Της Άννας Καρρά,
Το δικαίωμα ακροάσεως, δηλαδή το δικαίωμα να κληθεί ο ενδιαφερόμενος για να εκφράσει τις απόψεις του για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του πριν η Διοίκηση προβεί στην έκδοση διοικητικής πράξης ή στη λήψη διοικητικού μέτρου, κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Σύνταγμα του 1975.
Το δικαίωμα ακροάσεως επιτελεί τέσσερις (4) βασικές λειτουργίες. Πιο αναλυτικά, πρόκειται για την προστατευτική λειτουργία, καθώς εκφράζοντας ο ενδιαφερόμενος την άποψή του στη Διοίκηση μπορεί να προστατεύσει τα συμφέροντά του. Επίσης, επιτελεί την ειρηνευτική λειτουργία, δηλαδή μπορεί να πειστεί ο ενδιαφερόμενος από την αιτιολογία της Διοίκησης και να μην προσφύγει στα δικαστήρια για να επιλυθεί η διαφορά. Αξίζει να σημειωθεί και η νομιμοποιητική λειτουργία, καθώς η Διοίκηση αυτοελέγχεται. Τέλος, συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη δικαστική προστασία, γιατί και οι δυο πλευρές έχουν διασαφηνίσει και διατυπώσει τις απόψεις τους, με αποτέλεσμα ο δικαστής που θα επιληφθεί της διαφοράς να έχει συγκεντρωμένο στα χέρια του επαρκές υλικό.
Από το θεμελιώδες δικαίωμα της ακροάσεως απορρέουν κι αλλά δικαιώματα, όπως ενδεικτικά το δικαίωμα συμμετοχής στην αποδεικτική διαδικασία, το δικαίωμα παράστασης με δικηγόρο στην διοικητική δίκη, το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά στοιχεία και τέλος η υποχρέωση αιτιολογίας της Διοικήσεως.
Η Διοίκηση έχει υποχρέωση να καλέσει τον ενδιαφερόμενο πέντε (5) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα ακροάσεως, προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις του. Ο τύπος της κλήσης είναι έγγραφος και πρέπει να περιέχει τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα ακρόασης, καθώς και το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας της Διοικήσεως (άρθρο 6 παρ. 2 ΚΔΔιαδ).
Το αν θα είναι έγγραφη ή προφορική η ακρόαση ανήκει στην διακριτική διαδικαστική ευχέρεια της Διοικήσεως, η οποία αποφασίζει κάθε φορά τηρώντας την αρχή της ισότητας, της χρήστης διοικήσεως και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Υποκείμενο του δικαιώματος είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενδέχεται να υποστεί βλάβη το δικαίωμα ή το συμφέρον του. Αξιοσημείωτο είναι, πως η γλώσσα της ακροάσεως είναι η ελληνική άλλα ad hoc προσανατολισμένη, λαμβάνοντας υπόψη το αλλοδαπό, το μορφωτικό και τεχνολογικό στοιχείο του εκάστοτε ενδιαφερομένου. Κάθε αλλοδαπός έχει δικαίωμα να ζητήσει διερμηνέα, προκειμένου να μπορεί να εκφραστεί σε γλώσσα που κατανοεί.
Το δικαίωμα ακροάσεως, όμως, επιδέχεται περιορισμούς και εξαιρέσεις. Πιο αναλυτικά, απαραίτητη προϋπόθεση για την απόλαυση του δικαιώματος είναι η αυτεπάγγελτη εκκίνηση της διοικητικής πράξης. Επομένως, όταν με αίτηση του ίδιου του ενδιαφερομένου κινηθεί η διαδικασία δεν προβλέπεται το δικαίωμα ακροάσεως, καθώς ό,τι είχε να πει το είπε με την αίτησή του. Συμπληρωματικά, όταν η άμεση λήψη του μέτρου από την Διοίκηση είναι αναγκαία για την αποτροπή του κινδύνου ή εξαιτίας επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος είναι δυνατή η χωρίς προηγούμενη ακρόαση ρύθμιση (άρθρο 6 παρ. 3 ΚΔΔιαδ). Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί και η εξαίρεση της ενδικοφανούς προσφυγής (άρθρο 6 παρ. 4 ΚΔΔιαδ).
Συμπερασματικά, σε περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που προβλέπουν το δικαίωμα ακροάσεως, στοιχειοθετείται παράβαση ουσιώδους τύπου της διοικητικής διαδικασίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Πρόδρομος Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015.