14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ προκαταρκτική εξέταση στην Ελλάδα βάσει του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Η προκαταρκτική εξέταση στην Ελλάδα βάσει του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας


Της Όλγας Συμεωνίδου,

Ο όρος προκαταρκτική εξέταση απαντάται πλέον όχι μόνο μέσα στα πλαίσια του νομικού κόσμου, και αυτό λόγω της ολοένα αυξανόμενης εγκληματικότητας στην χώρα μας. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε μια υπερπροβολή του εγκλήματος από τα ΜΜΕ, τα οποία πολλές φορές εκφεύγουν της αρμοδιότητάς τους, «στήνοντας» τα γνωστά και ως λαϊκά δικαστήρια. Τι είναι, όμως, πραγματικά η προκαταρκτική εξέταση; Εάν θέλουμε να την εξετάσουμε στην ουσία της και να «αποκρυσταλλώσουμε» το κομβικό αυτό σημείο της ποινικής διαδικασίας, μόνο νομικά θα πρέπει να το προσεγγίσουμε, παραμερίζοντας δημοσιογραφικές μεγαλεπίβολες δηλώσεις και τηλεοπτικούς δικαστές.

Αρχικά, για να ξεκινήσει η ποινική διαδικασία επιβάλλεται να λάβει μέρος η γνωστοποίηση κάποιας αξιόποινης πράξης στον Εισαγγελέα —ο οποίος κινεί και την ποινική δίωξη— ακόμα και αν το πρόσωπο που την τέλεσε είναι άγνωστο, καθότι η ποινική δίωξη γίνεται πάντα in rem, δηλαδή αφορά την πράξη κι όχι το πρόσωπο (in personam). Ο εισαγγελέας μάλιστα κινεί την ποινική δίωξη με βάση το άρθρο 27 του κώδικα ποινικής δικονομίας. Ως κίνηση ή άλλοτε άσκηση ποινικής δίωξης, εκτός από την εναρκτήρια διαδικασία, νοείται κάθε ενέργεια που προωθεί την ποινική δίωξη.

Πώς φτάνουμε λοιπόν στην προκαταρκτική εξέταση; Μετά την γνωστοποίηση της αξιόποινης πράξης με έναν από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο Εισαγγελέας —που είναι η κατηγορούσα αρχή— αναλαμβάνει να διερευνήσει περαιτέρω την βασιμότητα της καταγγελίας παραγγέλλοντας την προκαταρκτική εξέταση, της οποίας κύριος σκοπός είναι και η συλλογή στοιχείων για να διαπιστωθεί αν υπάρχει επαρκής και στέρεη βάση προκειμένου να γίνει και η ποινική δίωξη, με βάση το άρθρο 27 που αναφέραμε και πιο πάνω. Ας δούμε πιο αναλυτικά:

  1. Ο Εισαγγελέας παραγγέλλει την προκαταρκτική εξέταση βάσει του 243 παράγραφος 1.
  2. Αρμόδιο όργανο για την διενέργεια αυτής είναι ο Εισαγγελέας και μόνο, ο οποίος μπορεί βέβαια να αναθέσει την διενέργειά της με γραπτή παραγγελία σε ανακριτικό υπάλληλο, βάσει του άρθρου 31 παράγραφος 1.
Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Donald Tong

Σημαντικό να αναφερθεί στο σημείο αυτό είναι πως ή για τα κακουργήματα ή για πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή Μονομελούς εφετείου ή ακόμα και για πλημμέλημα που απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών η προκαταρκτική εξέταση είναι υποχρεωτική! Εν αντιθέσει, στα εγκλήματα της αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου η προκαταρκτική εξέταση δεν έχει υποχρεωτική φύση. Πέρα από την περίπτωση αυτή υπάρχουν και κάποιες άλλες περιπτώσεις στις οποίες δεν απαιτείται η διενέργεια αυτής, συγκεκριμένα: στις περιπτώσεις όπου έχει προηγηθεί αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση με βάσει το 245 παρ. 2 (σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο), όταν έχει γίνει ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση των οργάνων της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.

Ποιος είναι ο σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης & τα δικαιώματα του υπόπτου κατά την διάρκειά της:

Ο σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης απαντάται στο άρθρο 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ουσιαστικά το ζητούμενο είναι η συλλογή όπως αναγράφεται και στον κώδικα «αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν θα κινηθεί η ποινική δίωξη». Προκειμένου να συμβεί αυτό, δηλαδή με αποτελεσματικότητα να διαλευκανθεί το εγκληματικό περιστατικό, ο εισαγγελέας έχει την εξουσία να διενεργεί ορισμένες ανακριτικές πράξεις:

  1. Μπορεί να διενεργεί πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 183 επ.
  2. Κατάσχεση του άρθρου άρθρο 260 επ.
  3. Έρευνα σε κατοικία άρθρο άρθρο 256.
  4. Ειδικές ανακριτικές πράξεις άρθρο 254.
  5. Δικαστική συνδρομή 458-461.

Ο ύποπτος —όχι ακόμα κατηγορούμενος εφόσον ακόμα δεν έχει αποφασισθεί αν θα κινηθεί ποινική δίωξη ή όχι— έχει μια ευρεία κλίμακα δικαιωμάτων τα οποία μπορεί να επικαλείται για την προστασία του στο στάδιο αυτό. Το πρόσωπο αυτό που θεωρείται ύποπτος για την τέλεση της πράξης έχει όλα τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα: 89, 90, 91, 92 παρ. 1, 95, 96, 99 παρ. 1 εδ. α, 2 και 4, 100, 101, 102, 103 και 104, καθώς και το δικαίωμα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο σε περίπτωση διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, οπότε και θα πρέπει να ενημερωθεί προηγουμένως από εκείνον που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση για την πράξη που αφορά η εξέταση και για τα άλλα δικαιώματά του (ήτοι το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο, το δικαίωμα και τις προϋποθέσεις παροχής δωρεάν νομικών συμβουλών, το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία, το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης και το δικαίωμα σιωπής —άρθρο 95 ΚΠΔ).

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Ron Lach

Επίσης, έχει το δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα όλης της δικογραφίας —και όχι μόνο της μηνύσεως ή εγκλήσεως— (άρθρο 100 ΚΠΔ), μπορεί να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων (άρθρο 104 ΚΠΔ), καθώς και να λάβει προθεσμία μέχρι 48 ώρες για την παροχή τους, η οποία (προθεσμία) μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 103 ΚΠΔ), έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αυτοτελή αιτιολογημένη αίτησή του τη διεξαγωγή αποδείξεων προς αντίκρουση της κατηγορίας (άρθρο 102 ΚΠΔ), δηλαδή να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των σε βάρος του καταγγελλομένων. Εξάλλου, μπορεί να ασκήσει τα εν λόγω δικαιώματά του είτε αυτοπροσώπως, είτε εκπροσωπούμενος από από συνήγορο, που διορίζεται κατά το άρθρο 89 παρ. 2 ΚΠΔ, με την επιφύλαξη βέβαια ότι δεν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 244 παρ.1 ΚΠΔ).

Κατά το άρθρο 244 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ, το δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τη γνωστοποίηση τω ποινικών διατάξεων, η παραβίαση των οποίων διερευνάται καθώς και των θεμάτων επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις. Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας υποβάλλει την έκθεση της εξέτασης στον αρμόδιο εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας, αφού εξετάσει την έκθεση, λαμβάνει απόφαση για το εάν θα ασκήσει ποινική δίωξη ή όχι.

Πέραν όλων αυτών βέβαια είναι σημαντικό και αναγκαίο να αναφέρουμε 3 βασικές αρχές που διέπουν το κρίσιμο αυτό στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία αποτελεί νευραλγικό σημείο για την ποινική δικονομία καθότι εάν από το πέρας αυτής υπάρξουν αρκετά στοιχεία, κινείται η ποινική δίωξη. Αυτές είναι:

  1. Η αρχή αναζήτησης της αλήθειας: Η διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης προορίζεται για την ανακάλυψη της πραγματικής αλήθειας σχετικά με το εάν διαπράχθηκε η αξιόποινη πράξη ή όχι.
  2. Η αρχή της αντικειμενικότητας: Η προκαταρκτική εξέταση πρέπει να διεξάγεται με αντικειμενικότητα, χωρίς να επηρεάζεται από τις προσωπικές πεποιθήσεις του ανακριτή ή του εισαγγελέα.
  3. Η αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων του ύποπτου: Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, πρέπει να γίνεται σεβαστή η προστασία των δικαιωμάτων του ύποπτου, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην υπεράσπιση.
Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: cottonbro studio

Συνοπτικά, αυτά είναι τα κυριότερα σημεία της προκαταρκτικής εξέτασης με βάση το ποινικό δικονομικό δίκαιο, πρόκειται για σημείο τομή καθώς από την έκβαση αυτής θα κριθεί εάν θα περάσει η υπόθεση στο επόμενο στάδιο, αυτό της ποινικής δίωξης, καθιστώντας έτσι πλέον τον ύποπτο κατηγορούμενο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Όλγα Συμεωνίδου
Όλγα Συμεωνίδου
Γεννήθηκε στο Ανόβερο της Γερμανίας και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια Νομικής. Μέσα στα ενδιαφέροντά της περιλαμβάνεται η συγγραφή, η ποίηση, η αρθρογραφία, η μουσική, η ανάγνωση βιβλίων, η πολιτική και η οικονομία. Επίσης, γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.