32.8 C
Athens
Σάββατο, 7 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ ανταγωγή στην πολιτική δικονομία

Η ανταγωγή στην πολιτική δικονομία


Του Δημήτρη Μήλιου,

Η ανταγωγή αποτελεί στην ουσία αγωγή, την οποία ασκεί ο εναγόμενος κατά του ενάγοντος ως μέσο αντεπίθεσης. Σύμφωνα με τη Νομολογία, η ανταγωγή θεωρείται μέσο τόσο επίθεσης όσο και άμυνας (ΟλΑΠ 960/1985), καθώς ασκώντας την ο εναγόμενος δεν αποσκοπεί μόνο στην απόρριψη της αγωγής, όπως γίνεται με τις ενστάσεις ή την άρνηση, αλλά επιδιώκει δικαστική προστασία.

Ωστόσο, πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις ώστε η άσκηση ανταγωγής να καταστεί δυνατή. Αρχικά, απαιτείται ταυτότητα των υποκειμένων της δίκης επί αγωγής και ανταγωγής, δηλαδή δεν μπορεί να νοηθεί ανταγωγή κατά τρίτου προσώπου που δεν είναι διάδικος. Όταν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία (ενεργητική ή παθητική) η ανταγωγή είναι υποχρεωτικό να ασκηθεί από όλους τους ομόδικους ή καθ’ όλων των ομοδίκων αντίστοιχα (ΚΠολΔ 268 παρ.2). Εκτός από τα παραπάνω είναι απαραίτητη και η ταυτότητα διαδικασίας ως προς την επιδίκαση αγωγής και ανταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 268 παρ.3 ΚΠολΔ, οπότε σε περιπτώσεις που η αγωγή δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία δεν μπορεί να ασκηθεί ανταγωγή αν αυτή υπάγεται σε ειδική διαδικασία και αντίστροφα.

Ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, η ανταγωγή πρέπει να υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού που δικάζει την αγωγή ή κατώτερου Δικαστηρίου κατά το άρθρο 34 ΚΠολΔ. Επομένως, καθίσταται σαφές ότι για την παραδεκτή άσκηση ανταγωγής πρέπει η αγωγή να είναι εκκρεμής σε ανώτερο ή έστω ισόβαθμο καθ’ ύλην Δικαστήριο από εκείνο στο οποίο υπάγεται η ανταγωγή. Για παράδειγμα, επί αγωγής που είναι εκκρεμής στο Μονομελές Πρωτοδικείο μπορεί παραδεκτά να ασκηθεί ανταγωγή μόνο στην περίπτωση που αυτή υπάγεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο ή στο Ειρηνοδικείο.

Το μόνο κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο είναι αυτό που είναι και καθ’ ύλην αρμόδιο (άρθρο 34 ΚΠολΔ), επομένως ο αναγόμενος πρέπει να ασκήσει την ανταγωγή υποχρεωτικά στο Δικαστήριο αυτό. Υπό την έννοια αυτή, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η δωσιδικία της ανταγωγής είναι αποκλειστική.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: garzapaloelhermano

Πρακτικά η ανταγωγή ασκείται με δικόγραφο σύμφωνα με το άρθρο 268 παρ. 4 εδ. α. Στις περιπτώσεις της τακτικής διαδικασίας πρέπει να κατατεθεί και να επιδοθεί σε όλους τους διαδίκους μέσα σε 60 μέρες από την κατάθεση της αγωγής (άρθρο 238 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), ενώ στις ειδικές διαδικασίες πρέπει να κατατεθεί και να επιδοθεί στον αντίδικο τουλάχιστον 8 μέρες πριν τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης (άρθρο 591 παρ.1 ζ ΚΠολΔ). Η ανταγωγή μπορεί να ασκηθεί είτε με την αίρεση της παραδοχής είτε με την αίρεση της απορρίψεως της αγωγής. Στην πρώτη περίπτωση ο εναγόμενος ασκεί ανταγωγή υπό την αίρεση ότι η αγωγή θα γίνει δεκτή, οπότε αν η αγωγή απορριφθεί το Δικαστήριο δε θα ασχοληθεί με την ανταγωγή. Στη δεύτερη περίπτωση αν απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος υπάρχει η δυνατότητα κατόπιν της κρίσης του Δικαστηρίου να γίνει δεκτή η ανταγωγή του εναγομένου δικαιώνοντάς τον.

Η ανταγωγή χαρακτηρίζεται από την αυτοτέλεια, δηλαδή αν η κύρια αγωγή απορριφθεί για ουσιαστικούς λόγους ή ανακληθεί ή υπάρξει παραίτηση του ενάγοντος από αυτήν, η δωσιδικία της ανταγωγής διατηρείται αλλά και ερευνάται κατ’ ουσία. Διαφορετική τύχη έχει όταν η αγωγή απορριφθεί για δικονομικούς λόγους, οπότε συμπαρασύρει και την ανταγωγή.

Ακόμα, πρέπει να γίνει η διάκριση μεταξύ της ανταγωγής και της αίτησης συμψηφισμού. Κατ’ αρχήν, η ανταγωγή έχει αναγνωριστικό αίτημα (καταψηφιστικό ή διαπλαστικό), ενώ η αίτηση συμψηφισμού είναι δισυπόστατη διαδικαστική πράξη με την οποία ο εναγόμενος επιδιώκει να απορριφθεί η αγωγή. Κατόπιν, η ανταγωγή ασκείται με διπλή διαδικαστική πράξη, δηλαδή με κατάθεση χωριστού δικογράφου και επίδοσή του στις προαναφερθείσες ημερομηνίες αναλόγως αν πρόκειται για τακτική ή ειδική διαδικασία, σε αντίθεση με την αίτηση συμψηφισμού η οποία προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης ακόμη και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως (442 ΑΚ). Μία ακόμη διαφορά είναι ότι οι απαιτήσεις στην ανταγωγή δεν είναι αναγκαίο να είναι ομοειδείς ενώ στον συμψηφισμό απαιτείται να είναι ομοειδείς. Απαραίτητο στοιχείο της ανταγωγής είναι η ταυτότητα διαδικασίας ενώ η αίτηση συμψηφισμού μπορεί να προβληθεί παραδεκτά ακόμα και αν η ανταπαίτηση υπάγεται σε διαφορετική διαδικασία από εκείνη της κύριας απαίτησης.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στον δεύτερο βαθμό είναι απαράδεκτη σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί (άρθρο 525 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ το απαράδεκτο μπορεί να ληφθεί υπ’ όψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Σπύρος Κατράμης, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Απόδειξη, Εκδόσεις Lex Book, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Μήλιος
Δημήτρης Μήλιος
Είναι 4οετής φοιτητής της Νομικής του Α.Π.Θ. και παράλληλα είναι ασκούμενος σε δικηγορικό γραφείο. Μιλάει αγγλικά και γερμανικά, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό και ταξιδεύει. Επιπλέον, παρακολουθεί τις εξελίξεις γύρω από τη γεωπολιτική και την εξωτερική πολιτική.