Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Η κατανάλωση αλκοόλ ανέκαθεν ήταν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό σε πολλές κοινωνίες. Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν αποδείξει πως το ανθρώπινο είδος είχε εντάξει τα αλκοολούχα ποτά στην καθημερινότητά του, ήδη, από τους προϊστορικούς χρόνους, περί την 7η χιλιετία π.Χ. Από τότε, το αλκοόλ συνέχισε να είναι παρόν στους περισσότερους πολιτισμούς του παρελθόντος. Στην κλασική αρχαιότητα, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κατανάλωναν υψηλές ποσότητες κρασιού και, λιγότερα συχνά, μπίρας.
Η παράδοση αυτή παρέμεινε ακέραια και τον Μεσαίωνα, τόσο στην Ανατολή, όσο και στην Δύση. Από τους λίγους λαούς που απείχαν από την οινοποσία, ήταν οι Άραβες, εξαιτίας των θρησκευτικών τους περιορισμών, ενώ ο αλκοολισμός συνέχισε να επικρατεί σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Ο μέσος Βυζαντινός πολίτης, για παράδειγμα, έπινε πάνω από ένα λίτρο κρασιού κάθε μέρα. Αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ο λόγος που ο κάθε τόπος έχει ένα, ή περισσότερα, χαρακτηριστικά ποτά στο όνομά του, όπως η ρακή για τα Βαλκάνια, το σάκε για τους Ιάπωνες, και η τεκίλα για τους Μεξικάνους. Λίγα προϊόντα αλκοόλ είχαν, όμως, την ίδια ιστορική και κοινωνική σημασία για τον λαό τους, με την ρωσική βότκα.
Η βότκα ξεκίνησε να παράγεται από τους Ρώσους με την σημερινή της μορφή, στα τέλη του 15ου αιώνα. Την περίοδο εκείνη, οι λαοί που απάρτιζαν το Κράτους του Κιέβου (882-1240), βρίσκονταν σκορπισμένοι, εξαιτίας της μογγολικής εισβολής, με τους Ρώσους εγκατεστημένους στην δυτική Σιβηρία, με βάση την Μόσχα. Μία πρώιμη μορφή του ποτού υπήρχε στην ανατολική Ευρώπη, ήδη, από τον 9ο αιώνα, όμως παραγόταν μονάχα από σιτάρι, καθώς η πατάτα δεν είχε φτάσει ακόμα από την Αμερική. Η απλότητα και το χαμηλό κόστος της διαδικασίας, κατέστησαν την βότκα αρεστή στον ρωσικό λαό, ο οποίος αποτελούταν, κυρίως, από φτωχούς αγρότες.
Όταν ο τσάρος Ιβάν Γ’ ανέλαβε την διακυβέρνηση του Δουκάτου της Μόσχας, έθεσε τα θεμέλια για τον συστημικό αλκοολισμό που πλήττει την Ρωσία, μέχρι σήμερα. Εκμεταλλευόμενος την σημασία της βότκας για τους φτωχούς της επικράτειάς του, απαγόρευσε την πώληση αλκοόλ από οποιονδήποτε άλλον, παρά από τον ίδιο. Το μονοπώλιο αυτό, αποδείχθηκε εξαιρετικά κερδοφόρο για τον τσάρο και τους διαδόχους του, καθώς η παραγωγή της δεν είχε υψηλό κόστος και η ζήτηση ήταν μεγάλη.
Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε να εφαρμόζεται μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Παρά την φτώχια που είχε επικρατήσει, για τους Ρώσους το αλκοόλ αποτελούσε, πολλές φορές, μεγαλύτερη προτεραιότητα, μέχρι και από τις πρώτες ύλες. Ο Φίοντορ Ντοστογιεύσκι, ο γνωστός συγγραφέας του 19ου αιώνα, περιγράφει με μεγάλη γλαφυρότητα την κατάσταση που επικρατούσε στην εποχή του. Στο έργο του «Έγκλημα και τιμωρία», ο πρωταγωνιστής αναφέρεται στην αρχή του βιβλίου, πως δεν έχει φάει δύο ολόκληρες μέρες, όμως, προτιμά να δώσει τα λίγα λεφτά που του έχουμε απομείνει για να πιεί μία μπίρα. Γενικότερα, η νηφαλιότητα δεν συνέφερε με κανέναν τρόπο την βασιλική οικογένεια. Όσο ο λαός τους παρέμενε μεθυσμένος, θα ήταν πρόθυμος να αγνοήσει την αδικία και την καταπίεση.
Όλα αυτά άλλαξαν με την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1922. Ο Λένιν εφάρμοσε μία πολιτική ποτοαπαγόρευσης η οποία είναι εμφανή στην πρώιμη σοβιετική προπαγάνδα. Τα εργοστάσια των τσάρων έκλεισαν και, μέχρι τον θάνατο του Λένιν, η Ρωσία φαινόταν πως είχε απαλλαγεί από την υπερκατανάλωση αλκοόλ. Όταν, όμως, ο Ιωσήφ Στάλιν διαδέχθηκε την σοβιετική διακυβέρνηση, το μονοπώλιο βότκας από την κεντρική εξουσία επαναφέρθηκε. Μοναδική διαφορά από την εποχή της βασιλείας, συνιστά το όνομα του ποτού, το οποίο, πλέον, ήταν γνωστό ως «Η βότκα του λαού».
Με το πέρασμα του χρόνου, ο αλκοολισμός διαδόθηκε με αστραπιαίους ρυθμούς σε ολόκληρη την επικράτεια των Σοβιετικών. Η οικονομική κατάσταση του κράτους, σταδιακά χειροτέρευε, και η καταπιεστική πολιτική της κυβέρνησης, καθιστούσε την στροφή στο ποτό ως μέσο διασκέδασης ως μοναδική διέξοδο από την σκληρή καθημερινότητα. Ανεξαρτήτως του πολιτεύματος μίας χώρας, όταν οι συνθήκες ζωής είναι δυσβάστακτες, οι πολίτες του αναζητούν τρόπους διαφυγής, είτε με την κατανάλωση αλκοόλ, ή, όπως παρατηρούμε σήμερα στο Μεξικό, ναρκωτικών ουσιών. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ήταν ο μόνος που προσπάθησε να σώσει την Ρωσία από την υπερκατανάλωση αλκοόλ, επιβάλλοντας και αυτός μία μορφή ποτοαπαγόρευσης, όμως οι κάτοικοι της Ένωσης, δεν άργησαν να ξεκινήσουν την παράνομη παραγωγή αλκοολούχων ποτών. Σύντομα, το σχέδιο ακυρώθηκε και, αναγνωρίζοντας το μάταιο της κατάστασης, ο Μπόρις Γιέλτσιν διέλυσε την Σοβιετική Ένωση.
Μέχρι σήμερα, ο αλκοολισμός είναι συχνό φαινόμενο στην Ρωσία. Η πολιτική του κράτους, μολονότι όχι πλέον σοβιετικό, συνέχισε να είναι παρόμοια, όσον αφορά την παραγωγή του και η αντίληψη του λαού προς αυτό, φέρεται να μην άλλαξε με την αλλαγή του καθεστώτος. Τα πρώτα χρόνια, μετά την πτώση του κομουνισμού, για παράδειγμα, η βότκα Στολίνσκαγια, παραγόταν με καπάκι που δεν μπορούσε να κλείσει ξανά το μπουκάλι, καθώς ο μέσος Ρώσος, το κατανάλωνε αρκετά γρήγορα, ώστε αυτό να μην θεωρείται απαραίτητο. Όσο ο λαός συνεχίζει να υποφέρει, η παραγωγή αλκοόλ πλουτίζει τους μεγαλοκεφαλαιούχους του κράτους και την ίδια την κυβέρνηση, καθώς οι περισσότερες, αν όχι, όλες οι εταιρίες βότκας, ανήκουν σε αυτούς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Alexandr Nemtsov (2012), A Contemporary History of Alcohol in Russia, στο: “Alcohol and Alcoholism”, τχ. 47, σελ. 366-390.
- Φίοντορ Ντοστογιέφσκι (2014), Έγκλημα και τιμωρία (μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου), εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα.