Του Χάρη Καλπάκη,
Τα πάντα σε μια έννομη τάξη κινούνται γύρω από «όρια». Όρια υπάρχουν μεταξύ των οργάνων της διοίκησης και γενικά της εκτελεστικής εξουσίας, ώστε να ασκεί το καθένα τις διακριτές του αρμοδιότητες. Όρια υπάρχουν μεταξύ των τριών εξουσιών, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα διαπλοκής και να κατοχυρώνεται η δημοκρατική αρχή (άρ. 1 παρ. 1 και αρ. 26 Συντ.). Το Σύνταγμα θέτει όρια στην νομοθετική εξουσία και η τελευταία με την σειρά της στην εκτελεστική και την δικαστική. Τα πιο προφανή, όμως, όρια φαίνεται να βάζει η δικαστική εξουσία στις αυθαιρεσίες και της σκοπιμότητες της πολιτικής εξουσίας. Πόσα, ωστόσο, όρια μπορεί να επιβάλλει άραγε αυτή στον εαυτό της; Τι συμβαίνει, όταν υπερβαίνει αυτά τα όρια; Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο πιο κομβικός τρόπος με τον οποίο οριοθετεί και ελέγχει η δικαστική εξουσία τις κοινοβουλευτικές επιλογές είναι ο έλεγχος συνταγματικότητας. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι η αντίθετη όψη ενός και του αυτού νομίσματος, δηλαδή της νομικής υπεροχής και του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος. Είναι πραγματικά απαραίτητος για την ομαλή λειτουργία του νομικού μας συστήματος και την διασφάλιση της δημοκρατικής αρχής. Στο ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνεται στο άρθρο 93 παρ.4 κατά το οποίο «τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα».
Από αυτήν την διάταξη προκύπτει ότι όλα τα δικαστήρια ανεξαρτήτως βαθμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης —αυτεπαγγέλτως ή και μετά από αίτηση διαδίκου— υποχρεούνται να ελέγχουν την συμφωνία της ρύθμισης οποιουδήποτε νόμου (τυπικού και ουσιαστικού), που πρόκειται να εφαρμόσουν, με το Σύνταγμα. Το σύστημα ελέγχου δηλαδή της Ελλάδας (σύστημα ηπειρωτικής Ευρώπης) είναι αυτό του διάχυτου, παρεμπίπτοντως (βλ. και αρ. 70 ΚΠολΔ) συγκεκριμένου, κατασταλτικού ελέγχου και οριακού (όχι εντατικού, δηλαδή ελέγχεται η πρόδηλη ασυμφωνία νόμου με Σύνταγμα), με την αμελητέα κάμψη του από την διάταξη του άρ. 100 παρ. 4 στην περίπτωση του ΑΕΔ. Όλα αυτά ισχύουν —τουλάχιστον στη θεωρία!
Στην πράξη είναι πολλές οι φορές που το Συμβούλιο της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) και το Ελεγκτικό Συνέδριο λειτουργούν με «αυτοσυνειδησία» συνταγματικού δικαστηρίου και με νομικές κατασκευές υπερβαίνουν τη δικαιοδοσία τους, είτε για λόγους οικονομίας της δίκης και αποτροπής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, είτε —και αυτή είναι η πιο επικίνδυνη περίπτωση— για λόγους σκοπιμότητας!
Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να καταταχθεί η ενδιαφέρουσα περίπτωση της ΣτΕ 95/2017 για τις τηλεοπτικές άδειες, στην οποία προτάθηκε η γνώμη να γίνει αξιοποίηση της ρητά προβλεπόμενης, πλέον, δυνατότητας του δικαστηρίου, αντί να προβαίνει σε ακύρωση πράξης λόγω πλημμελειών να θέτει προθεσμία στην διοίκηση για συμμόρφωση (άρ. 50 ΠΔ 18/1989: «Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της διοικητικής πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμέλειας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων και εφόσον κρίνει, ενόψει της φύσης της πλημμέλειας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η ακύρωση της πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και σε περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αιτούντος, μπορεί, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώσει προδικαστική απόφαση, η οποία κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία είτε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια είτε να εκπληρώσει την οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε μεγαλύτερη από τρεις μήνες»).
Στην περίπτωση αυτή έπρεπε να ακυρώσει την πράξη λόγω αναρμοδιότητας του Υπουργού που την εξέδωσε και για αυτόν τον λόγο ήταν αντισυνταγματική, όπως και έκανε τελικά. Αυτό, όμως, που μας δείχνει αυτή η απόφαση είναι πως το ΣτΕ δυσκολεύεται να αρκεσθεί να κρίνει αυτά μόνο που του ζητούνται, αλλά έχει την τάση να ασχολείται με περισσότερα «από όσα πρέπει» και να υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του.
Αυτή η τάση διαφαίνεται εναργέστερα στην πάγια, πλέον, νομολογία του ΣτΕ να προβαίνει σε ακύρωση ανυπόστατων πράξεων (βλ. Ενδεικ. ΣτΕ Ολ 87/2017, 3151/2017). Κατά το άρ. 95 παρ.1 στοιχ. α Συντ. επιτρέπεται αίτηση ακύρωσης μόνο κατά εκτελεστών πράξεων κι άρα υποστατών. Ωστόσο, πια, αντί το ΣτΕ να απορρίπτει ως απαράδεκτες τέτοιες αιτήσεις, έχει κρίνει πως για λόγους ασφάλειας δικαίου πρέπει να τις ακυρώνει. Δηλαδή, προκειμένου να μην δημιουργείται ασάφεια αναφορικά με την κανονιστική ισχύ μιας πράξης, ώστε στο μέλλον παρά το ανυπόστατό της να συνεχίζει να δημιουργεί διαφορές και να απασχολεί το δικαστήριο, την ακυρώνει (βλ. ΣτΕ 2356/2016, 776/2017, 852-855/2019). Ακυρώνοντάς την, όμως, εγείρει πολλά δογματικά ζητήματα. Πώς ακυρώνεται μια πράξη που κατά κυριολεξία δεν υπάρχει νομικά (!) και κυρίως, πώς το δικαστήριο προβαίνει σε μια ενέργεια για την οποία δεν έχει εξουσία; Αυτά, ωστόσο, αποτελούν ερωτήματα επί των οποίων η αυθεντία του Δικαστηρίου κρίνει ότι παρέλκει να τοποθετηθεί.
Στην δεύτερη προαναφερθείσα περίπτωση, ανήκουν περιπτώσεις έντονου δικαστικού ακτιβισμού, με όρους σκοπιμότητας, οι οποίες θέτουν και ζητήματα δικαστικής μεροληψίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 2649/2017, 3312/2017 για το «πόθεν έσχες» των δικαστικών λειτουργών. Σε αυτές τις αποφάσεις το Δικαστήριο όχι απλά ακύρωσε ανυπόστατη πράξη (όπως έκρινε το ίδιο, αντίθετη γνώμη Α. Καϊδατζής), αλλά προχώρησε και σε έλεγχο νομιμότητας αυτής (!), δηλαδή εξέτασε την νομιμότητα μιας πράξης που δεν υφίσταται στον νομικό κόσμο, για λόγους «καθοδήγησης της Διοίκησης», ώστε να εκδώσει μετέπειτα ορθά και σωστά την πράξη.
Το σημείο, όμως, στο οποίο το δικαστήριο ξεπέρασε τον εαυτό του ήταν η στιγμή που έκανε αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας, όχι απλά της πράξης που εξέταζε, αλλά του συνόλου της νομοθεσίας που αφορούσε το πόθεν έσχες, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για «σύστημα», του οποίου η λειτουργία πρέπει να είναι ομαλή και συνεκτική και δε μπορεί παρά να εξετασθεί ολόκληρο ως προς την συμφωνία του με το Σύνταγμα, κάνοντας ταυτόχρονα τον έλεγχο συνταγματικότητας κύριο αντικείμενο της δίκης. Έτσι τα δυο κύρια χαρακτηριστικά του ελέγχου, που είναι ο παρεμπίπτων και συγκεκριμένος χαρακτήρας, αγνοήθηκαν κατηγορηματικά από το δικαστήριο και θα λέγαμε με ιδιαίτερη άνεση και ευκολία.
Εάν και δεν ξαναείδαμε από τότε τέτοιες αποφάσεις, το ΣτΕ κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει την έννοια του «συστήματος», που του επιτρέπει να ελέγχει αφηρημένα την συμφωνία με το Σύνταγμα, την οποία και ολοκλήρωσε στην απόφαση της Ολομέλειας 813/2019, πάλι αφορώσα το πόθεν έσχες των δικαστικών. Αυτό το σύνολο των αποφάσεων, στις οποίες σημειωτέον ότι οι κρίνοντες ήταν και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (δηλαδή το εάν θα ισχύσει τελικά η ρύθμιση του πόθεν έσχες για τους δικαστικούς λειτουργούς τους επηρέαζε προδήλως), συνιστά μια καθαρή επίδειξη δύναμης του δικαστηρίου. Ήδη προδιατεθειμένοι οι δικαστές ως προς την έκβαση της υπόθεσης, παραμέλησαν επιδεικτικά την αρχή της νομιμότητας χάριν της αρχής της (δικής τους) σκοπιμότητας και παραβίασαν μια σωρεία δικονομικών εγγυήσεων, μεταξύ των οποίων και την αρχή της αμεροληψίας των δικαστών (άρ. 87 Συντ, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 ΔΣΑΠΔ κτλ.), σφετεριζόμενοι εξουσίες που δεν τους ανήκουν —από τον αφηρημένο έλεγχο διατάξεων που δεν αφορούσαν άμεσα την κρινόμενη υπόθεση, παρά τις επιταγές του Συντάγματος, μέχρι και την έμμεση υπόδειξη στον νομοθέτη να αναθεωρήσει όλο το «σύστημα» πόθεν έσχες—, με την απειλή οποιαδήποτε πράξη εκδιδόταν εφεξής να ακυρωνόταν ξανά βάσει του δεδικασμένου από αυτές τις αποφάσεις.
Ολοκληρώνοντας, χρειάζεται να επισημανθεί το εξής∙ με την πληθώρα των νομοθετημάτων που παράγονται τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και τον αριθμό και την ποικιλία των διαφορών που αναφύονται καθημερινά διακύβευμα αποτελεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και η εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτήν. Σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας του ελέγχου, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στα αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς και δεν επεκτείνεται σε τίποτα παραπάνω. Όλοι αυτοί οι κανόνες που διαπλάθει η νομολογία αν και θεμιτοί για την διευκόλυνση του έργου της ίδιας και της διοίκησης γενικότερα, δεν παύουν να πλήττουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στο νομικό και δικαιϊκό μας σύστημα. Και για αυτό πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ χάριν της δικαιοσύνης και των πολιτών για τους οποίους αυτή υπάρχει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κ. Χ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2014.
- Ε. Βενιζέλος, Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2022.
- Α. Καϊδατζής, Πόθεν έσχες: Έλεγχος νομιμότητας ανυπόστατης πράξης και αφηρημένος έλεγχος συνταγματικότητας του νόμου-Παρατηρήσεις στην απόφαση ΣτΕ 2649/2017 Ολομ.-, ανάρτηση σε Αρμ. 09/2017.
- Α. Καϊδατζής, ανάρτηση σε Αρμ 2015.1589 επ.
- Χ. Κουρουνδής, το μετέωρο βήμα του δικαστικού ακτιβισμού: η περίπτωση της ΣτΕ (Ολ) 2649/2017, ανάρτηση σε Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2017 σελ. 945 επ.
- Ε. Πρεβεδούρου, Εξελίξεις στη νομολογία για την δήλωση “πόθεν έσχες” των δικαστικών λειτουργών- έλεγχος “συνταγματικής” νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης- αντίδραση του Νομοθέτη και υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης (ΣτΕ Ολ 813/2019), prevedourou.gr. Διαθέσιμο εδώ.