Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Ο τουρισμός έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα, προκαλώντας σοβαρές κοινωνικές εντάσεις και περιβαλλοντική υποβάθμιση. Η ανάρτηση του Προέδρου της τοπικής κοινότητας Θήρας στη Σαντορίνη, Πάνου Καβαλάρη, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου καλούσε τους κατοίκους να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους λόγω της επικείμενης άφιξης 17.000 επισκεπτών από κρουαζιερόπλοια (Πρώτο Θέμα, 2024), προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ορισμένους να σχολιάζουν ότι «εμείς δεν χωράμε στο νησί» (Αυγή, 2024α). Ο Άρης Πορτοσάλτε άλλη μέρα ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «αν θέλουμε να έχουμε τουρισμό που θα φέρνει πάνω από € 20 δις στη χώρα, είναι αναπόφευκτο ότι εμείς, οι κάτοικοι αυτής της χώρας, θα πρέπει να κάνουμε πίσω μπροστά στους τουρίστες. Απλώς δεν χωράμε όλοι».
Με άλλα λόγια, όσο χρέος μας ήταν το cocooning επί καραντίνας (Ελληνική Δημοκρατία, 2020) άλλο τόσο χρέος μας είναι να κάνουμε το καλοκαίρι staycation. Βέβαια, σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι ο κ. Πορτοσάλτε φαίνεται να αγνοεί το γεγονός ότι το αν οι Έλληνες θα πάνε διακοπές δεν εξαρτάται μόνο από τη χωρητικότητα, καθώς σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) για την επίδραση των ανατιμήσεων στις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων, ένας στους δύο καταναλωτές δηλώνει ότι δεν θα κάνει διακοπές το 2024 (ΕΦ.ΣΥΝ, 2024).
Η Βαρκελώνη (sigmalive, 2024) και η Μαγιόρκα (Αυγή, 2024β) πραγματοποίησαν πρόσφατα διαδηλώσεις κατά του τουρισμού, κάτι που πάει να γίνει πλέον ένα συχνό φαινόμενο στις τουριστικές πόλεις. Παρά τον σημαντικό οικονομικό ρόλο του τουρισμού, η έρευνα για την ανάπτυξή του έχει ιστορικά αποσυνδεθεί από την πολιτική οικονομία. Το παρόν άρθρο πραγματοποιεί επιγραμματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας της πολιτικής οικονομίας του τουρισμού, όπως παρουσιάζεται στη μελέτη του Bianchi (2018).
Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ο τουρισμός αποτέλεσε βασικό αντικείμενο των συζητήσεων για την ανάπτυξη του «Τρίτου Κόσμου», καθοδηγούμενος από τις θεωρίες εκσυγχρονισμού και προωθούμενος από τους διεθνείς οργανισμούς ως στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης. Οι πρώτες μελέτες έδωσαν έμφαση στις οικονομικές επιπτώσεις του τουρισμού μέσω μετρήσεων όπως το συνάλλαγμα και η απασχόληση, ευθυγραμμιζόμενες με τις ιδέες του Rostow για την ανάπτυξη. Οι μελέτες αυτές αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική δυναμική και ταξική πάλη, αντιμετωπίζοντας την ανάπτυξη ως τεχνικό ζήτημα και όχι ως πολιτικό. Ως αποτέλεσμα, ο τουρισμός συχνά έλαβε ένθερμη υποστήριξη από αυταρχικά καθεστώτα ως εργαλείο εκσυγχρονισμού, ενώ οι προσεγγίσεις της πολιτικής οικονομίας στην τουριστική έρευνα παρέμειναν υποανάπτυκτες.
Κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, η πολιτική οικονομία του τουρισμού άρχισε να ευθυγραμμίζεται με τις νεομαρξιστικές θεωρίες της υπανάπτυξης και της εξάρτησης. Οι μελετητές υποστήριξαν ότι ο τουρισμός στις χώρες του «Τρίτου Κόσμου» αναπαρήγαγε αποικιακά πρότυπα, ενισχύοντας την οικονομική εξάρτηση από τα καπιταλιστικά κράτη του πυρήνα. Οι μελέτες αυτές ανέδειξαν τις διαρθρωτικές στρεβλώσεις στις αναπτυσσόμενες οικονομίες που προκαλούνταν από τα αποικιοκρατικά πρότυπα παραγωγής και εμπορίου. Η έννοια της άνισης ανταλλαγής εξηγούσε πώς τα οικονομικά πλεονάσματα από τις αναπτυσσόμενες χώρες απορροφούνταν δυσανάλογα από τα πλούσια μητροπολιτικά κράτη. Αυτό το νεοαποικιακό μοντέλο τουρισμού ήταν ιδιαίτερα έντονο στα μικρά νησιωτικά κράτη και στις πρώην φυτευτικές οικονομίες, όπου τα μεγάλα, απομονωμένα θέρετρα κυριαρχούν στον κλάδο. Αυτά τα θέρετρα ανήκουν συνήθως σε ξένους επενδυτές και δεν ενσωματώνονται ή δεν ωφελούν σημαντικά την τοπική οικονομία, διαιωνίζοντας έτσι μια μορφή οικονομικής ανισότητας και εξάρτησης που θυμίζει την εποχή της αποικιοκρατίας.
Ενώ αναγνώριζαν τις δυνατότητες για κάποια ανάπτυξη στον «Τρίτο Κόσμο», οι νεομαρξιστικές θεωρίες αντιμετώπισαν κριτική και τελικά οδηγήθηκαν στην παρακμή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι προσπάθειες των αναπτυσσόμενων κρατών να ακολουθήσουν αυτοδύναμες στρατηγικές για τον τουρισμό είχαν περιορισμένη επιτυχία. Οι σύγχρονες κριτικές εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα της εξάρτησης, αλλά η θεωρία της εξάρτησης έχει αμφισβητηθεί για την ντετερμινιστική της θεώρηση της τουριστικής ανάπτυξης και την απεικόνιση των αναπτυσσόμενων χωρών ως παθητικών και εξαρτημένων. Παρά τις κριτικές αυτές, οι νεομαρξιστικές μελέτες παρείχαν μια πολύτιμη διόρθωση στις υπερβολικά αισιόδοξες απόψεις για τον τουρισμό. Ανέδειξαν τις ανισότητες μεταξύ των εθνών και εντός των τουριστικών προορισμών, τονίζοντας την ανάγκη κριτικής αξιολόγησης του ρόλου του τουρισμού στη διαιώνιση των παγκόσμιων ανισοτήτων.
Ως απάντηση στην κρίση χρέους της δεκαετίας του 1980 και στις αρνητικές επιπτώσεις των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας σε περιοχές όπως η υποσαχάρια Αφρική και η Λατινική Αμερική, οι αναπτυξιακές πολιτικές μετατοπίστηκαν προς παρεμβάσεις σε μικρο επίπεδο με έμφαση στην ανακούφιση της φτώχειας και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτή η εποχή είδε την άνοδο των προγραμμάτων «τουρισμού υπέρ των φτωχών» (PPT) που σχεδιάστηκαν για να κατευθύνουν τα έσοδα από τον τουρισμό στις φτωχές αγροτικές κοινότητες, ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική. Τα συστήματα αυτά, αν και ευεργετικά από ορισμένες απόψεις, συχνά δεν είχαν θεμελίωση στην πολιτική οικονομία και αγνοούσαν ευρύτερα ζητήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και του ρόλου του κράτους.
Παρά την εστίαση σε παρεμβάσεις μικρής κλίμακας, υπήρχε αυξανόμενη ανησυχία για την κυριαρχία των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην τουριστική βιομηχανία. Η ανησυχία αυτή αυξήθηκε παράλληλα με τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές στη δεκαετία του 1980, οι οποίες οδήγησαν στην ταχεία παγκοσμιοποίηση του τουρισμού. Οι πρώτες μελέτες για τις πολυεθνικές εταιρείες στον τουρισμό συχνά δεν διέθεταν προοπτική πολιτικής οικονομίας, εστιάζοντας αντίθετα στις στρατηγικές της αγοράς και στις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) χωρίς να εξετάζουν τις ευρύτερες διαρθρωτικές δυνάμεις που παίζουν ρόλο.
Οι επικριτές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υποστήριζαν ότι η εταιρική συγκέντρωση και η ισχύς στην αγορά των πολυεθνικών τουριστικών επιχειρήσεων εμπόδιζαν τη δυνατότητα του τουρισμού να συμβάλει στην ανάπτυξη, με αποτέλεσμα συχνά χαμηλούς μισθούς και κακές συνθήκες εργασίας. Ενώ ορισμένοι μελετητές υπογράμμισαν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των πολυεθνικών επιχειρήσεων, άλλοι, υποστήριζαν ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις μπορούν να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας από τις τοπικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, υποστήριζαν ότι οι πολυεθνικές δεν λειτουργούν σε μια εντελώς ελεύθερη αγορά και σημείωσε την περιφερειακή συγκέντρωση των πολυεθνικών και τη συνεχιζόμενη κρατική παρέμβαση, ιδίως στην Ανατολική Ασία.
Μια μαρξιστική προσέγγιση του τουρισμού θα εξέταζε όχι μόνο τις μισθολογικές τάσεις, αλλά και το πώς η ταξική πάλη και η διαπραγμάτευση διαμορφώνουν τον τουριστικό καπιταλισμό σε συγκεκριμένα ιστορικά και γεωγραφικά πλαίσια. Σε αντίθεση με τις νεομαρξιστικές θεωρίες εξάρτησης που εστιάζουν στις σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ κρατών, η κλασική μαρξιστική ανάλυση επικεντρώνεται στην παραγωγή και τη χρήση του πλεονάσματος. Ενώ οι μελέτες για την τουριστική εργασία είναι σπάνιες, υπάρχει σημαντική εθνογραφική εργασία για τις συνθήκες εργασίας στον τουρισμό. Οι αγορές εργασίας στον τουρισμό παγκοσμιοποιούνται ολοένα και περισσότερο και διασταυρώνονται από την τάξη, την εθνικότητα και το φύλο, με πολύπλοκες και μεταβλητές ταξικές διαμορφώσεις εμφανείς στις τοπικές οικονομίες.
Πρόσφατες κριτικές εμπνευσμένες από τον Μαρξ αμφισβητούν τις συμβατικές απόψεις για τον οικοτουρισμό και τον τουρισμό που βασίζεται στη φύση ως βιώσιμο. Οι κριτικές αυτές υποστηρίζουν ότι τέτοιες μορφές τουρισμού αποτελούν μέρος της διαδικασίας συσσώρευσης και μια απάντηση στις κρίσεις του καπιταλισμού, ευθυγραμμιζόμενες με τις θεωρίες του Harvey για «συσσώρευση μέσω στέρησης» και «χωροχρονικές διορθώσεις». Ριζοσπάστες γεωγράφοι που μελετούν τον τουρισμό στην Ισπανία δείχνουν ότι οι υποτιθέμενες βελτιώσεις της βιωσιμότητας συχνά κρύβουν βαθύτερη απορρόφηση και εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, όπου οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και η μείωση της κερδοφορίας οδηγούν σε κερδοσκοπικές επενδύσεις στον τουρισμό.
Κλείνοντας, όπως αναφέρει ο Bianchi (2018), η πολιτική οικονομία του τουρισμού θα πρέπει να προχωρήσει πέρα από ξεπερασμένες συζητήσεις και θεωρητικούς περιορισμούς για να αντιμετωπίσει τις πολύπλοκες, πολυδιάστατες δυνάμεις που διαμορφώνουν τον σύγχρονο τουρισμό. Αυτό περιλαμβάνει την εξέταση του τρόπου με τον οποίο οι νέοι ψηφιακοί μεσάζοντες και οι ομότιμες πλατφόρμες μετασχηματίζουν τις παραδοσιακές τουριστικές αγορές και τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, σηματοδοτώντας την ανάγκη για μια προοπτική του 21ου αιώνα σχετικά με τη βιομηχανική οργάνωση του τουρισμού και την εξαγωγή κέρδους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σαντορίνη: «Ελαττώστε μετακινήσεις, έρχονται 17.000 από κρουαζιερόπλοια» καλούσε δημοτικός σύμβουλος τους κατοίκους: Η ανάρτηση του προέδρου της Τοπικής Κοινότητας Θήρας προκάλεσε αντιδράσεις και τελικά «κατέβηκε», Πρώτο Θέμα, διαθέσιμο εδώ
- Ισπανία: Διαδήλωση κατά υπερτουρισμού-«Φτάνει! Ας βάλουμε όρια στον τουρισμό», sigmalive, διαθέσιμο εδώ
- Μαγιόρκα / Χιλιάδες διαδηλωτές κατά του υπερτουρισμού, Αυγή, διαθέσιμο εδώ
- Σκέψη Πορτοσάλτε: Αν θέλουμε τουρίστες, οι Έλληνες να υποχωρούν στις διακοπές τους, ΕΦ.ΣΥΝ., διαθέσιμο εδώ
- Bianchi, R. (2018). The political economy of tourism development: A critical review. Annals of tourism research, 70, 88-102.
- Ελληνική Δημοκρατία (2020). Μήνυμα του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τον κορονοϊό, διαθέσιμο εδώ
- Σαντορίνη / «Ελαττώστε τις μετακινήσεις γιατί περιμένουμε τουρίστες» – Σάλος από το αδιανόητο μήνυμα, Αυγή, διαθέσιμο εδώ