημοσίου μέσω της καταβολής σύνταξης και δαπανών διαβίωσης για το ίδιο άτομο, την αποτροπή τέλεσης αξιόποινων πράξεων των συνταξιούχων μέσω της επιπλέον αποδοκιμασίας του δράστη και ως προς το δεύτερο εδάφιο του νόμου, την προστασία των μελών της οικογένειάς του, όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 21 του Συντάγματος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με πρόσφατες αποφάσεις του (ΣτΕ 1254/2021 και 155/2022) που επικεντρώθηκαν στην ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 7 περ. α΄ του ΑΝ 1846/1951, έχει αποδεχθεί μόνο τους δύο από τους τρεις επιδιωκόμενους σκοπούς της διάταξης του νόμου, ήτοι την αποφυγή διπλής επιβάρυνσης του Δημοσίου και την προστασία των μελών της οικογένειας.
Παρά, όμως, το γεγονός ότι τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις για την επιβολή μιας τέτοιας ποινής, εγείρονται συχνά ζητήματα συνταγματικότητας της διάταξης. Ανά καιρούς έχουν διατυπωθεί δηλαδή απόψεις σχετικά με το αν αντίκεται στο Σύνταγμα και σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος το υπό εξέταση άρθρο, και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ανάπτυξης προσωπικότητας (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1), της κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 22 παρ. 5), της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο δ΄, της προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) και τέλος της αρχής ne bis in idem.
Ειδικότερα, με βάση την τελευταία, κάνεις δεν πρέπει να τιμωρείται δύο φορές για την ίδια πράξη, μια αρχή που ανήκει στο ποινικό δίκαιο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τούτη εμπίπτει μόνο στα πλαίσια του τομέα αυτού. Επ’ αυτού του επιχειρήματος, απάντησε μάλιστα το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο ελέγχοντας τα κριτήρια της ne bis in idem αρχής, έκρινε ότι η στέρηση της σύνταξης δεν αποτελεί δεύτερη ποινή αλλά παράλληλο διοικητικό μέτρο (ΣτΕ 155/2022).
Αντιθέτως, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε πως είναι παρεπόμενη ή δεύτερη ποινή, η οποία δεν φέρει τις θεσμικές εγγυήσεις επιβολής και εκτέλεσης της κύρωσης που προβλέπονται από το ποινικό σύστημα (ΕΣ 205/2018 τμ. II, εισήγηση σε ολομ. ΕΣ 12.7.2017). Τέλος, θα ήθελα να παραθέσω και την μεταστροφή στην θέση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπ. αριθμ. 996/2022 απόφαση, όπου και έκρινε ως αντισυνταγματική την στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στην περίπτωση της καταδίκης εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου, ως αντίθετη στο δικαίωμα της κοινωνικής ασφάλισης και την αρχή της αναλογικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, μία από τις βασικότερες λειτουργίες του Κράτους —και δη ενός κοινωνικού κράτους δικαίου με θεσμικές εγγυήσεις— είναι η διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η προστασία της κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτει στις υποχρεώσεις αυτές του κράτους, με τέτοιο τρόπο ώστε η αποστέρηση ενός τέτοιου δικαιώματος να γίνεται μόνο υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και όρους. Ουδέποτε όμως δεν θα πρέπει να φτάνει στην καταστρατήγηση έτερων κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Εν τέλει, η σταδιακή εξέλιξη της νομολογίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων θα καταστήσει πλέον σαφέστερο το ζήτημα της αναστολής καταβολής σύνταξης σε καταδικασθέντα ποινής στερητικής της ελευθερίας ποινή, όπως αυτό θα εφαρμόζεται ενιαία πλέον για όλους τους συνταξιούχους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Καούτσου Δήμητρα, Διπλωματική εργασία με θέμα “Στερητική της ελευθερίας ποινή και στέρηση της σύνταξης”, Νομική Σχολή Αθηνών, 20/2/2023.
-
Φυτράκης Ευτύχης, Η στέρηση της σύνταξης ως ποινή, Νομικό Βήμα, Έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
-
Αντισυνταγματική η στέρηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. σε περίπτωση ποινικής καταδίκης του (ΣτΕ Ολ 996/2022), lawspot.gr. Διαθέσιμο εδώ.