Του Μάνου Πατρινιού,
Η ιστορία των αγαπημένων μας επαναστατών από την Θεσσαλονίκη συνεχίζεται και φτάνει αισίως στο τέλος της. Ως τώρα, έχουμε ολοκληρώσει μία επισκόπηση των ιστορικών δεδομένων και των παραγόντων που λειτούργησαν ως καταλύτες για το ξέσπασμα του Κινήματος, ενώ παράλληλα, γνωρίσαμε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές μας, την ταξική τους προέλευση, την φύση της συνένωσής τους, αλλά και την εύθραυστη και αμφισβητούμενη κυριαρχία τους επί του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης. Μετά από την τελευταία σοβαρή και οργανωμένη αντεπανάσταση του 1345 και την επακόλουθη νίκη τους, οι Ζηλωτές ήταν πια ελεύθεροι να κυβερνήσουν.
Πριν δούμε, όμως, ό,τι σώζεται από το έργο τους, πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο: δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να είμαστε σίγουροι για το πραγματικό έργο των Ζηλωτών, μπορούμε να το γνωρίσουμε μόνο μέσα από την οπτική των ιστορικών και μελετητών που το έχουν καλύψει ήδη. Κι οι Θεσσαλονικείς επαναστάτες βρέθηκαν εξαρχής ανάμεσα από διασταυρούμενα ιδεολογικά πυρά.
Κάμποσοι από τους (παλαιότερους κυρίως) μελετητές που εστίασαν στους Ζηλωτές το έκαναν είτε ακριβώς για να δικαιώσουν απερίσκεπτα τον αυτοοργανωμένο λαό ή να τον καταδικάσουν, εξίσου απερίσκεπτα. Αμφότερες προσεγγίσεις είναι παραπλανητικές κατά την γνώμη μου. Οι σύγχρονοι του κινήματος ιστορικοί ανήκαν στην ίδια τάξη με τους ευγενείς, η εξουσία, η κοινωνική θέση, αλλά ακόμα η βιολογική ύπαρξη των οποίων έρχονταν με έναν βίαιο και ξαφνικό τρόπο στο τέλος τους από τους επαναστάτες. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους ιστορικούς αυτούς να κατάφεραν να πάρουν τις απαραίτητες αποστάσεις για ψύχραιμη αποτύπωση της επανάστασης των Θεσσαλονικέων. Μάλιστα, ένας από τους ιστορικούς της εποχής που καλύπτουν τα γεγονότα ήταν ο ίδιος ο Καντακουζηνός, εναντίον του οποίου ξέσπασε η επανάσταση!
Ο Κορδάτος και οι λοιποί μαρξιστές, από την άλλη, θέλησαν να βρουν ψήγματα τις ιδεολογίας τους στο παρελθόν, να αναγάγουν την τάση για αυτοοργάνωση στην ανθρώπινη φύση ακόμα και χωρίς τις απαραίτητες υλικές συνθήκες, δηλαδή πριν την βιομηχανική επανάσταση· οι Ζηλωτές ήταν ακριβώς το παράδειγμα που αναζητούσαν. Μπορεί να μην ταίριαζε κάθε πτυχή (σχεδόν καμία) της ιδιόμορφης επαναστατικής κίνησής τους στο αντίστοιχο μαρξιστικό/λενινιστικό μοντέλο, αλλά, δίνοντας έμφαση μεν στα κοινά, αποσιωπώντας δε ή ξεμπερδεύοντας πρόχειρα με τις αποκλίσεις στο όνομα της ίδιας της χρονολογικής και αντικειμενικής ιστορικά απόκλισης –λες και δεν εδράζεται όλο τους το επιχείρημα στην υπέρβαση των ορίων της ιστορίας– κουτσά στραβά αντιμετώπισαν τον πιθανό αντίλογο.
Κάπως έτσι, βλέπουμε τελικά πως οι Ζηλωτές δεν ήταν φωτισμένοι κομμουνιστές που «ξεφύτρωσαν» στην βυζαντινή Θεσσαλονίκη και δημιούργησαν «την πρώτη Κομμούνα της ιστορίας» – ισχυρισμός τόσο ανεδαφικός που μέχρι και ο ίδιος ο Κορδάτος σε πιο ώριμη ηλικία τον αναίρεσε. Μάλλον δεν ήταν επίσης ένας (αποκλειστικά) αιμοδιψής και βάρβαρος όχλος, κινούμενος μόνο από ιδιοτέλεια, με πλήρη περιφρόνηση σε κάθε έννοια δικαιοσύνης. Ήταν απλώς αυτό που ήταν. Με αυτό ως δεδομένο, ας δούμε το έργο τους.
Η συμπεριφορά των Ζηλωτών στην αρχή της επανάστασης συνίστατο στην προσπάθεια εγκαθίδρυσης, προστασίας, και νομιμοποίησης του ιδιαίτερου καθεστώτος που οι συνθήκες ανέδειξαν· είχαν δηλαδή αμυντική συμπεριφορά. Σ’ εκείνη την περίοδο (δηλαδή χονδρικά 1342-45) είναι που βλέπουμε τα περισσότερα εγκλήματα και τις βιαιότητες από τους επαναστάτες. Όμως, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οποιαδήποτε επανάσταση περνάει μία φάση «τρόμου». Ο Ροβεσπιέρος σε έναν γνωστό αφορισμό του είπε: «Η επαναστατική κυβέρνηση είναι η δεσποτεία της Ελευθερίας ενάντια στην τυραννία». Ο Λένιν μίλησε για την δικτατορία του προλεταριάτου. Αναίμακτη, μη βίαιη επανάσταση δεν γίνεται. Άρα, σε κάποιο βαθμό η συμπεριφορά των Ζηλωτών είναι αναμενόμενη και για κάποιους ακόμη και δικαιολογημένη.
Τότε λαμβάνουν χώρα και τα πρώτα κύματα δημεύσεων των περιουσιών των πλούσιων και ευγενών. Άλλωστε, η οικονομική δυσπραγία των φτωχών ανέδειξε τους Ζηλωτές σε ρυθμιστικό παράγοντα των πραγμάτων της Θεσσαλονίκης, με σαφή εντολή την βελτίωση της κατάστασής τους. Αυτό και έκαναν. Καθιέρωσαν υποχρεωτικές συνεισφορές των ευγενών υπέρ των φτωχών στο όνομα του «κοινού καλού». Επιφύλασσαν μάλιστα στους εαυτούς τους το δικαίωμα της βίαιης υφαρπαγής των περιουσιών και της αναδιανομής τους, κάτι σαν την σύγχρονη απαλλοτρίωση, χωρίς πρόβλεψη όμως αποζημίωσης. Επρόκειτο για μέτρο ανάγκης και συχνά τιμωρητικό.
Ωστόσο, δεν στράφηκαν μόνο ενάντια στην περιουσία των ευγενών με την κοσμική σημασία, αλλά και των θρησκευτικών αρχόντων και θεσμών. Η μοναστηριακή γη έπαψε να είναι πια γη ιερή, γη του Θεού: ήταν γη του λαού κι ο λαός, ως κυρίαρχος επί αυτής, είχε το δικαίωμα να την κάνει ό,τι θέλει. Επέλεξε, λοιπόν, να την δημεύσει και να εξασφαλίσει για τον ίδιο περισσότερα τρόφιμα και χρήματα. Οι Ζηλωτές επιδίδονταν εξάλλου σε έντονα αντικληρικαλιστικό λόγο: οι μοναχοί και οι καλόγεροι ήταν καλοπερασάκηδες, χαύνοι και τεμπέληδες.
Οι Ζηλωτές στράφηκαν και κατά της δουλείας, ιδίως εκείνης που προέκυψε μετά την αναγκαστική δουλοποίηση των οφειλετών στους δανειστές τους. Πράγματι, η πρόσφατη οικονομική κρίση, αλλά και οι συνθήκες εμφυλίου οδήγησαν πολλούς πρώην ελεύθερους στην δουλεία, μέχρι να αποπληρώσουν τα οφειλόμενα. Και σε αυτόν τον τομέα οι επαναστάτες βρήκαν επιτυχία, περιορίζοντας σχεδόν εξαλείφοντάς την.
Οι Ζηλωτές, παράλληλα, «εκδημοκράτισαν» το πολιτικό σύστημα της Θεσσαλονίκης. Επέβαλαν την δημοκρατική αρχή σε όλα τα αξιώματα, κοσμικά και μη. Ακόμη και η κατεστημένη θρησκευτική ιεραρχία αμφισβητήθηκε. Έτσι, όταν στην Θεσσαλονίκη έπεμψε το Πατριαρχείο νέο Μητροπολίτη, οι Θεσσαλονικείς έδιωξαν την παναγιωσύνη του κακήν κακώς, αφού είχαν οι ίδιοι εκλέξει δικό τους Μητροπολίτη. Με αυτόν τον τρόπο πλέον αντιμετώπιζαν σχεδόν κάθε αξίωμα. Οι αιρετοί πια άρχοντες εκλέγονταν άμεσα από τον λαό, ενώ παλιά από τις προνομιούχες τάξεις, και ήταν πλέον ανακλητοί, συνεπώς υπήρχε μία, έστω υποτυπώδης, μορφή λογοδοσίας. Μάλιστα, κάθε προαπαιτούμενο για την εκλογή προσόν που δεν συνδέονταν άμεσα με την ικανότητα του υποψηφίου καταργήθηκε. Η περιουσία, η ηλικία, η ευγενική καταγωγή θεωρήθηκαν τεχνάσματα για να αποκλείσουν τον πολύ λαό από την εξουσία και την διοίκηση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιωάννης Κορδάτος (1928), Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, Αθήνα: εκδόσεις Επικαιρότητα.
- Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος (1997), Το Κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349): Ιστορική, θεολογική, κοινωνική διερεύνηση, Θεσσαλονίκη: έκδοση Ελληνικού Κολλεγίου Θεσσαλονίκης.
- Yannis Smarnakis (2008), Thessaloniki during the Zealots’ Revolt (1342-1350): Power, Political Violence and the Transformation of the Urban Space, Σουηδία: έκδοση SCANDINAVIAN JOURNAL OF BYZANTINE AND MODERN GREEK STUDIES.