Της Αντωνίας Αποστόλου,
Πενήντα χρόνια πριν, ξεκίνησε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, γνωστή με την κωδική ονομασία «Αττίλας Ι». Η συνταρακτική αυτή ανατροπή όλης της διεθνούς σκηνής αποτέλεσε μια βόμβα κατά της Δικτατορικής Κυβέρνησης της Ελλάδας, όπως φυσικά και για την ανεξαρτησία της Κύπρου.
Η «μαύρη» αυτή σελίδα της ιστορίας του νησιού ξεκινάει τα ξημερώματα του Σαββάτου της 20ης Ιουλίου του 1974, ημερομηνία συμβολική και αρκετά οδυνηρή για τους Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι επιδίωκαν την προσάρτησή τους στην αγαπημένη για αυτούς Ελλάδα. Εκείνη την ημέρα είχε ξεκινήσει η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων στο νησί με τους βομβαρδισμούς να σφυροκοπούν ακατάπαυστα τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις τη στιγμή που περισσότερα από 30 μεταγωγικά πλοία αποβίβαζαν περίπου 6.000 Τούρκους στρατιώτες στην περιοχή. Πολλές εκατοντάδες αλεξιπτωτιστές έσχιζαν τον ουρανό, στην περιοχή της Λευκωσίας και στα βουνά μεταξύ αυτής και της Κερύνειας, καθιστώντας την κατάσταση ακόμα πιο εκρηκτική, με τις μάχες να είναι σφοδρές ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ (γνωστός και ως ο Πρωθυπουργός του Αττίλα) δήλωσε πως η αποστολή στρατού είχε ως στόχο την επιβολή της ειρήνης στην Κύπρο, αποσκοπώντας όχι στην πραγμάτωση μίας τουρκικής εισβολής, αλλά στον τερματισμό της ελληνικής.
Οι μάχες συνεχίστηκαν για μέρες με τις τουρκικές δυνάμεις να ενώνονται με αυτές των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι ήλεγχαν το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα και 650 άνδρες περίπου της ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου) στα βόρεια της πρωτεύουσας, έχοντας ως σκοπό να διαφυλάξουν την ομαλή έλευση από τον δρόμο, ο οποίος ένωνε την πρωτεύουσα με την Κερύνεια. Κατάφεραν, λοιπόν, να καταλάβουν το 3% του βορείου κομματιού της Κύπρου μέσα σε μόλις τρεις μέρες από την ειδεχθή εισβολή τους. Παρόλα αυτά, οι αμυντικές προετοιμασίες του πραξικοπηματικού Κυπρίου Προέδρου Νίκου Σαμψών ήταν υποτυπώδεις, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο πως δεν είχε στα υπόψιν του την πιθανότητα της εισβολής.
Αλλά και για την Αθήνα τα νέα ήταν συνταρακτικά. Η είδηση της εισβολής είχε βρει τους Συνταγματάρχες εντελώς απροετοίμαστους για αυτό το ενδεχόμενο. Ατράνταχτη απόδειξη αυτού, αποτελεί το γεγονός ότι μόνο οι τέσσερις από τις δώδεκα μεραρχίες, με τις βάσεις τους να βρίσκονται στη βόρεια Ελλάδα ή στα περίχωρα της Αθήνας, ήταν σε ετοιμότητα, νούμερο όχι και πολύ ικανοποιητικό για την σοβαρότητα της κατάστασης. Οι δικτάτορες διέταξαν γενική επιστράτευση με συνολική διάρκεια μόνο δύο μέρες. Σύμφωνα με άρθρο από μια αμερικανική εφημερίδα, όταν οι Έλληνες άνοιξαν τα κιβώτια με τα πολεμοφόδια που είχαν προσφάτως αγοράσει από την Αμερική, το μόνο που είχαν συναντήσει στο εσωτερικό τους ήταν πέτρες.
Την ίδια στιγμή στο νησί τα μέλη της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, που υπολογίζονται περίπου στις 12.000 άνδρες, κλήθηκαν να υπερασπιστούν τα εδάφη τους με όσα ελάχιστα μέσα διέθεταν, βρισκόμενοι κάτω από τις διαταγές του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση. Παράλληλα, άρχισαν να κινητοποιούνται και οι απλοί άνθρωποι, με τους άντρες να βγαίνουν στις ταράτσες των σπιτιών τους και να ρίχνουν με ό,τι όπλα είχαν κατά των Τούρκων αλεξιπτωτιστών. Αργότερα το ίδιο βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μέσω του υπ’ αριθμόν 353 ψηφίσματος καλούσε όλες τις πλευρές για την κατάπαυση του πυρός και την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης. Την επόμενη μέρα οι μάχες συνεχίζονταν με τους αμυνόμενους να προσπαθούν να αποκόψουν τους εισβολείς από το να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Τέσσερις μέρες μετά την εισβολή, είχε ξεσπάσει «πυρετός» και στον χώρο της Διπλωματίας. Οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων του νησιού, ο Γλαύκος Κληρίδης των Ελληνοκυπρίων και ο Ραούφ Ντενκτάς των Τουρκοκυπρίων συναντήθηκαν για να συζητήσουν μια πιθανή ανακωχή. Την ίδια ημέρα, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε γίνει δεκτός από τον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, σε μια εποχή με αναταραχές στο εσωτερικό της, ταλανιζόμενη από σκάνδαλα και πιέσεις για την παραίτηση του Αμερικανού Προέδρου Νίξον.
Την αμέσως επόμενη ημέρα, στις 25 Ιουλίου, κατόπιν προτροπής του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, είχε συσταθεί μια «Τριμερής Διάσκεψη» στη Γενεύη με την παρουσία των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών —της Ελλάδας με τον Γεώργιο Μαύρο, της Τουρκίας με τον Τουράν Γκιουνές και της Μεγάλης Βρετανίας με τον Τζέιμς Κάλαχαν. Βασικός στόχος αυτής της συνάντησης ήταν η αναζήτηση λύσεων προκειμένου να αρθεί η διαμορφωθείσα κατάσταση στην Κύπρο, που είχε προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία και εκατοντάδες θανάτους στα πεδία των μαχών. Οι έντονες συζητήσεις διήρκησαν πέντε ολόκληρες μέρες και στις 30 Ιουλίου υιοθετήθηκε από τους Υπουργούς μια έκθεση εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από τέσσερα σημεία.
Το πρώτο σημείο της έκθεσης ανέφερε ότι δεν θα υπάρξει καμία επέκταση στρατιωτικού χαρακτήρα πέρα των ήδη διαμορφωμένων γραμμών έως τις 30 Ιουλίου. Η έκθεση συνέχιζε με την πρόταση διαμόρφωσης μιας ζώνης ασφαλείας περιμετρικά των θέσεων που κατείχε ο τουρκικός στρατός, καθώς και την επιστροφή στους Τουρκοκυπρίους των στρατιωτικών θυλάκων που τελούσαν υπό κατάληψη από τους Ελληνοκύπριους. Τέλος, η έκθεση ολοκληρωνόταν με το τέταρτο σημείο, το οποίο τόνιζε την αναγκαιότητα για μια βαθμιαία αποκλιμάκωση και μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί της Κύπρου.
Την ίδια στιγμή, οι τρείς Υπουργοί υπέγραφαν μια Διακήρυξη, η οποία αναγνώριζε την ύπαρξη και την νομική υπόσταση δύο αυτόνομων διοικήσεων στο νησί, της μίας των Ελληνοκυπρίων και της άλλης των Τουρκοκυπρίων. Ιδιαίτερη έμφαση είχε δοθεί στο γεγονός ότι «πρέπει το ταχύτερον να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για να εξασφαλιστεί αφενός η αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και αφετέρου, η επαναγκαθίδρυση της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο».
Πράγματι, μια νέα διάσκεψη συστάθηκε ένα μήνα μετά, και συγκεκριμένα στις 8 Αυγούστου, με παρευρισκόμενους τους Υπουργούς της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά και τους εκπρόσωπους των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, με τους Γλαύκο Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς αντίστοιχα. Οι συζητήσεις είχαν έντονη χροιά με τους Ελληνοκυπρίους να υποστηρίζουν πως είναι αναγκαίο να επανέλθει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1960 και να επαναληφθούν οι συζητήσεις διακοινοτικού χαρακτήρα. Ωστόσο, ο εκπρόσωπος της κοινότητας των Τουρκοκυπρίων απέρριψε την εισήγηση του Κληρίδη και συνέχισε με αντιπρόταση, σύμφωνα με την οποία το ιδανικότερο θα ήταν η ύπαρξη μιας διζωνικής ομοσπονδίας. Στην εν λόγω ομοσπονδία, η κοινότητα των Τουρκοκυπρίων θα είχε την κάλυψη του 34% της έκτασης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παρόλα αυτά, ούτε αυτή η πρόταση έγινε δεκτή, καθώς οι Ελληνοκύπριοι αρνήθηκαν από την πρώτη στιγμή. Το σχέδιο του Ντενκτάς πάσχιζε από αντεγκλήσεις και ο Κληρίδης βρήκε έδαφος για να διαμορφώσει μια καινούρια πρόταση. Το προτασσόμενο σχέδιο του Κληρίδη περιλάμβανε τη διατήρηση του δικοινοτικού χαρακτήρα του συντάγματος της Κύπρου, καθώς και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων μέσω θεσμικών συμφώνων. Ακόμη, το νέο σχέδιο του Ελληνοκύπριου εκπρόσωπου προέβλεπε την εκάστοτε κοινοτική διοίκηση να έχει τη δυνατότητα άσκησης εξουσίας στις περιοχές όπου οι κοινότητες κατέχουν την πλειονότητα του πληθυσμού.
Πάλι, όμως, η πλευρά των Τουρκοκυπρίων δεν σήμανε λευκό καπνό σε αυτό το σχέδιο ασκώντας πιέσεις για την αποδοχή κι εφαρμογή του σχεδίου που είχε προταθεί από εκείνους. Υπό ισχυρές πιέσεις ο Γλαύκος Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών ώστε να έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Η τουρκική πλευρά απέρριψε αυτό το σχέδιο λήγοντας ατελέσφορα αυτήν τη διάσκεψη τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου. Ακολούθησαν οι διεθνείς δηλώσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος κατήγγειλε δημοσίως τη στάση της Τουρκίας επί του θέματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- «Από τον «Αττίλα 1» στον «Αττίλα 2», sansimera.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Brendan O’ Malley, Ian Craig (2002), Η Συνωμοσία της Κύπρου-ΗΠΑ, Κατασκοπεία και Τουρκική Εισβολή, Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα
- Νίκος Κρανιδιώτης (1985), Ανοχύρωτη Πολιτεία: Κύπρος 1960-1974, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, ΑΘΗΝΑ