Του Δημήτρη Μπουτσικάρη,
Ο Ιβάν Μπούνιν, ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που βραβεύτηκε με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1933, είχε πάει κάποτε στη Γιάλτα για να δει τον αγαπητό του φίλο όπου είχε χειροτερέψει πολύ η υγεία του, Άντον Τσέχωφ. Σε κάποιο περίπατό τους ο Τσέχωφ λέει στον Μπούνιν με μπόλικη ταπεινοφροσύνη: «Ξέρετε πόσον καιρό θα με διαβάζουν ακόμα; Εφτά χρόνια… —Γιατί ακριβώς εφτά;— Ε ας πούμε εφτάμισι…». Αυτός ακριβώς ο άνθρωπος που δεν είχε καμία μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του εξέφραζε μέσα από το έργο του μια ολόκληρη εποχή και θα διαβαζόταν αλλά εκατό χρόνια και αυτά συνεχίζουν.
Ο Άντον Τσέχωφ γεννήθηκε στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής Θάλασσας το 1860 και θα πεθάνει στη Βάδη της Γερμανίας το 1904 νεότατος στην ηλικία των 44 ετών από φυματίωση. Παρά το νεαρό της ηλικίας του και την ειρωνεία πως σαν γιατρός έφυγε από κάτι που ο ίδιος πολεμούσε, άφησε πίσω του ένα πλήρες συγγραφικό έργο με ένα μυθιστόρημα, έξι νουβέλες, επτά θεατρικά έργα και εκατοντάδες διηγήματα, πάνω από 500 στον αριθμό με κάποια όμως ανολοκλήρωτα.
Ο Τσέχωφ διέφερε από τους υπόλοιπους Ρώσους κλασικούς που έγραφαν πολλά και έκαναν πολύπλοκες περιγραφές. Αυτός είναι απλός και περιεκτικός χωρίς πολλά λόγια. Βασικός άξονας της γραφής του Τσέχωφ ήταν η καθημερινή ζωή και από την καλή και από την ανάποδη. Έγραφε για παιδιά που τα τιμωρούν άδικα, πεινάνε και πεθαίνουν από το κρύο, όμως έγραφε και για παιδιά που παίζουν, που δέχονται τα κεράσματα από τις μπαμπούσκες και γελούν. Στα μυθιστορήματά του όλοι έχουν θέση, ο γιατρός, ο πλούσιος έμπορος, ο μεθυσμένος, ο εξαθλιωμένος κουλάκος, το γέρικο σκυλί. Περιγράφει την φύση και την καθημερινότητα, θυμίζοντάς μας εκείνα τα καλοκαίρια που πηγαίναμε μικροί στην επαρχία να δούμε τους παππούδες μας. Ένα χαρακτηριστικό έργο του Τσέχωφ όπου αποτυπώνονται όλα τα παραπάνω είναι η νουβέλα του η Στέπα.
Η Στέπα γράφτηκε το 1888 και βασίστηκε στις εντυπώσεις ενός ταξιδιού που έκανε ο Ρώσος συγγραφέας στις ακτές της Αζοφικής την άνοιξη του 1887. Η απόφαση για αυτό το ταξίδι πάρθηκε ενώ ο Τσέχωφ ήταν εξαντλημένος από την εργασία του και σε κακή κατάσταση υγείας. Η διαδρομή του μέσα από την απέραντη ουκρανική στέπα για το πατρικό του στο Ταϊγάνιο, του ξύπνησε όλες τις παιδικές του μνήμες και όπως σε δύσκολες καταστάσεις ανατρέχουμε στο παρελθόν, αυτός εμπνεύστηκε για τη συγγραφή της ιστορίας. Ο αδερφός του Αλέξανδρος το χαρακτήρισε αυτοβιογραφικό.
Η πλοκή έχει να κάνει για το πώς βλέπει ο μικρός Γεγκόρουσκα για πρώτη φορά τον κόσμο εκτός του ζεστού σπιτικού. Το παιδί είναι ορφανό και η μητέρα του το στέλνει στο σπίτι μιας παλιάς γνώριμης σε μια διπλανή πόλη, ώστε να γραφτεί στο εκεί Γυμνάσιο. Συντροφιά για το ταξίδι του μικρού ο θείος του Ιβάν Κουσμίτσωφ και ο γέροντας ιερέας της ενορίας Χριστόφορ Σιρίσκι. Τα αρχικά συναισθήματα του μικρού έχουν να κάνουν με τη λύπη που προκαλεί η εγκατάλειψη της οικειότητας του σπιτιού, όμως, σιγά σιγά σαν ένας νέος ταξιδιώτης μαγεύεται από τις νέες γνωριμίες με άλλους συνταξιδιώτες και την ομορφιά της φύσης.
Οι Εβραίοι ιδιοκτήτες του φθηνού πανδοχείου, ο πλούσιος έμπορος Βαρλάμωφ, ο καβγατζής Ντίμωφ και η κόμισσα Ντρανίτσκαϊα κεντρίζουν αυτή την παιδική περιέργεια του Γεγκόρουσκα. Τα ποτάμια, η βροχή, οι λάσπες και η απέραντη στέπα μας ταξιδεύουν σε ένα ξέγνοιαστο κόσμο, σε ένα κόσμο όπως φαίνεται μέσα από την απλότητα της παιδικής ματιάς. Η ιστορία θα ολοκληρωθεί με την άφιξη του μικρού μαζί με τον θείο του και τον ιερέα στον προορισμό τους, το σπίτι της παλιάς φίλης της μητέρας του Γεγκόρουσκα, Αναστασίας Πετρόβνα. Σε αυτό το σημείο θα συμβεί και η πιο συγκινητική στιγμή του έργου.
Μόλις είχε εκδοθεί η Στέπα αποθεώθηκε από κριτικούς και λογοτέχνες και έφταναν στο σημείο να συγκρίνουν τον Τσέχωφ με τους μεγαλύτερους Ρώσους λογοτέχνες, όπως ο Πούσκιν και ο Τολστόι. Ο Μαξίμ Γκόρκι είχε γράψει στον Τσέχωφ: «Ξέρετε τι κάνετε; Σκοτώνετε το ρεαλισμό… Σε λίγο θα πεθάνει, και για πολύν καιρό μάλιστα… Κανένας δεν ξέρει να γράφει έτσι απλά όπως εσείς για τα απλά πράματα… Τα διηγήματα σας είναι μικρά και όμορφα μπουκαλάκια γεμάτα με όλα τα αρώματα της ζωής…».
Η Στέπα αποτελεί ένα από τα πιο αγαπητά έργα του και ένα από αυτά τα έργα που θα τον συνοδέψουν στην αθανασία. Ο Τσέχωφ τρομοκρατούταν από την σκέψη του θανάτου και μάλιστα είχε γράψει στον Γκόρκι: «Να ζεις ξέροντας πως θα πεθάνεις δεν είναι και τόσο ευχάριστο, να ξέρεις όμως πως θα πεθάνεις και πριν από την ώρα σου, είναι κάτι που δεν το χωράει ο νους». Όμως σίγουρα ο Τσέχωφ συνέχισε να ζει παραπάνω απ’ όσο φανταζόταν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Άντον Τσέχωφ, μτφ της Δέσποινας Δετζώρτζη, 2018, Η Στέπα, Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη