17.6 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔυσχερή ζητήματα Ποινικής Δικονομίας

Δυσχερή ζητήματα Ποινικής Δικονομίας


Του Νίκου Αντωνάκη,

Όπως κάθε κλάδος δικαίου, έτσι και αυτός της Ποινικής Δικονομίας χαρακτηρίζεται από περιστασιακή κακή νομοθέτηση και έλλειψη συστηματικότητας στις διατάξεις του. Ρόλος του θεωρητικού και, κυρίως, του εφαρμοστή του Δικαίου (δικαστή) είναι να αναδείξει τα προβληματικά σημεία του οικείου Δικαίου και να τα υπερβεί μέσω της ερμηνείας, κυρίως δε της αναλογικής εφαρμογής ορισμένων ρυθμίσεων. Στο παρόν άρθρο θα αναλύσουμε ορισμένες κακότεχνες ρυθμίσεις της Ποινικής Δικονομίας, προτείνοντας παράλληλα κάθε φορά την ενδεικτική λύση στα προβλήματα που θα ανακύπτουν.

Πρώτο ερευνητέο ζήτημα τυγχάνει η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 46 ΚΠΔ από τον ανακριτή. Συγκεκριμένα, γνωρίζουμε ότι ο ανακριτής, στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης, έχει το δικαίωμα να επεκτείνει την ποινική δίωξη σε όσους συμμετείχαν στην ίδια πράξη (άρθρο 250 ΚΠΔ). Θα λέγαμε ότι στο σημείο αυτό ο νομοθέτης παραχωρεί στο ανακριτικό όργανο οιονεί εισαγγελική εξουσία, αφού του δίνει τη δυνατότητα να καταστήσει κι άλλα πρόσωπα υποκείμενα της ποινικής δίκης, και δη, κατηγορουμένους. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που ο συμμέτοχος που ανακαλύπτεται είναι ανήλικος και το έγκλημα που έχει τελέσει είναι “in abstracto” πλημμέλημα;

Παράδειγμα: Ο 17χρονος Α, ο οποίος βρίσκεται σε διάσταση με την 18χρονη Β με την οποία έχει αποκτήσει και ένα παιδί, έχει χάσει την επιμέλεια του τελευταίου λόγω προηγούμενής του συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Επιθυμεί, ωστόσο, να την ανακτήσει και να απαγάγει το παιδί από το σπίτι της Β. Προς τούτο πείθει την Γ, μητέρα της Β, να αρπάξει το ενός έτους παιδί και να το μεταφέρει σε εκείνον, προκειμένου να το πάει στο εξωτερικό. Εδώ είναι προφανές ότι η συμπεριφορά της Γ αποτελεί κακούργημα, και δη αρπαγή ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του. Από την άλλη, η συμπεριφορά του Α θα εκτιμηθεί ως ηθική αυτουργία στην πλημμεληματική μορφή της αρπαγής ανηλίκου, αφού αυτός είναι ο πατέρας του παιδιού (α. 46, 324 παρ. 2 ΠΚ). Ασκείται ποινική δίωξη μόνο κατά της Γ, αφού η πράξη του Α δεν ήταν γνωστή στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Όταν φτάνει η υπόθεση ενώπιον του ανακριτή, αυτός βρίσκεται σε δίλημμα: να επεκτείνει την ποινική δίωξη και στον ανήλικο Α ή να απέχει από αυτήν (α. 46 ΚΠΔ);

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: cottonbro studio

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δε μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Από τη μία μεριά, ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον ανακριτή να επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλους συμμετόχους. Του παρέχεται δηλαδή η ευχέρεια να κινήσει την ποινική δίωξη εις βάρος νέων προσώπων για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης. Άρα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, αφού επιτρέπεται το μείζον, δηλαδή η επέκταση της ποινικής δίωξης, τότε επιτρέπεται και το έλασσον, δηλαδή η αποχή από αυτήν με βάση το άρθρο 46 ΚΠΔ. Από την άλλη, δε θα ήταν παράλογη και η άποψη που θα ήθελε τον ανακριτή να επιστρέψει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών προκειμένου να αποφασίσει αν θα κινήσει την ποινική δίωξη και σε βάρος του Α. Ορθότερο θα ήταν να δεχθεί κανείς πως η ευχέρεια ανήκει στο ανακριτικό όργανο, το οποίο και θα αποφασίσει σχετικά. Πάντως, η ανάθεση οιονεί εισαγγελικών καθηκόντων στον ανακριτή συνηγορεί υπέρ της πρώτης άποψης.

Μία δεύτερη προβληματική περίπτωση που θέλω να θίξω στο παρόν άρθρο είναι το μοντέλο της απευθείας παραπομπής πλημμελημάτων ανηλίκων ενώπιον του ακροατηρίου κυρίως του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων. Και τούτο διότι η προσφυγή του α. 322 ΚΠΔ επιτρέπεται μόνο για τα πλημμελήματα που παραπέμπονται στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο (ενηλίκων) και στα συναφή με αυτά εγκλήματα. Εξάλλου, δύσκολα στην πράξη θα παραπεμφθεί έγκλημα ανηλίκου με βούλευμα, αφού αυτός είναι ο κανόνας (μέχρι πρόσφατα, τουλάχιστον) για τα κακουργήματα και, όπως είναι γνωστό, όλες οι αξιόποινες πράξεις των ανηλίκων φέρουν τον χαρακτήρα πλημμελήματος (α. 18 ΚΠΔ). Παρατηρείται στο σημείο αυτό ένα έλλειμμα προστασίας σε βάρος ανηλίκων που παραπέμπονται να δικαστούν και μάλιστα για πολύ σοβαρά εγκλήματα, όπως ανθρωποκτονίες, βιασμούς, ληστείες κ.α., αφού οι τελευταίοι δε διαθέτουν κανένα μέσο αντίδρασης απέναντι στην απευθείας παραπομπή τους στο ακροατήριο με βάση το άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ.

Είναι πράγματι δικαιοπολιτικά απαράδεκτο να στερούνται οι πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, οι ανήλικοι, τη δυνατότητα δευτεροβάθμιας ή ανώτερης κρίσης επί της παραπομπής τους στο ακροατήριο, τη στιγμή μάλιστα που απειλούνται και με φυλάκιση, αφού οι πράξεις για τις οποίες θα δικαστούν στο Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων εμπίπτουν στο άρθρο 127 ΠΚ. Ακόμα χειρότερη γίνεται βέβαια η κατάσταση με τις νέες τροποποιήσεις του ν. 5090/2024, αφού πλέον όλα τα “in abstracto” κακουργήματα εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 127 ΠΚ. Λύση στην κατάσταση αυτή μπορεί να δώσει κατά τη γνώμη μου, ελλείψει ειδικότερης νομοθετικής ρύθμισης, μόνο η διασταλτική ερμηνεία του α. 322 ΚΠΔ ώστε στην έννοια του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου να περιλάβει ο εφαρμοστής του Δικαίου και αυτήν του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων, αφού και αυτό είναι στην ουσία του Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με ειδικότερη απλώς σύνθεση.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: cottonbro studio

Τρίτη ενδιαφέρουσα περίπτωση συναντάται κατά την κρίση της προσφυγής του α. 290 ΚΠΔ ή της αίτησης άρσης ή αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης του α. 291 παρ. 2 ΚΠΔ. Ειδικότερα, προβάλει εν προκειμένω το ερώτημα αν είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής ή της αίτησης αντίστοιχα η προηγούμενη υποβολή του κατηγορουμένου στην εκτέλεση του εντάλματος προσωρινής κράτησης. Η κρατούσα γνώμη επί του παρόντος ζητήματος επικαλείται την αναλογική εφαρμογή του α. 294 παρ. 3 ΚΠΔ και δίνει αρνητική απάντηση. Υπάρχει όμως και η αντίθετη γνώμη, η οποία υποστηρίζει ότι με την προσφυγή ή την αίτηση ο κατηγορούμενος επιθυμεί να μεταβάλει μια δυσμενή και πραγματική για αυτόν κατάσταση και, επομένως, είναι αναγκαία για το παραδεκτό της προσφυγής η προηγούμενη προφυλάκιση του κατηγορουμένου.

Ορθότερη θεωρώ την τελευταία άποψη, αφού, πράγματι, για να μεταβληθεί μια πραγματική κατάσταση πρέπει πρώτα να έχει αυτή διαμορφωθεί με ορισμένο περιεχόμενο. Εξάλλου, η αναλογική εφαρμογή του α. 294 παρ. 3 ΚΠΔ δε φαίνεται ορθή, αφού οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες εφαρμογής του κάθε άρθρου είναι διαφορετικές. Πρακτική συνέπεια της ανωτέρω θέσης είναι ότι, αν ο κατηγορούμενος είναι φυγόδικος, στερείται της δυνατότητας προσφυγής ή αίτησης κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης που εξέδωσε ο ανακριτής.

Αυτά και άλλα είναι λίγα από τα δυσχερή ερμηνευτικά ζητήματα της Ποινικής Δικονομίας, τα οποία μάλιστα έμελλε να αυξηθούν με τις νέες τροποποιήσεις του ν. 5090/2024, ο οποίος, με την κακότεχνη νομοθέτηση που τον χαρακτηρίζει, έθεσε νέες προβληματικές ρυθμίσεις που χρήζουν οπωσδήποτε διορθωτική ερμηνεία από τον θεωρητικό και τον εφαρμοστή του δικαίου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.