Της Χαράς Γρίβα,
Η αυτοκτονία, η πράξη της εσκεμμένης αφαίρεσης της ίδιας της ζωής, είναι ένα σύνθετο και πολύπλευρο φαινόμενο που έχει βαθιές συνέπειες για τα άτομα, τις οικογένειες και τις κοινωνίες. Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι κοινωνικές αλλαγές και οι οικονομικές πιέσεις είναι διάχυτες, η έννοια της αυτοκτονίας διαμορφώνεται από διάφορους παράγοντες, όπως η ψυχική υγεία, τα πολιτιστικά πρότυπα και οι κοινωνικές προσδοκίες. Ο ίδιος ο Emile Durkheim, στο έργο του «Αυτοκτονία», για πρώτη φορά ερμηνεύει το συγκεκριμένο φαινόμενο ως απόρροια της κοινωνίας και αναγνωρίζει τέσσερα είδη αυτοκτονίας. Το πρώτο είδος είναι η εγωιστική αυτοκτονία, η οποία βασίζεται στην έλλειψη κοινωνικών δεσμών των ατόμων μέσα στην κοινωνία. Στον αντίποδα του πρώτου είδους, το δεύτερο είδος είναι η αλτρουιστική αυτοκτονία, η οποία οφείλεται στην υπερβολικά υψηλή συνοχή των κοινωνικών δεσμών, όπως π.χ. συναντάμε στις φονταμενταλιστικές οργανώσεις. Το τρίτο είδος είναι η φαταλιστική αυτοκτονία, όπου το άτομο δέχεται έντονη καταπίεση από τον κοινωνικό του περίγυρο που δεν μπορεί να διαχειριστεί. Το τέταρτο είδος αφορά την ανομική αυτοκτονία, η οποία συναντάται όταν οι θεσμοί της κοινωνίας «καταρρέουν», όπως όταν αυξάνεται δραματικά η ανεργία.
Η κατανόηση των λόγων που οδηγούν στην αυτοκτονία απαιτεί μια διαφοροποιημένη προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις ατομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Διάφοροι παράγοντες συμβάλλουν στη συχνότητα της αυτοκτονίας, και αυτοί μπορεί συχνά να διασταυρώνονται, δημιουργώντας έναν πολύπλοκο ιστό επιρροών.
Τα προβλήματα ψυχικής υγείας συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων κινδύνου για αυτοκτονία. Διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, το άγχος, η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίζει το στρες, οδηγώντας σε αισθήματα απελπισίας και απόγνωσης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), περίπου το 90% των ανθρώπων που πεθαίνουν από αυτοκτονία έχουν διαγνώσιμη κατάσταση ψυχικής υγείας κατά τη στιγμή του θανάτου τους.
Επιπλέον, η οικονομική αστάθεια και η ανεργία είναι κρίσιμοι παράγοντες που μπορούν να επιδεινώσουν το αίσθημα της αναξιότητας και της απελπισίας. Η απώλεια της εργασίας, οι οικονομικές δυσκολίες και η αδυναμία να ανταποκριθούν στις κοινωνικές προσδοκίες επιτυχίας μπορεί να οδηγήσουν τα άτομα να θεωρήσουν την αυτοκτονία ως διέξοδο από τα φαινομενικά ανυπέρβλητα προβλήματά τους. Οι οικονομικές υφέσεις συχνά συσχετίζονται με αυξημένα ποσοστά αυτοκτονιών, αναδεικνύοντας τον σημαντικό αντίκτυπο του οικονομικού στρες στην ψυχική υγεία.
Οι κοινωνικές σχέσεις είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχική ευεξία και η απουσία τους μπορεί να οδηγήσει σε βαθιά αισθήματα απομόνωσης και μοναξιάς. Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου κυριαρχούν ο ατομικισμός και η αστικοποίηση, πολλοί άνθρωποι βιώνουν την έλλειψη ουσιαστικών σχέσεων και κοινοτικής υποστήριξης. Αυτή η κοινωνική αποσύνδεση μπορεί να συμβάλει στον αυτοκτονικό ιδεασμό, ιδίως μεταξύ των ηλικιωμένων και όσων ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές.
Η κατάχρηση ουσιών είναι ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας κινδύνου για την αυτοκτονία. Η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών μπορεί να επηρεάσει την κρίση, να μειώσει τις αναστολές και να αυξήσει την παρορμητικότητα, καθιστώντας πιο πιθανό για τα άτομα να ενεργήσουν βάσει αυτοκτονικών σκέψεων. Επιπλέον, η κατάχρηση ουσιών συχνά συνυπάρχει με διαταραχές της ψυχικής υγείας, επιτείνοντας τον κίνδυνο.
Καθοριστικός παράγοντας, εξάλλου, είναι και η βίωση κάποιου τραύματος, όπως η σωματική, συναισθηματική ή σεξουαλική κακοποίηση, το οποίο μπορεί να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία ενός ατόμου. Οι επιζώντες του τραύματος μπορεί να παλεύουν με διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), κατάθλιψη και άλλα ζητήματα ψυχικής υγείας, αυξάνοντας τον κίνδυνο αυτοκτονίας. Ο αντίκτυπος του τραύματος είναι ιδιαίτερα έντονος στην παιδική ηλικία, όπου οι δυσμενείς εμπειρίες μπορούν να διαμορφώσουν τους μηχανισμούς αντιμετώπισης και την ανθεκτικότητα του ατόμου.
Η χρόνια ασθένεια και ο πόνος μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένη ποιότητα ζωής και σε αισθήματα απελπισίας. Για ορισμένα άτομα, η προοπτική να ζήσουν με συνεχή σωματική ταλαιπωρία ή ανίατη ασθένεια μπορεί να οδηγήσει στην απόφαση να βάλουν τέλος στη ζωή τους. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στις συζητήσεις σχετικά με την ευθανασία και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, όπου η επιθυμία για αυτονομία και αξιοπρέπεια στο θάνατο καθίσταται κεντρικό ζήτημα.
Η έννοια και η επικράτηση της αυτοκτονίας μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ των πολιτισμών και των κοινωνιών. Οι πολιτισμικές στάσεις απέναντι στην ψυχική υγεία, οι κοινωνικές πιέσεις και η διαθεσιμότητα συστημάτων υποστήριξης παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτή και αντιμετωπίζεται η αυτοκτονία.
Σε πολλούς πολιτισμούς, τα θέματα ψυχικής υγείας στιγματίζονται, με αποτέλεσμα τα άτομα να κρύβουν τους αγώνες τους και να αποφεύγουν να ζητούν βοήθεια. Αυτό το στίγμα μπορεί να εμποδίσει τα άτομα να έχουν πρόσβαση στην απαραίτητη θεραπεία και υποστήριξη, αυξάνοντας τον κίνδυνο αυτοκτονίας. Οι κοινωνίες που προωθούν τις ανοιχτές συζητήσεις για την ψυχική υγεία και παρέχουν προσβάσιμες υπηρεσίες ψυχικής υγείας τείνουν να έχουν χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα, πως τα κράτη της νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονιών παρά την οικονομική τους ευημερία. Και αυτό συμβαίνει, διότι οι άνθρωποι που ζουν σε αυτές τις χώρες εστιάζουν περισσότερο στο τι θα πει η κοινωνία για την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους και δεν αφήνουν τον εαυτό τους να έχει ελεύθερη άποψη.
Οι σύγχρονες κοινωνίες συχνά ασκούν σημαντική πίεση στα άτομα να επιτύχουν, είτε στην καριέρα τους είτε στην εκπαίδευση, είτε στην προσωπική τους ζωή. Η πίεση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα άγχους και στρες, ιδίως όταν τα άτομα αισθάνονται ότι δεν ανταποκρίνονται στις κοινωνικές προσδοκίες. Ο φόβος της αποτυχίας και η αντιληπτή ντροπή που συνδέεται με αυτήν μπορεί να οδηγήσει ορισμένους ανθρώπους να σκεφτούν την αυτοκτονία ως μέσο διαφυγής.
Η διαθεσιμότητα μέσων αυτοκτονίας, όπως όπλα, φάρμακα ή κοπτικά εργαλεία, μπορεί να επηρεάσει τα ποσοστά αυτοκτονίας. Κοινωνίες με αυστηρούς κανονισμούς σχετικά με τη διαθεσιμότητα τέτοιων μέσων τείνουν να έχουν χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών. Για παράδειγμα, ο περιορισμός της πρόσβασης σε φυτοφάρμακα σε αγροτικές περιοχές έχει αποδειχθεί, ότι μειώνει τα ποσοστά αυτοκτονιών σε ορισμένες χώρες.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψης του κοινού για την αυτοκτονία. Οι ρομαντικές απεικονίσεις της αυτοκτονίας μπορεί να οδηγήσουν σε ένα φαινόμενο γνωστό ως «φαινόμενο του Βέρθερου», όπου η έκθεση στην αυτοκτονία στα μέσα ενημέρωσης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών αυτοκτονιών. Η υπεύθυνη αναφορά και οι κατευθυντήριες γραμμές των μέσων ενημέρωσης που αποφεύγουν την ωραιοποίηση της αυτοκτονίας μπορούν να συμβάλουν στον μετριασμό αυτού του κινδύνου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οι Κλασσικοί της Κοινωνιολογίας: Κοινωνική Θεωρία και Νεότερη Κοινωνία, Μαρία Ν. Αντωνοπούλου, Αθήνα: Πατάκη, 2008
- Η Ανατομία της Ανθρώπινης Καταστροφικότητας, τόμος Ι (μτφρ. Τζένη Μαστοράκη), Αθήνα: Μπουκουμάνης, Erich Fromm, 1977