Της Μαρίας Σαντοριναίου,
Ο οφθαλμός είναι το όργανο εκείνο που βοηθά στην κατανόηση του κόσμου γύρω μας, στην αντίληψη ερεθισμάτων, στην προστασία, στην ένδειξη ενδιαφέροντος, θαυμασμού, αλλά και αποστροφής κι στη γενικότερη αλληλεπίδραση με τους άλλους. Ανατομικά, βρίσκεται στο πρόσωπο και πιο συγκεκριμένα στο σπλαχνικό ή προσωπικό κρανίο, όπως ονομάζεται. «Φιλοξενείται» εντός της χώρας των οφθαλμικών κογχών, δηλαδή ενός διαμερίσματος που αφορίζεται από το μετωπιαίο οστό προς τα άνω, από το ζυγωματικό οστό προς τα έξω και την άνω γνάθο προς τα κάτω και έσω. Εντός αυτής της κοιλότητας βρίσκεται ο οφθαλμικός βολβός, δηλαδή αυτό που κάποιος αντικρύζει όταν κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη ή τους γύρω του στα μάτια. Μεγάλο μέρος του οπίσθιου τμήματος του βολβού είναι εντός της κρανιακής κοιλότητας και δεν γίνεται αντιληπτό.
Ξεκινώντας από τα εξαρτήματα που είναι ορατά και εύκολα κατανοητά, ας σταθούμε στα βλέφαρα. Είναι το δέρμα πάνω στο οποίο «φυτρώνουν» οι βλεφαρίδες των ματιών. Το επιφανειακό τους τμήμα καλύπτεται από δέρμα, ενώ η εν τω βάθει στιβάδα καλύπτεται από έναν βλεννογόνο που ονομάζεται επιπεφυκότας. Όταν κάποιος αναφέρεται στην επιπεφυκίτιδα, ουσιαστικά μιλά για τη λοίμωξη αυτής της εσωτερικής «πλευράς» των βλεφάρων.
Ακόμα, κάτι το οποίο είναι ορατό μόνο εάν σταθούμε με προσοχή στον καθρέφτη είναι το δακρυϊκό σημείο που εντοπίζεται στο έσω τμήμα του κάτω βλεφάρου προς τη μύτη. Είναι μια οπή που οδηγεί στον ομώνυμο πόρο, ο οποίος με τη σειρά του εκβάλει σε έναν μεγαλύτερο πόρο, τον δακρυορρινικό μέχρι τον κάτω ρινικό πόρο (περίπου 1,5 εκατοστό κάτω από τον οφθαλμό). Αυτή η επικοινωνία είναι υπεύθυνη για την ανάγκη που δημιουργείται με τα δάκρυα για «σκούπισμα» της μύτης. Δε σημαίνει πως υπάρχει νόσος η οποία οδηγεί σε εκκρίματα, αλλά τα δάκρυα φτάνουν εκεί και πρέπει να αποβληθούν. Αν σκεφτεί, όμως, κάποιος το αντίστροφο, δηλαδή γιατί κατά τη διάρκεια της ανάσας δεν υπάρχει η αίσθηση του αέρα στον δακρυϊκό πόρο; Αυτό προκύπτει καθώς η δακρυϊκή πτυχή λειτουργεί ως εμπόδιο του αέρα προς τον πόρο αυτόν.
Πηγαίνοντας εντός του «λευκωπού» στον οφθαλμό, ας σκεφτούμε τους χιτώνες που το απαρτίζουν και που πολλές φορές ακούγονται τα ονόματά τους σε ποικίλες ασθένειες, δίχως να έχουν γίνει πλήρως κατανοητά. Ο πιο έξω χιτώνας είναι ο κερατοειδής, ο οποίος είναι το πρόσθιο τμήμα ενός ευρύτερου χιτώνα, του ινώδους. Όταν ο ινώδης είναι στο τμήμα του ματιού που βλέπουμε λέγεται κερατοειδής, όπως προαναφέρθηκε. Όταν πάλι είναι στο τμήμα του ματιού που είναι εντός του κόγχου λέγεται σκληρός. Θα ήταν άσκοπο αν ήταν ουσιαστικά ίδιας λειτουργικότητας να έχουν διαφορετικό όνομα, και γι’ αυτό ας διακριθούν βάσει μιας χαρακτηριστικής τους διαφοράς. Ο σκληρός είναι λευκός στο χρώμα, ενώ ο κερατοειδής διάφανος και έτσι επιτρέπει να εισέρχεται το φως. Ο κερατοειδής, εν ολίγοις, δίνει αυτήν τη γιαλάδα στο βλέμμα που είναι απαραίτητη για τη διάθλαση του φωτός. Πολλές φορές ακούγεται να βάζετε σταγόνες στα μάτια, και μάλιστα με τον όρο «δάκρυα», και αυτό στηρίζεται στην ανάγκη ενυδάτωσης του κερατοειδούς για τη διατήρηση της διαθλαστικότητας.
Το υπόλοιπο μέρος του οφθαλμού είναι η ίριδα, αυτό δηλαδή που έχει χρώμα καστανό, πράσινο, γαλάζιο κ.λπ. Στο μέσο της έχει ένα άνοιγμα, την κόρη, που είναι σαν μια μαύρη κουκίδα. Η ίριδα έχει μυϊκές ίνες, δηλαδή είναι για τον οφθαλμό ότι οι μύες του χεριού για την κίνηση, και προκαλεί τη συστολή ή τη διαστολή της κόρης. Η διαστολή της κόρης γίνεται σε περίπτωση ανάγκης του οργανισμού για προστασία ή στο σκοτάδι, ενώ η συστολή σε ηρεμία. Αυτό είναι ιδιαίτερα οικείο εάν σκεφτούμε μια τυπική εξέταση οφθαλμιάτρου που ρίχνει φως στο μάτι για να δει, μεταξύ άλλων, ακριβώς αυτήν τη διαστολή, ώστε να ελέγξει την ορθή λειτουργία της ίριδας.
Αμέσως από κάτω εντοπίζεται ο αμφιβληστροειδής, ένας χιτώνας με βασικό χαρακτηριστικό τη νεύρωση και τη δράση ως υποδοχέα (εκτός της πρόσθιάς του επιφάνειας). Μάλιστα, στο κέντρο της οπίσθιας πλευράς του υπάρχει η ωχρά κηλίδα, που είναι ιδιαίτερα γνωστή μέσω της πάθησης της εκφύλισης ωχράς κηλίδας. Άρα, η ωχρά κηλίδα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα σημείο του αμφιβληστροειδούς. Σε ελάχιστη απόσταση από την ωχρά εξέρχεται το οπτικό νεύρο, που είναι το βασικό υπεύθυνο νεύρο για την αίσθηση της όρασης. Περνά από μια θηλή που είναι το λεγόμενο τυφλό σημείο, καθώς δεν υπάρχουν ραβδία και κωνία (κύτταρα αίσθησης της όρασης).
Ο βολβός του οφθαλμού περιέχει ένα υδατοειδές υγρό το οποίο παροχετεύει σε έναν φλεβώδη κόλπο σε δύο σημεία του ματιού, ένα στην κεντρική κορυφή της ίριδας και ένα στο κάτω μέρος. Όταν αυτό λόγω αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης δεν παροχετεύεται, διαγιγνώσκεται η ευρέως γνωστή πάθηση που καλείται γλαύκωμα.
Από στοιχεία του βολβού, αυτό που είναι ίσως το γνωστότερο όλων είναι ο φακός, ο οποίος βρίσκεται πίσω ακριβώς από την ίριδα και μπορεί να γίνεται σφαιροειδής για κοντινή όραση ή πιο δισκοειδής. Με την πάροδο της ηλικίας όπως όλα στον οργανισμό φθίνουν, έτσι και η ικανότητα αυτή να είναι πιο σφαιρικός ελαττώνεται, με επακόλουθο την πρεσβυωπία.
Αναντίρρητα, η ανατομία του οφθαλμού, όπως και ολόκληρου του ανθρωπίνου οργανισμού, είναι πολύπλοκη και το άρθρο αυτό συνιστά μια επισκόπηση βασικών χαρακτηριστικών. Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι από απλά γνωρίσματα και διευκρίνιση εννοιών κατανοούνται αρκετές παθήσεις. Άλλωστε, η ιατρική είναι μια σύγκριση του φυσιολογικού με το παθολογικό, του υγιούς με το ασθενές, μια σύγκριση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος κι όχι αδίκως…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Richard S.Snell, Κλινική Ανατομική, Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας, Αθήνα 2016