25 C
Athens
Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ ρόλος του πραγματογνώμονα στην πολιτική δίκη

Ο ρόλος του πραγματογνώμονα στην πολιτική δίκη


Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,

Στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης (όπως βέβαια και της ποινικής και της διοικητικής), κρίσιμο είναι να αποδειχθεί η αλήθεια των ισχυρισμών των διαδίκων, ώστε η έκβασή της να ανταποκρίνεται στις επιταγές της Δικαιοσύνης. Αυτή η διαπίστωση της (αν)αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών γίνεται με τη δικονομική απόδειξη, δηλαδή με το σύνολο των ενεργειών του δικαστηρίου, των διαδίκων ή ακόμα και τρίτων, με τις οποίες επιδιώκεται η διαμόρφωση της αναγκαίας δικανικής κρίσεως, ώστε ο δικαστής να αποφανθεί δίκαια. Το άρθρο 339 του ΚΠολΔ απαριθμεί περιοριστικά τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόδειξη ουσιωδών γεγονότων: την ομολογία, την αυτοψία, την πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, την εξέταση διαδίκων, τους μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και τις ένορκες βεβαιώσεις.

Ο νόμος ρυθμίζει ειδικότερα την πραγματογνωμοσύνη στα 368 επ. ΚΠολΔ. Βάσει 368 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Σαφώς, με την τεχνολογική ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας και την αλματώδη εξέλιξη των επιστημών, οι γνώσεις διαχέονται παντού, με συνέπεια να είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς τα πάντα επί του επιστητού.

Στην πολιτική δίκη λοιπόν, που δεν είναι σπάνιο να προκύψουν τέτοια τεχνικά και ειδικά ζητήματα (π.χ. ζητήματα ιατρικής επιστήμης, μηχανικής κ.τ.λ.), δε μπορεί κανείς να αναμένει ότι ο δικαστής θα τα γνωρίζει, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να σχηματίσει πλήρη και βέβαια δικανική πεποίθηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, καλούνται οι πραγματογνώμονες. Αυτοί πληροφορούν τον δικαστή για ζητήματα της επιστήμης τους, των οποίων η γνώση είναι αναγκαία για την έκβαση της δίκης. Οι ίδιοι δεν προσφέρουν με την τεχνική έννοια του όρου αποδεικτικό υλικό, αλλά αναπληρώνουν την έλλειψη γνώσεων του δικαστή. Είναι ένα είδος συμβούλου του.

Στην τακτική διαδικασία, η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται με απόφαση που διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως (254), ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως. Το δικαστήριο ελεύθερα κρίνει αν είναι αναγκαία η διενέργειά της. Η κρίση αυτή δεν ελέγχεται αναιρετικώς από τον Άρειο Πάγο. Στην κρίση του δικαστηρίου αφήνεται και ο αριθμός των απαιτούμενων πραγματογνωμόνων. Αυτοί διορίζονται από τον οικείο κατάλογο που τηρείται σε ένα δικαστήριο. Αν δεν υπάρχει τέτοιος κατάλογος, αφήνεται στην κρίση του δικαστηρίου η επιλογή των κατάλληλων προσώπων. Πρέπει, βέβαια, να επισημανθεί ότι αυτοί διορίζονται όταν ανακύπτει ειδικό επιστημονικό ζήτημα, πλην νομικού, διότι για τα τελευταία δεν νοείται ο δικαστής να μην έχει τις σχετικές γνώσεις.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Daniel_B_photos

Προβλέπεται ακόμα στον νόμο (376, 377) η εξαίρεση των πραγματογνωμόνων, είτε με τη δική τους θέληση ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκων. Εξαιρούνται για τους λόγους που εξαιρούνται και οι δικαστές (π.χ. σχέσεις συγγένειας με τους διαδίκους υπό τους όρους του άρθρου 52), αν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν τους το έχει απαγορεύσει η προϊστάμενη αρχή για λόγους που σχετίζονται με την υπηρεσία τους, ή αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Η εξαίρεση αυτή ζητείται με αίτηση (του ίδιου ή των διαδίκων) που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συζητείται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που σημαίνει ότι αρκεί και η πιθανολόγηση των λόγων εξαιρέσεως.

Το δικαστήριο μπορεί, αν το κρίνει απαραίτητο, να επιτρέψει στους πραγματογνώμονες να παρασταθούν στη διενέργεια όλων ή μέρους των διαδικαστικών πράξεων. Επίσης, μπορούν να λάβουν γνώση των στοιχείων της δικογραφίας για στοιχεία που τους είναι χρήσιμα, ή ακόμα και να υποβάλλουν ερωτήσεις στους διαδίκους ή στους μάρτυρες, αφού λάβουν άδεια από το δικαστήριο. Φυσικά, είναι αμειβόμενοι.

Σύμφωνα με τα άρθρα 340 και 387 ΚΠολΔ και στην περίπτωση της πραγματογνωμοσύνης εφαρμόζεται ο κανόνας της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων. Με βάση αυτόν, αξιώνεται ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποίθησης για την αλήθεια του αποδεικτέου, αλλά χωρίς διαδικαστικές δεσμεύσεις ως προς τους κανόνες του παραδεκτού και της χρήσης των αποδεικτικών μέσων. Εναπόκειται, δηλαδή, στην κρίση του δικαστή για το αν θα χρησιμοποιήσει αυτό το αποδεικτικό μέσο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Γ’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα
  • Πραγματογνωμοσύνη, greeklaw.github.io. Διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Μερλέμη
Κωνσταντίνα Μερλέμη
Γεννήθηκε στην Θήβα, όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα της Νομικής. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά και Ρώσικα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό, την εκμάθηση κινεζικών και την ανάγνωση βιβλίων.