Της Κωνσταντίνας Χασιώτη,
Είναι ευρέως γνωστό πως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945) αποτέλεσε την πιο αιματηρή ανθρώπινη σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας, με χιλιάδες παράπλευρες απώλειες τόσο σε ανθρώπινο και οικονομικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό. Σε μια προσπάθεια ανάκαμψης μετά τον πόλεμο, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης άρχισαν να επιδιώκουν τη συμφιλίωση μεταξύ τους και την αλληλοϋποστήριξή τους σε θέματα που αφορούν τη στρατιωτική ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη. Μεταπολεμικά, η Ευρώπη εξακολουθούσε να είναι διχασμένη, με την ανατολική πλευρά να εξουσιάζεται κατά κύριο λόγο από τη Σοβιετική Ένωση και με τη δυτική να στηρίζεται στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μέσω του σχεδίου Μάρσαλ (1948). Το σχέδιο Μάρσαλ προέβλεπε την προσφορά αμερικανικής οικονομικής βοήθειας στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με απώτερο σκοπό την αποφυγή διάδοσης του Κομμουνισμού.
Φοβούμενοι τις σκληρές σοβιετικές αντιλήψεις, τα κράτη της κεντρικής Ευρώπης επιδίωκαν την ανάπτυξη στενών και κοινών πολιτικών και οικονομικών δεσμών. Έτσι, δημιουργήθηκε το 1951, μέσω της Συνθήκης του Παρισιού, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), της οποίας μέλη αποτελούσαν η Γαλλία, η Ιταλία, η δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Βαρύνουσας σημασίας είναι το γεγονός πως έπειτα από αιώνες συνεχόμενων διαμαχών, οι δυνάμεις της Γαλλίας και της Γερμανίας ενώθηκαν σε ένα κλίμα ειρήνης και αμοιβαίας συμπαράστασης. Με τον Jean Monnet ως Πρόεδρο της Ανώτατης Αρχής (διοικητικό μέρος της ΕΚΑΧ), τέθηκε το 1952 σε ισχύ η πρώτη μεταπολεμική συμμαχία που στόχευε στην ελεύθερη συναλλαγή υλικών πόρων, χρήσιμων για κυρίως στρατιωτικούς χειρισμούς.
Η υπερεθνική παραγωγή και ανταλλαγή άνθρακα και χάλυβα μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών σήμανε τη μακρόχρονη κοινή οικονομική τους πορεία, αλλά και τη συμφιλίωση των κεντρικών δυνάμεων, με κύρια βάση την αλληλεγγύη. Η συνθήκη είχε διάρκεια 50 ετών και έληξε επισήμως στις 23 Ιουλίου του 2002. Τα επιθυμητά αποτελέσματα που έφερε η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα οδήγησε τις έξι ιδρυτικές χώρες στην υπογραφή δύο ακόμα συνθηκών, αυτήν τη φορά στη Ρώμη το 1957. Η πρώτη συνθήκη ονομάστηκε Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενεργείας (ΕΥΡΑΤΟΜ ή ΕΚΑΕ) και όπως επικαλείται, αποσκοπούσε στην από κοινού διαχείριση της ατομικής ενέργειας.
Σημαντικότερη θεωρήθηκε η δεύτερη συνθήκη, που υπογράφτηκε στης 25 Μαρτίου 1957, καθώς είναι αυτή που θεμελιώνει την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Η ΕΟΚ, ουσιαστικά, συντόνιζε την Κοινή Αγορά, που προωθούσε την ιδέα της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, η οποία διαμορφώθηκε κατά τον Διαφωτισμό, αλλά και την κατάργηση κάθε εμποδίου που στρέφεται κατά της κοινής εξωτερικής πολιτικής και του ανταγωνισμού στη βιομηχανία. Βασικό μέλημα της ΕΟΚ ήταν η επίτευξη της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης για την οποία εφαρμόστηκαν διάφορες πολιτικές τακτικές. Συγκεκριμένα, τέθηκε σε εφαρμογή η κοινή δασμολογική πολιτική προς τις ασθενέστερες χώρες, καθώς και προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης.
Στις 8 Απριλίου του 1965 και με τη Σύμβαση των Βρυξελλών συγχωνευτήκαν επισήμως και οι τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ, ΕΟΚ) και σχημάτισαν μια κοινή Επιτροπή, γνωστή σήμερα ως «Κομισιόν». Αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης ήταν η θέσπιση Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και της ευρωπαϊκής νομισματικής μονάδας και επομένως την εγκαθίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) το 1979. Η ΟΝΕ καθιέρωσε ως κοινό νόμισμα το ευρώ, το οποίο κάθε μέλος που επιθυμεί να ενταχθεί στην Ε.Ε. –εκτός της Δανίας– καλείται να υιοθετήσει. Η συγχώνευση των ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι κοινές πολιτικές και το κοινό νόμισμα αποτέλεσαν το έναυσμα για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση λαμβάνει και επισήμως το όνομά της. Η συνθήκη υπογράφτηκε από 12 χώρες, συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας, και θεωρείται μέχρι και σήμερα η πρώτη σε ισχύ συνθήκη στην ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου.
Από τις έξι ιδρυτικές χώρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση αριθμεί πλέον 27 κράτη-μέλη, με πολλές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες να επιδιώκουν την ένταξή τους. Η Ελλάδα εντάχθηκε στο σύνολο αυτό το 1981, ενώ έπειτα από 5 χρόνια ακολουθήσε η Ισπανία και η Πορτογαλία. Το 2004 διαδραματίστηκε η μεγαλύτερη διεύρυνση χωρών στην ιστορία της Ε.Ε., με 19 χώρες (Σλοβενία, Σλοβακία, Τσεχία, Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία, Κύπρος, Πολωνία, Μάλτα, Ουγγαρία) να επιτυγχάνουν την προσθήκη τους στην ένωση. Η τελευταία ένταξη πραγματοποιήθηκε το 2013, με την Κροατία να αποτελεί τη δεύτερη πρώην Γιουγκοσλαβική χώρα –πέραν της Σλοβενίας– που εντάσσεται στην Ε.Ε.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, επομένως, είναι μια συμμαχία που στοχεύει στην επικράτηση της ειρήνης και της Δημοκρατίας στα ευρωπαϊκά εδάφη. Τα οικονομικά και πολιτικά κριτήρια που θέτει αποτελούν μονάχα μια προσπάθεια διατήρησης της ασφάλειας και των διακρατικών σχέσεων. Η Ε.Ε. έχει καταφέρει να προσφέρει στους Ευρωπαίους πολίτες πάνω από 50 χρόνια ευημερίας και προστασίας από πολεμικές συρράξεις, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει πιστά την ελευθερία και τη διαπολιτισμικότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- European Union, Britannica, διαθέσιμο εδώ
- Η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ιστορία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, europarl.europa.eu, διαθέσιμο εδώ