Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Η έκτη σταυροφορία, εκείνη του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’ Χοενστάουφεν, θεωρείται, κατά πολλούς μελετητές, η πιο αλλόκοτη από τους ιερούς πολέμους των Χριστιανών. Λίγες μόλις μέρες, μετά την έναρξή της, ο Πάπας είχε αφορίσει τον αυτοκράτορα, εξαιτίας των ασυνήθιστα συχνών συρράξεών του με την καθολική εκκλησία. Ο Χοενστάουφεν, ωστόσο, αποφάσισε να ξεκινήσει την εκστρατεία του, παρά τις αντιρρήσεις της παποσύνης και το 1227 απέπλευσε για τους Άγιους Τόπους, με σκοπό να γίνει ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, σταματώντας, ωστόσο, στην λατινοκρατούμενη Κύπρο.
Μετά την έλευσή του στο νησί, ο Φρειδερίκος αντιμετώπισε νέα προβλήματα. Πλέον δεν ήταν σφαιρικά αναγνωρισμένος ως βασιλιάς της Ιερουσαλήμ και πολλοί στρατιώτες του τον είχαν εγκαταλείψει, καθώς δεν ήθελαν να συσχετίζονται με έναν αφορισμένο. Έχοντας χάσει την υποστήριξη των Nαϊτών Iπποτών, με τους οποίους, όπως και ο πατέρας του διατηρούσε φιλικές σχέσεις, είχε στην διάθεσή του μονάχα 3000-4000 άνδρες. Για να εξασφαλίσει την αποδοχή των ντόπιων, χρειαζόταν την υποστήριξη κάποιας γνωστής προσωπικότητας του βασιλείου. Επιλογή του ήταν ο Ιωάννης του Ιμπελέν, ο αδελφός της Αλίκης, της αντιβασίλισσας και ο θείος του νήπιου βασιλιά της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ, τον Χιού Β’. Η καταγωγή, ο πλούτος και η ακεραιότητά του χαρακτήρα του τον είχαν κάνει γνωστό ως τον σημαντικότερο από τους βαρόνους των Αγίων Τόπων. Ο Φρειδερίκος είχε φροντίσει να επικοινωνήσει μαζί του πριν πατήσει πόδι στην Κύπρο και, όταν ο Ιωάννης έφτασε στην Κύπρο, τον υποδέχτηκε θερμά.
Ο αυτοκράτορας είχε καταφέρει, ασκώντας φιλομουσουλμανική και φιλοεβραϊκή προπαγάνδα από την βάση του, την Σικελία, να γίνει γνωστός στους Αγίους Τόπους ως φίλος των Εβραίων και των Αράβων και ως εκ τούτου ο Ιωάννης ήταν ανοιχτός στο ενδεχόμενο να υποστηρίξει την άνοδό του στον θρόνο. Ο Φρειδερίκος είχε οργανώσει ένα συμπόσιο προς τιμήν του, αποκαλώντας τον θείο και προσκαλώντας τον να γιορτάσει μαζί του. Κατά την διάρκεια της γιορτής, ο αυτοκράτορας διέταξε τους άνδρες του να σταθούν πίσω από τον Ιωάννη και έπειτα να τραβήξουν απειλητικά τα σπαθιά τους. Τότε, απαίτησε από τον Ιωάννη να παραδώσει όλα τα έσοδα της Κύπρου, καθώς και το τιμάριο της Βηρυτού, όμως εκείνος αρνήθηκε. Επικαλούμενος τους νόμους και τα κληρονομικά δικαιώματα άλλων μελών της οικογένειας, υποστήριξε πως η Βηρυτός του είχε δοθεί από την αδελφή του και ότι είχε κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί τις κτήσεις του. Οι στρατιώτες του συνέχιζαν να πλησιάζουν τον Ιωάννη, όμως δεν κατάφεραν να τον μεταπείσουν. Τελικά, κατανοώντας πως αδυνατούσε να τον υποτάξει χωρίς να διακινδυνέψει πολεμική σύρραξη, ο Φρειδερίκος συμβιβάστηκε με την παράδοση των τεσσάρων σημαντικότερων κάστρων της βορείας Κύπρου και, ταυτόχρονα, αιχμαλώτισε τον ίδιο τον Χιού.
Συμφωνήθηκε να μείνουν μαζί του περίπου 20 ευγενείς ως όμηροι και ο ίδιος ο Ιωάννης να τον συνοδέψει στην σταυροφορία του. Παράλληλα, ο Ιωάννης αναγνώρισε τον Φρειδερίκο ως επικυρίαρχο της Κύπρου, χωρίς να τον αναγνωρίσει απαραίτητα ως βασιλιά της, και ως αντιβασιλέα της Ιερουσαλήμ. Επιπλέον, ο αυτοκράτορας είχε καλέσει στην Κύπρο τις ισχυρότερες προσωπικότητες του βασιλείου της Ιερουσαλήμ.
Έχοντας πλέον λάβει ενισχύσεις, βάδισε κατά της Λευκωσίας, όπου συνάντησε το κυρίαρχο της Αντιόχειας, Βοημούνδο Δ’. Τελικά, ο Μπαλιάν, ο ανιψιός του Ιωάννη, λειτούργησε ως διαμεσολαβητής μεταξύ τους και κατέληξαν σε μία συμφωνία. Ο Φρειδερίκος απελευθέρωσε τους ομήρους, ενώ η βασίλισσα και ολόκληρη η Κύπρος του ορκίστηκε πίστη. Προσπάθησε να μεταπείσει και τον Βοημούνδο να κάνει το ίδιο, όμως εκείνος κατάφερε να τον ξεγελάσει. Όσο του μιλούσε ο αυτοκράτορας, παρίστανε τον μουγκό και τον τρελό και ανέβηκε στο πλοίο του με την πρώτη ευκαιρία, για να επιστρέψει στην επικράτειά του.
Οι εξελίξεις στην Κύπρο, φανέρωναν πως ο Φρειδερίκος δεν θα ήταν, όπως ήλπιζε, φιλοξενούμενος στην Ιερουσαλήμ. Πράγματι, αν και στέφθηκε, τελικά, βασιλιάς της, δεν είχε κανέναν ισχυρό σύμμαχο και ο λαός τον έβλεπε ως τύραννο. Μετά από μερικές προσπάθειες να υποτάξει τους εχθρούς του και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ντόπιων κατοίκων, κατέληξε να αποχωρίσει από τους Αγίους Τόπους, όταν πληροφορήθηκε πως ο Πάπας ξεκίνησε μία εισβολή της Σικελία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Robert Pennington “The emperor Frederick II of the house of Hohenstaufen”, στο: Transactions of the Royal Historical Society, τχ. 1 (1883-1884), σελ. 133-157.
- Angeliki Laiou (2008), The oxford hanbook of byzantine studies, Oxford, εκδ. Oxford University Press.
- Bjorn K. U. Weiller (2006), Encyclopedia of the Crusades τόμος B’ (επιμέλεια Alan v. Murray), Santa Barbara, California, εκδ. ABC-CLIO.
- Abulafia (2000), Mediterranean Encounters, Economic, Religious, Political, 1100-1550, Faranham, εκδ. Ashgate.
- Hans E. Mayer (1988), The crusades, Οξφόρδη, εκδ. Oxford University Press.
- James M. Powell (2006), The Crusades, The Kindom of Sicily and the Mediterranean, New York, εκδ. Ashgate.
- Runciman (2006), Ιστορία των σταυροφοριών τόμος Γ‘, Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη.
- Kohler, “Emperor Frederick II, The Hohenstaufe”, στο: The american journal of theology, τχ. 7 (1907), σελ. 225-248.
- Lisa Blaydes, “The Impact of Holy Land Crusades on State Formation: War Mobilization, Trade. Integration, and Political Development in Medieval Europe”, στο International Organization, τχ. 70 (2016), σελ. 552-586.